Σαν ξεχάσεις χάθηκες! | του Τάκη Βαρελά Μη μου μιλάς για τα παλιά! Δεν θέλω να θυμάμαι! Δεν θέλω να τα ακούω! Μια ζωή τα ίδια και τα ίδια! Κουράστηκα! Θέλω να ξεχάσω! Αρκετά βασανίστηκα! Θέλω να ζήσω! Προσωπικές βασανιστικές ιστορίες που ξεφωνίζονται σαν κλείνουν οι πόρτες των σπιτιών και έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο, να ζευγαρώσουν οι χαρακιές στα μέτωπα,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τι ήτο εκείνο το υγρόν; | της Ιφιγένειας Μανουρά Μετά την παταγώδη καθ’ ομολογίαν επιτυχία του μουσικοθεατρικού πολιτικού χρονικού με τίτλο «Την πιο όμορφη θάλασσα δεν την έχουμε ταξιδέψει ακόμα», απόσπασμα από ποίημα του Μαζίμ Χικμέτ, που εδόθη την πρώτην του τρέχοντος μηνός εις το κινηματοθέατρον Αστόρια εις Ηράκλειον Κρήτης, η οποία παράστασις δεν θα ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθεί εάνΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι ελιές | της Έρης Ρίτσου Παρότι μένουμε μέσα στην πόλη, το σπίτι γύρω έχει μεγάλο κήπο. Μια που όλοι στην οικογένεια ήμασταν λάτρεις των γλυκών και όχι των φρούτων, η μάνα μου θεώρησε καλό, πέρα από μια και μόνη ροδακινιά, δαμασκηνιά, μουσμουλιά, βερυκοκιά και φυσικά τις απαραίτητες λεμονοπορτοκαλιές που μαζί με την τεράστια μυγδαλιά μας και δυο προϊστορικά δέντρα,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Με φως κι αγάπη… | του Αντώνη Κουκλινού Ετρεμόσβηνε το φτύλι τση λάμπας να σβήσει και μόνταρε να φέρει τη (μ)πίργια, να τση βάλει μνια σταλιά πετρέλαιο. Ανεσηκώνει το πανί στο νεροχύτη από κάτω, να πχιάσει το μπουκάλι. Χωρίς τη (μ)πίργια δε ντα καταφέρνει γιατί τρέμουνε τα χέργια ντου, μα δεν αφέγγει κιόλας. Ήβαλε πετρέλαιο στη λάμπα και ίσα, ίσαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Σαλής Χελιδονάκης, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων (δεύτερο μέρος) | του Μιχάλη Στρατάκη (Αν χάσατε το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:  πρώτο μέρος) Επεράσανε τα χρόνια, εγέρασε ο Σαλής, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων, τα μπράτσα του, οι ώμοι του, ο νους του και οι αντοχές του λίγο λίγο στην αρχή κι ύστερα πολύ πολύ, τονε πρόδιναν,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ευτυχώς, που άστραψε! (Χρονογράφημα) | της Άννας Τακάκη Μόνο ένα φως ήφεγγε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα στο χωριό. Ήτανε το φως του λουξ στο ραφτάδικο του μπάρμπα –Λευτέρη. Ο ηλεκτρισμός άργειε πολύ να ρθει ακόμη στην περιοχή. Και όποιος είχε λουξ, είχε πολυτέλεια στο φως. Τα σπίτια τότε φωτίζονταν με λυχνάρια και οι πιο ευκατάστατοι, ας πούμε, είχαν λάμπες πετρελαίου.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Στσι πρώτες του Νοέμβρη… | του Αντώνη Κουκλινού Ήβρεξε και εμαλάκωσενε η Γης. Εδά δεν έχει ξάργητες. Λαδοχρονιά θα ξετελέψει και γλακούνε ούλοι στα λιόφυτα, να μαζώξουνε το καρπό. Αξημέρωτα εσηκώθηκενε η Ψεβία, να ετοιμάσει τα δυο μεγάλα να πάνε στο σκολειό και να βράσει γάλα να πχει το στεροβύζι. Ανημένει τη μάνα τζη, να ποσαστεί με το γέρο καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Σαλής Χελιδονάκης, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων | του Μιχάλη Στρατάκη Δεν κατέχω ποιοί διαόλοι μ’ έχουνε ζωσμένο σήμερο και θαρρώ πως εχάθηκε και το τελευταίο ψιχάλι αθρωπιάς απού υπήρχε στην κοινωνία. Για τούτο ο νους μου αγλακά όθε τα Χανιά, σ’ ένα τόπο απού συχνοπηγαίνει γηρεύοντας αθρωπιά και καταλλαγή. Γιατί… Όσο οι Γραφές και οι κουμανταδόροι τους δεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

ΕΡΩΤΕΣ και έρωτες | της Ιφιγένειας Μανουρά -Καλησπέρα. Απόλυτη σιωπή. Κάνω να φύγω και βλέπω τον Γιώργη να ανοίγει την πόρτα και να με φωνάζει. -Έλα Ιφιγένεια. -Ίντα κάνεις; -Έλα- έλα μέσα κι έχει και κρυγιότη, καλά είμαι. -Οι γονέοι σου δε νειν παέ; -Στση Βαγγελιώς πάνε να βεγγερίσουνε. -Και εσύ να κάτσει θες μέρες; -Ναι να κάτσω θέλει μέχριΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…