Η καυκησάρα |της Άννας Τακάκη   -Μαρίκα, μέσα είσαι; άνοιξε να σου πω. Κάπα καπί* είναι η γειτόνισσά μας η Αρχοντούλα. Πού πάνε, κοντό, εφύγανε; -Άστηνε και δεν μπορώ, μπλιο, μωρή Στασία, να τση γροικώ. Τ’ αφτιά μου ντιντινίζουνε*, οντέ κινά να μου λέει τα καυκιά* τζη. Κι απόι τα ίδια και τα ίδια και φτου κι από την αρχή!ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το ζόρε του Μιχαλιού | του Νίκου Λουκαδάκη -Δάσκαλε, ίντα λογάται δα, θα το πέψομαι το Μιχαλιό στο Γυμνάσιο του χρόνου; -Γρηγόρη, ο γιος σου δεν έχει όρεξη για γράμματα, με το ζόρι τον πέρασα στην Έκτη. Μην ελπίζεις για Γυμνάσιο, εκτός αν έγινε κανένα θαύμα το καλοκαίρι. -Να τονε ζορίσεις οφέτος, παίζε του και κιαμιά με τη βέργα ναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο μπάρμπα – Γιαννούλης | του Βασίλη Φυτσιλή Πάει κι ο μπάρμπα – Γιαννούλης… Μας άφησε χρόνους. Πήγε κι αυτός να βρει τους άλλους, της «παλιάς φρουράς», εκεί στον Αη-Λια, κάτω απ’ τα ψηλά τα κυπαρίσσια… Τα τελευταία χρόνια, είχε καταπέσει πολύ. Τρανός πολύ δεν ήταν, ό,τι είχε πατήσει τα εβδομήντα, αλλά τον έφαγαν τα βάσανα και τα κιντέρια. Αλβανία,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το όνειρο | του Βασίλη Φυτσιλή Όταν έσφαξαν οι χίτες όλους τους δικούς της, το Γενάρη του 1946, ψηλά στο Μοναστήρι του Τσίγκου, στα βουνά της Μάνης, η Τουλίτσα ήταν μικρό κοριτσάκι, τριάμισι χρόνων. Το σημάδευε κι αυτό ο χίτης με το μπιστόλι, αλλά δεν του βάσταξε η ψυχή να τραβήξει τη σκαντάλη. Το άφησαν εκεί ζωντανό, να βολοδέρνει ανάμεσαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το ντιμπέιτ στο καφενείον «Η μαγευτική Ελλάς» και τ’ αποτέλεσμα | του Χρήστου Καραμπέτσου –  Άντε χαμένου!… θα μ’ πεις ισύ δεν έχ’ με πρόγραμμα, μεις η μεγάλ’ Φιλελεύθερ-Εθνολεύθερ Παράταξ της Ελλάδους. Σεις: – χαζουγιάνν’ – δεν έχετ’!.. Τέρα στραβούλιακα, δε θουρείς ντιπ;.. π’ αντιγράφ’ ούλ’ αντιγράφ’, ου προκουμένους σας (με το κασκόλ) τα θκα μας; την πουλιτική μας;… ΘεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (δεύτερο μέρος) | της Άννας Τακάκη Την επαύριο, σαν εγύρισε από το μετόχι ο Αγησίλαος, καλεί το λεγάμενο στο σπίτι και του λέει φωνιαχτά και με μάνητα ότι ετουτα-νά δεν είναι πράματα σοβαρά και τίμια να γίνονται, να τα μαθαίνει ο κόσμος και να τους κατασύρνει1. Είναι ξεγιβέντισμα2 να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κοπελιάς, να τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (πρώτο μέρος) | της Άννας Τακάκη Νύχτα ως πάραργα1 η αυλόπορτα άνοιγε σιγά-σιγά, να μην τρίξουνε οι μεντεσέδες κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω, ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε «τ’ άδειασε όλα!» στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η αρρωστάρα | της Άννας Τακάκη Συνοραντρόυνο* ήτανε η Τριανταφυλλιά με τον Φιλάρετο. Μήνα δεν είχανε κλείσει ακόμη από τη στεφάνωσή ντως. Άνοιξη καιρού π’ αθούσανε και λουλουδίζανε οι κάμποι εβάλανε το στεφάνι. Περί τα τέλη τ’ Απριλιού, την επαύριο τση Λαμπρής είχανε το γάμο ντως. Εθέλανε να προλάβουνε να παντρευτούνε πριν από το Μάη, γιατί, λέει, το Μάη ζευγαρώνουνεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Γιαναμάθης | της Άννας Τακάκη Kείνους τους χρόνους τους καιρούς, –πάνε πολλά τέρμενα1 οπίσω– οι φαντάροι εκάνανε πολλά χρόνια στο στρατό. Σαν είχε φτάσει η ώρα ν’ απολυθούνε, γυρίζανε στα σπίτια τους κι εβρίσκανε τις γυναίκες τους ασούσσουμες2, αδύνατες και βασανισμένες, γιατί ’χανε να μεγαλώνουνε μωροκόπελα, που τους αφήνανε, είχανε και τη γης αμοναχές να τη δουλεύουνε για μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…