Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Κρυμμένη μια πατρίδα στην καρδιά | της Μαρίας Σταυρίδου



Δεν είχα κουράγιο ν’ ανοίξω την πόρτα και να βγω από το αυτοκίνητο. Η μηχανή σβηστή και η σκέψη μόνιμα καρφωμένη στις τέσσερις ασήκωτες σακούλες με τα ψώνια. Δεν ξέρω ίσως να μην ήταν και τόσο βαριές, τα ψώνια ήταν μετρημένα όπως πάντα, εγώ όμως αισθανόμουν πως δεν είχα το κουράγιο να τα μεταφέρω μέσα στο σπίτι. Την τελευταία μισή ώρα αισθανόμουν τα πόδια μου από τσιμέντο, βαριά, ανίκανα ν’ ανασηκωθούν από το πάτωμα του αυτοκινήτου και να βγουν στο πεζοδρόμιο. Μηχανικά κοίταξα το ρολόι, έπρεπε ν’ αφήσω τα ψώνια και να πάω να πάρω τον μικρό από την προπόνηση ποδοσφαίρου.

Δεν είχα άλλη επιλογή, πήρα τις τσάντες βιαστικά στα χέρια και κλείδωσα το αυτοκίνητο. Τα ψώνια ήταν όντως βαριά, τα βήματα μου νομίζω κάπως αβέβαια, μετά από εννιά ώρες καθαριότητας σ’ έναν ολόκληρο όροφο ξενοδοχείου και η διάθεση μου στα τάρταρα. Το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν το τρίτο καφέ της ημέρας και μια μεγάλη μπάρα σοκολάτας. Μπήκα στο σπίτι τακτοποίησα όπως όπως τα ψώνια, μάζεψα τα μαλλιά σ’ ένα πρόχειρο κότσο και ξανά στο αυτοκίνητο.

Όταν καταφέραμε να μαζευτούμε επιτέλους ως οικογένεια ήταν περασμένες πέντε. Ο νους μου ακόμη στις σοκολατένιες μπάρες και ας ζέσταινα το παστίτσιο, που είχα ετοιμάσει από την προηγούμενη. Είχα μάλιστα και δικαιολογία για να μη φάω μαζί με τα παιδιά, ο πατέρας τους θα επέστρεφε μετά δυο ώρες. Στρώσαμε το τραπέζι με τη μικρή και κάθισα ν’ ακούσω τα νέα τους. Γνώριμες ιστορίες για φίλους, μαθήματα, αστεία περιστατικά στο σχολείο, ανέκδοτα που μα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ και ένα σωρό ανόητες λεπτομέρειες που είχαν γεμίσει τη μέρα τους.

Κατάπινα με βουλιμία την τρίτη μπάρα σοκολάτας όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα. Ο αγαπημένος μου ήταν επιτέλους σπίτι και σε λίγο θα στραβομουτσούνιαζε το πρόσωπο του μόλις ανακάλυπτε πως έτρωγα και πάλι τα «γλυκάκια» των παιδιών.

Κατάπια βιαστικά και εξαφάνισα εν ριπή οφθαλμού τ’ αποδεικτικά στοιχεία της σκανδαλιάς μου, πριν προλάβει να μπει στην κουζίνα.

Παρόλα αυτά δεν κατάφερα να τον ξεγελάσω, ήταν αδύνατο να καταπιώ έστω και μια μπουκιά από τ’ ομολογουμένως νόστιμο παστίτσιο.

-Τις σοκολάτες των παιδιών έτρωγες πάλι;

Χαμογέλασα και άρχισα να σηκώνω το τραπέζι, ενώ η μικρή ήδη στεκόταν μπροστά στο νεροχύτη για να πλύνει τα πιάτα.

Περασμένες οκτώ όταν τα καμάρια μου άρχισαν να φωνάζουν από το καθιστικό πως ξεκίνησε μια παλιά ελληνική ταινία. Πήρα ένα μεγάλο μπουκάλι αναψυκτικό, τις υπόλοιπες μπάρες σ’ ένα μπολ και δυο πακέτα πατατάκια. Ώρα για χαλάρωση.

Κάτσαμε όπως πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον απέναντι από την τηλεόραση μ’ έναν αφύσικο ενθουσιασμό που μας πιάνει κάθε φορά που «βλέπουμε» Ελλάδα. Δεν παρακολουθούμε σχεδόν ποτέ τα γερμανικά κανάλια, σπάνια και για λίγο συνήθως ο Γιώργος, ίσα για να μάθουμε κάνα νέο ή τι καιρό θα κάνει την επομένη.

