Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Πάσχα στο χωριό | της Άννας Τακάκη


Θυμάμαι εκείνον τον Απριλομάη γεμάτο από πασχαλιές! Λουλούδια στης αυλές, νερατζιές ανθισμένες, λεμονάνθη, κρινάκια και ζουμπούλια στις αλιντάνες, χρώματα κι αρώματα. Μια γιορτή της φύσης, μια γιορτή στην ψυχή μας! Άνοιξη και Πασχαλιά, άνοιξη και Ανάσταση!

Μετά από ένα μοναχικό και κλειστό χειμώνα στην πόλη, περιμέναμε τις σχολικές διακοπές του Πάσχα για να πάμε στο χωριό, να αμοληθούμε στη φύση και ν’ απολαύσουμε τις γιορτινές μέρες στη ζεστασιά της οικογένειας. Τα τοπικά έθιμα με την ιεροτελεστία τους, γέμιζαν το νου και την ψυχή μας με φως πέρα από το ανοιξιάτικο φως του ήλιου και το φως των λαμπάδων της Ανάστασης.

Θεία προσφορά στον Επιτάφιο ήταν τα λουλούδια από τις αυλές των σπιτιών, που εμείς τα κοριτσόπουλα μαζεύαμε, κι εμείς τον στολίζαμε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής.

Περιμένοντας την Λαμπρή, τα χωριά μας άλλαζαν όψη. Ασπρισμένα σπίτια, ασπρισμένα σκαλοπάτια, παρτέρια και μπεντένια, ακόμη κι οι γαζοντενεκέδες (μεταλλικά δοχεία) με τα λουλούδια στα στενά σοκάκια ήταν περασμένοι με ασβέστη. Λευκό παντού, λευκό και γαλάζιο, όπως είναι σε όλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Οι νοικοκυρές του χωριού, λάτρεις του κάλλους, αλλά και της παστρικοσύνης, τα ξετελεύανε με τελειότατα, κι όλα τα καταφέρνανε, από αγροτικές δουλειές, από νοικοκυριό, από την παρασκευή γλυκών και φαγητών. Τα πάντα φτιάχνανε με μεράκι τα αγιασμένα δουλευτάρικα χέρια τους.

Πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα τα σπίτια ήταν φρεσκοασπρισμένα, λαμπερά και συγυρισμένα. Όλα με τάξη στη θέση τους περίμεναν τώρα τις μυρωδιές από τα πατροπαράδοτα πασχαλινά γλυκά, τα καλιτσούνια, τα τσουρεκάκια, τα λαζαράκια, και τους κουκνίκους με τα κόκκινα αυγά. Οι ακούραστες μανάδες μας φρόντιζαν να έχουν έτοιμα τα προζύμια και μεριμνούσαν και για τα υπόλοιπα. Παράγγελναν στο βοσκό τη φρέσκια μυζήθρα και το αρνάκι για τη μέρα του Πάσχα. Κυρίως κάθε οικογένεια έθρεφε αρνάκια και κατσικάκια για τις μέρες αυτές, που από ευαισθησία το αντάλλαζαν με άλλο.

