Ο μπάρμπα Γληγόρης ο Ντυμπακιανός… | του Αντώνη Κουκλινού Με το μουλάρι φορτωμένα τα κοφίνια γεμάτα μπράτι*. Με φρούτα και ζαρζαβατικά, ο μπάρμπα Γληγόρης ο Ντυμπακιανός, εγύριζε τα χωργιά τση απάνω ρούγας. Καλοσυνάτος άντρας με βροντερή φωνή, εφώνιαζε τη πραμάθεια ντου. Θυμούμαι πως εφόργιενε μνια ποδιά μακριά στη μέση ντου, ξομπλιαστή, δεμένη με κόκκινα βαστάγια*. Οι μουστάκες του καλοστριμμένες, μακράΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Θυμούμαι… | του Αντώνη Κουκλινού Όντε (ν)επήρα τη πρώτη άδεια ντυμένος στο χακί και πήγα στο χωργιό… Άνοιξα τη (ν)αυλόπορτα και πορίζει η μάνα μου στη (ν)αυλή. Άνοιξε τη (ν)αγκαλιά τζη και όσο με φίλιε μ’ έσφιγγε πχιο δυνατά. Δικαιολογημένα γιατί ήμουνε στα καράβγια κι αφού έκανα ποντοπόρα ταξίδια δεν ήρθα στη (ν)ώρα μου να παρουσιαστώ και είχε να μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κερά Θεονύμφη… | του Αντώνη Κουκλινού Στη μεσοχωργιά τση Γληγοργιάς, ήτονε το σπίτι τζη. Δυό καμεράκια ίσα, ίσα απού τσοι χώργιενε. Κολλητά με του Κονταξή το τζαγκάρικο. Η κερά Θεονύμφη με τσοι πέντε θυγατέρες και τσοι τρεις γιους. Η μάνα τση μάνας μου τση Βασιλικής, η μνια απού τσοι δυο γιαγιάδες μου, [η (ν)άλλη, τη Μανιούδαινα, δε (ν)τη (ν)ήφταξα]ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και πχοιός δε ντο παθαίνει… | του Αντώνη Κουκλινού Αγουροξυπνημένος και μπροσάφορμος εσηκώθηκε τη ταχινή. Αψύς και κακόκεφος, ετσά απού το (ν)είδενε να ξεφυσά, δεν αντάλλαξε μούδε καλημέρα η κερά ντου. Μαθημένη στα χούγια ντου, δε ντου δίδει σημασία γιατί κατέχει πως θα μπλέξει. Κιανείς δε (ν)τον-ε πείραξε, μα τάξε πως θα τη πλερώσει όπχοιος του παντήξει. Πχοιός κατέχει… ΝαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κουτσο-Γιώργαινα… | του Αντώνη Κουκλινού Ετσά κολόκαρδος άθρωπος σπανίζει… Όπχοιο και να ρωτήξεις στο χωργιό, δε θα σου πει άσκημο λόγο για το μπάρμπα Γιώργη. Εδά στα γεραθιά ντου δε βοηθούνε μπλιο τα μάθια ντου και δε (ν)αφέγγει ο κακομίτσης…, ίσα ίσα διανοιρίζει ‘οντε λιάζει στη (ν)αυλή. Η κερά ντου ευτυχώς τον-ε ποσάζει, μα βγαίνει του και το (ν)έχειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα παντρολογήματα | του Αντώνη Κουκλινού Το ξωμονάστηρο του Άι Νικόλα απάνω στη (γ)κεφάλα επισκέφτηκε να προσκυνήσει στη Χάρη ντου και να προσευχηθεί. Προστάτης του για μνια ζωή…! Όργωνε τσοι θάλασσες του πλανήτη από λιμάνι σε λιμάνι, για χρόνια ναύτης στα φορτηγά και τα γκαζάδικα. Δε θυμάται αν επόμεινε ποθές τόπος, απού να μη (ν)έχει ταξιδέψει. Η ζωή του ναυτικούΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Νοικοκερά κι αρχόντισσα… | του Αντώνη Κουκλινού   Σήμερο θα υμνήσουμε, εκείνη τη γυναίκα, απού ’καμε οικογένεια κι απού μετρά για δέκα. Πού ’χει κοπέλια ζωηρά, να πλύνει, να ταΐσει, και κάνουνε το σπίτι τζη, καράβι να κινήσει. Απού ’ναι δούλα και κυρά, που λέει και το άσμα, σε ούλα πρώτη ν’ αγλακά, ξεθεωμένο πλάσμα. Απού κοπέλια επάντρεψε κι’ εδάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Δεκέμβρης μήνας ήφταξε… | του Αντώνη Κουκλινού Εμπήκε ο μήνας κι έρχουνται, γιορτές τω Χριστουγέννω, κι ο Θιός να γιάνει τσι πληγές, σε κάθε πονεμένο. Εδά που φοβερίζουνε, το ρεύμα πως δε φτάνει, ξύλα ανεμαζώξετε, το κρύο να λιγάνει. Γιοργάνια και παπλώματα, ούλοι θα τυλιχτούμε, για δε θωρώ πραγματικά, μνια λύση πως θα βρούμε. Να πω και για τη (μ)πάνταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μνια εμπειρία ζωής…| του Αντώνη Κουκλινού Το κοπέλι βαστά στα χέργια ντου το κινητό και παίζει… Κάθεται και παρατηρεί τσοι γκριμάτσες του σαστισμένος. Τα δαχτύλια ντου ανεβοκατεβαίνουνε στην οθόνη και πότε πότε χτυπά τ’ ατζί ντου νευριασμένο. Σκέφτεται με ήντα τρόπο θα του αποσπάσει τη προσοχή. -Αντράκι μου παρέτησε ετούτονά απού βαστάς κι έλα παέ να σου πω. -Δε μπορώΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…