Με το που κάθισα ο μικρός μου ήρθε αμέσως και κουλουριάστηκε δίπλα μου, παίρνοντας τα πρωτεία από τον πατέρα του που αμέσως κατσούφιασε. Χωρίς να το θέλω χαμογέλασα, μ’ άρεσε όταν οι άνδρες της ζωής μου «ανταγωνιζόταν» ποιος θα κλειστεί στην αγκαλιά μου, ποιος θα με αιχμαλωτίσει στη δική του. Έκλεισα το μάτι για μια στιγμή στον Γιώργο και μετά άρχισα να παρακολουθώ την ταινία. Ήταν σχεδόν παράλογο, μα η ταινία μου ήταν παντελώς άγνωστη.

Ελλάδα τη δεκαετία του πενήντα, φτώχεια, ανέχεια και ένας μεγάλος έρωτας που δοκιμάζεται σε κάθε του ανάσα. Υποτίθεται πως ήταν Χριστούγεννα, υποτίθεται πως δεν υπήρχαν χρήματα για δώρα, για γλυκά, για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χωρίς να το θέλω αισθάνθηκα ένα μάγκωμα στο στομάχι…, οι μπάρες σκέφτηκα…, και ασυναίσθητα γύρισα το βλέμμα μου προς τη μεριά του Γιώργου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο και το δικό του βλέμμα σκοτεινιασμένο και τότε:

-Μάνα, θυμάσαι τα πρώτα μας Χριστούγεννα στη Γερμανία;Αισθάνθηκα τις μπάρες να γίνονται μικρά αγκάθια και να με πληγώνουν το στομάχι. Θυμωμένη ανασηκώθηκα, με μια διάθεση να πετάξω και τις μπάρες και τα πατατάκια από μπροστά μου.

-Σταμάτα να μιλάς και άσε μας να δούμε την ταινία.

Η φωνή του Γιώργου θυμωμένη και εγώ…

Ξαφνικά το σαλόνι εξαφανίστηκε από μπροστά μου και από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε όλοι σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο με το μικρό πάγκο κουζίνας και το χαλασμένο νεροχύτη. Με την πλαστική ντουλάπα που φιλοξενούσε με το ζόρι τα ρούχα μας και το μικρό τραπέζι εκστρατείας, που κάθε βράδυ το σηκώναμε για να στρώσω στρωματσάδα να κοιμηθούμε. Κρύο, οι φωνές από τα γειτονικά δωμάτια δυνατές, άγριες και ακαταλαβίστικες και το ημερολόγιο να δείχνει 23 Δεκεμβρίου. Οι ματιές μας σιωπηλές για να μην τρομάξουμε τα παιδιά, εγώ να παλεύω να ζεστάνω κάπως το χώρο για να μη μου κρυώσει ο μικρός, που μόλις είχε κλείσει τα δυο και ο Γιώργος να προσπαθεί ν’ απασχολήσει τα δυο μεγαλύτερα αγόρια μ’ ένα χαλασμένο ραδιόφωνο, για ν’ ακούσουμε Ελλάδα, όπως τους είχε υποσχεθεί. Η μοναχοκόρη μας να παλεύει μ’ έναν υποτιθέμενο χυλό για να φτιάξει λουκουμάδες, όπως της γιαγιάς και εγώ να σφίγγω τα δόντια για να μη με νικήσουν τα δάκρυα. Για να μη με λυγίσει το παράπονο, για να μην κραυγάσω σαν τρελή:
«Ελλάδα γιατί με πρόδωσες;»

Όχι, δε θα το έβαζα κάτω, τα παιδιά μου θα είχαν μια καλύτερη ζωή. Θα πολεμούσα και με το κρύο και με την ανέχεια και με όλους τους δαίμονες της ζωής, αυτά όμως θα είχαν ένα καλύτερο μέλλον από μένα και τον Γιώργο. Ετοίμασα μια μακαρονάδα με μανιτάρια και τυρί και έτρεξα στην άλλη άκρη του διαδρόμου για να καθαρίσω το κοινό μπάνιο του ορόφου. Τα παιδιά έπρεπε να πλυθούν και εκείνο το σκοτεινό βρώμικο αχούρι που είχαν ονομάσει «Toilette» έπρεπε ν’ απολυμανθεί πριν τα βάλω μέσα. Σταμάτησα να τρίβω τα φθαρμένα πλακάκια μόνο όταν ένιωσα τα δάχτυλα μου να ματώνουν μέσα από τα πλαστικά γάντια.