Το φτιάξιμο των καλιτσουνιών ήταν μια ιεροτελεστία. Οι νοικοκυρές έβαζαν το ξερό προζύμι που διατηρούσαν όλο το χρόνο στο νερό να μαλακώσει. Μετά το «ανεπιάνανε» μερικές φορές βάζοντας κάθε φορά λίγο αλεύρι και χλιαρό νερό. Όταν ήταν ικανοποιητικά ανεβασμένο πρόσθεταν τα μισά υλικά, λάδι, ζάχαρη, γάλα, αυγά, αλεύρι. Το άφηναν να ανεβεί πάλι, κάνοντας με τα χέρια τους το σημάδι του σταυρού. Όταν ήταν αρκετά ανεβασμένο και αφρισμένο πρόσθεταν τα υπόλοιπα υλικά, ζύμωναν καλά και σταύρωναν πάλι τη ζύμη. Τη σκέπαζαν να φουσκώσει ξανά. Μετά ερχότανε οι γυναίκες της γειτονιάς, και συγγενείς για αλληλοβοήθεια και φτιάχνανε τα σκεπαστά καλιτσούνια. Η πιο επιτήδεια άνοιγε το φύλλο. Το κόβανε με ένα στρογγυλό σκέπασμα από βάζο, τοποθετούσαν στο κέντρο μια κουταλιά φρέσκια μυζήθρα με μυρωδικά, κανέλλα, μέλι, ζάχαρη, βανίλια και το έκαναν ένα τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο δεματάκι. Τα βάζανε ένα ένα στην τάβλα, τα σκεπάζανε με σεντόνι και κουβέρτα και τα άφηναν να ανεβούνε πάλι. Πριν από το ψήσιμο τα αλείφανε με αυγό και πασπαλίζανε λίγο σουσάμι. Εκτός από τα ανεβατά, φτιάχνανε και τα λυχναράκια, καλιτσούνια της στιγμής με μπέικιν. Μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, οι ξυλόφουρνοι του χωριού καίγανε και ψήνανε ασταμάτητα. Μυρωδιές ατόφιες γαργαλούσαν τη μύτη κι άνοιγαν την όρεξη, αλλά η νηστεία τότε ήταν κανόνας ιερός.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας οι χωριανοί όλοι καθώς και οι νεοφερμένοι που έμεναν στις πόλεις, γέμιζαν την εκκλησιά και τον περίβολο. Με το «δεύτε λάβετε φως» άρχιζαν τα βεγγαλικά να καίνε και οι τρακατρούκες να κουφαίνουν τα αυτιά.

Μετά την Ανάσταση και πριν ακόμη η μάνα μας κενώσει την αρνίσια σούπα με αυγολέμονο, δοκιμάζαμε πρώτα το καλιτσούνι. Καλιτσούνι και ρακί για τους μεγάλους. Πρόποση και ευχές, «Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά»!

Τη μέρα του Πάσχα, πριν το μεσημέρι, χτυπούσαν οι καμπάνες για τη δεύτερη Ανάσταση. Περιφορά της αναστάσιμης εικόνας με εξαπτέρυγα σε όλο το χωριό, και στάση έξω από τα μικρά μοναστήρια. Οι πιστοί να ακολουθούν με τις λαμπάδες τους αναμμένες και το Χριστός Ανέστη ν’ ακούγεται απ άκρη σ’ άκρη. Μαζί με το Χριστός Ανέστη έπαιζαν και οι τρακατρούκες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος το είχαν ξοδέψει οι νεαροί τη βραδιά της Ανάστασης.

Γυναίκες, άντρες και παιδιά, ντυμένοι στα λαμπριάτικά τους, στα καλά τους, απολάμβαναν μια Λαμπρή γεμάτη φως και αγαλλίαση. Το χωριό γέμιζε κόσμο, γέμιζε ζωή από εκείνους τους νοσταλγούς του τόπου που άφηναν το κλεινόν άστυ για τον τόπο καταγωγής τους, και για μια επαφή με τον τόπο που νοσταλγούσαν ειδικά μέρες γιορτινές. Το πασχαλινό τραπέζι είχε πάντα ψητό αρνάκι ή κατσικάκι στον ξυλόφουρνο, για τα χρόνια εκείνα που ακόμη δεν είχε φθάσει το έθιμο της σούβλας από την ηπειρωτική Ελλάδα. Το βράδυ είχε πάντα γλέντι στο καφενείο ή στα καφενεία του χωριού με λύρες και βιολιά, με χορούς και μαντινάδες.

Αλήθεια, ποιος δε θυμάται με νοσταλγία το χωριό του αυτές τις μέρες τις Πασχαλινές, την επαφή του με τη φύση, με τους ανθρώπους και την πραγματική αίσθηση της αγάπης και της σύμπνοιας; Κι αν ζούμε σε πόλεις μικρές η μεγάλες, πάντα θέλουμε να επιστρέφουμε στο χωριό, είτε από νοσταλγία, είτε για τις θύμησες. Ακόμη κι αν έχουν φύγει οι δικοί μας άνθρωποι, το χωριό πάντα θα μας προσκαλεί και θα μας περιμένει. Γιατί το Πάσχα στο χωριό, ακόμη και σήμερα, έχει τη δική του ξεχωριστή γεύση, έχει τη δική του γοητευτική ομορφιά.

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:77