Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου | του Γιάννη Σκαρίμπα Ως εκάθονταν, ως να έκλαιγε ήταν. Πόνο είχε η ψυχή του, ντέρτι. Ώστε ν’ απόθνησκε ήταν ο πόνος του πολύς. Ώστε να πάρη των ομματιών του και να φύγη. Μακρύ φτερό να πάρη και να πάη πίσ’ απ’ τον ήλιο. Να μη γλέπη πλειό ήθελε, μήτε ν’ ακούη πλειό. Στριμώχτηκε οΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Απόκριες στη γενέθλια πόλη | της Ελένης Σαραντίτη Ακόμα σε θυμάμαι τις Απόκριες. Ξυπόλυτη στην υγρή γη, ξεμανίκωτη με το τσουχτερό αεράκι. Νύχτωνε κι από πάνω χιλιάδες τ’ άστρα, τόσο γειτονικά, ώστε θα μπορούσες, αν σήκωνες το χέρι, να τα χαϊδέψεις. Αντ’ αυτού, άρχιζες το μέτρημα που ποτέ δεν τελείωνες, γιατί η γιαγιά έβανε τις φωνές πως, τάχα, θα σημαδευτούνΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Στο χωριό… | της Εύης Κοντόρα (Δεύτερο μέρος) Η αλήθεια είναι ότι, μπροστά στην Αριάδνη, που ήταν ξεσκολισμένη στα αγροτικά, του λόγου μου έμοιαζα με μαμόθρεφτο μη-μου-άπτου… Ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν για μένα ο παππούς της ξαδέρφης μου ο οποίος –μεταξύ μας– ήταν πολύ συμπαθητικός. Όταν συστηθήκαμε, μείναμε να περιεργαζόμαστε ο ένας τον άλλον, σα ζώα από άλλο στάβλοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Στο χωριό… | της Εύης Κοντόρα (Πρώτο μέρος) Δεν μ’ αρέσει η εξοχή. Ούτε η φύση ούτε τα προβατάκια. Σιχαίνομαι να με ξυπνάνε αξημέρωτα τα κοκόρια και δεν κάνω κέφι να πατάω χώμα. Είμαι παιδί της πόλης, πώς να σας το πω;… Το γάλα που πίνω βγαίνει από κουτιά. Τα λαχανικά που τρώω φυτρώνουν σε πλαστικά σακουλάκια. Για να συμπαθήσωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Κρυμμένη μια πατρίδα στην καρδιά | της Μαρίας Σταυρίδου Δεν είχα κουράγιο ν’ ανοίξω την πόρτα και να βγω από το αυτοκίνητο. Η μηχανή σβηστή και η σκέψη μόνιμα καρφωμένη στις τέσσερις ασήκωτες σακούλες με τα ψώνια. Δεν ξέρω ίσως να μην ήταν και τόσο βαριές, τα ψώνια ήταν μετρημένα όπως πάντα, εγώ όμως αισθανόμουν πως δεν είχα το κουράγιοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Παιδικές αναμνήσεις | του Μενέλαου Γουβέτα Στις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12.10.1944) ήμουνα δέκα χρόνων. Σαράντα πέντε μέρες νωρίτερα, είχε αρχίσει να απελευθερώνεται πρώτος απ’ όλους τους νομούς της Ελλάδας ο Έβρος (28.8.1944) και πρώτη πόλη οι Φέρρες. Δε θα ξεχάσω τη σκληρή μάχη που έδωσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Σουφλίου (28-29 Αυγούστου του ’44). ΤοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο φορατζής και τα παθήματά του | του Μενέλαου Γουβέτα Πρωί πρωί έπαιρνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την πόλη ο φορατζής και γύρναγε τα χωριά της περιοχής του για να εισπράξει τον κοινοτικό φόρο απ’ τους χωρικούς, περίπου σαν την παλιά δεκάτη ήταν κι αυτός ο θεσμοθετημένος φόρος με όλες τις βαριές συνέπειες για τον οικογενειακό κορβανά. Βέβαια, οΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το «Σχολειό» του Στέργιου του «Φονιά» | του Τριαντάφυλλου Γεροζήση Συχνά έκανε παρέα με το γέρο Θύμιο, ένα θεόχτιστο γέρο, που στα νιάτα του, όπως έλεγαν οι γριές, τον φοβούνταν, όχι μόνο το δικό τους χωριό μα και τα γύρω χωριά. Δεν τον έφτανε κανένας σε τίποτα, στο σκάψιμο, στο κούρεμα των αρνιών, στο τρέξιμο, στο πιοτί, σε όλα. ΚαιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άιντε δε σ’ αρνιού-, σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου (1ο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου Ο Γιώτης, από γεννησιμιού του φευγάτος, έτσι τον είχε βγάλει η φύση, ψια πειραγμένο, αλλά όχι ντιπ σιεμεντελό. Ήλεγαν έφταιγε η μάνα του η Ρίνα πό ’χε ανέβει γκαστρωμένη στον κίσσαρα και τον πελέκησε με το κασάρι παραμονή τ’ αη Συμιού. Θά ’χε ξαστοχήσει πως οιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…