Το μικρό μπάνιο μύριζε πια χλωρίνη και εγώ μπορούσα επιτέλους να πλύνω τα παιδιά μου. Αναγκαστικά κουβάλησα ένα σκαμπό για ν’ ακουμπήσω κάπου το σαμπουάν, το σφουγγάρι και την πετσέτα και επειδή φοβόμουν δεν τ’ άφησα να πλυθούν μόνα τους. Οι δυο μεγάλοι κάποια στιγμή πήγαν να διαμαρτυρηθούν, μα όταν είδαν σε τι κατάσταση βρισκόταν το μπάνιο αμέσως δέχτηκαν τη βοήθεια μου.

Αυτό ήταν, όλοι καθαροί και μυρωδάτοι περίμεναν να φάνε τη φημισμένη μου μακαρονάδα.

Προ-παραμονές Χριστουγέννων και εμείς φάγαμε την πιο νόστιμη μακαρονάδα που ‘χα φτιάξει ποτέ και τους πιο πετυχημένους λουκουμάδες με ζάχαρη και ας μου βγήκε μετά η πίστη για να μεταφέρω τον κουβά, πέντε έξη φορές μέχρι το μπάνιο, που συγκρατούσε τ’ απόνερα από το σπασμένο νεροχύτη, μέχρι να καθαρίσω το χαμό της κουζίνας.

Όλα καλά…

Θυμάμαι πως τρώγαμε μακαρόνια τρεις συνεχόμενες μέρες, μακαρόνια με μανιτάρια, μακαρόνια με σάλτσα, μακαρόνια με κοτόπουλο.

Όχι, δεν είχαμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν είχαμε τα λαχταριστά γλυκά της γιαγιάς που μοσχομύριζαν το σπίτι, δεν είχαμε τραγούδια, δεν είχαμε κάλαντα, δεν είχαμε δώρα, δεν είχαμε γιορτινό τραπέζι. Είχαμε όμως την πίστη μας, την ελπίδα στα χαμόγελα των παιδιών μας, είχαμε το όνειρο τυλιγμένο σε φθηνό χαρτί περιτυλίγματος και τέσσερις μεγάλες σοκολάτες για να τους γλυκάνουμε τη μέρα.

Αυτό το μέρος δεν είναι η πατρίδα που αγαπάω, δεν είναι ο ευλογημένος τόπος που θέλω ν’ αποκοιμηθώ όταν έρθει η ώρα μου. Είναι όμως μια ευκαιρία τα παιδιά μου να φτιάξουν το μέλλον τους. Είναι μια λύση, η καλύτερη για τα δεδομένα μου, όχι όμως η πιο εύκολη όπως πιστεύουν πολλοί. Ο δρόμος της ξενιτιάς δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, δεν είναι μονοκατοικία με πέντε υπνοδωμάτια, ακριβό αυτοκίνητο και μια καλοπληρωμένη δουλειά. Είναι μοναξιά, απομόνωση, είναι ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης σ’ έναν τόπο που όλοι και όλα σε κοιτάζουν και σ’ αντιμετωπίζουν εχθρικά και ναι θα το ομολογήσω ακόμη και ρατσιστικά. Χαϊδεύουν το κατοικίδιο του διπλανού τους μ’ αγάπη και σεβασμό, ενώ κοιτάζουν τα δικά σου παιδιά με μισό μάτι.

Ναι, είναι επιλογή, απόλυτα συνειδητή, δεν είναι όμως ο παράδεισος που πολλοί ονειρεύονται. Δεν είναι διαφυγή, είναι ένα μονοπάτι που για να το διαβείς χρειάζεσαι ένα γερό ζευγάρι παπούτσια, ένα δυνατό χέρι να σε κρατάει αποφασιστικά και έναν σκοπό, να σου κρατάει την καρδιά κάπου ζεστά.

-Μάνα σ’ άρεσε;

Γύρισα μηχανικά προς το μέρος του μεσαίου μου γιου, ενώ ο Γιώργος μου έκανε νόημα να σκουπίσω το πρόσωπο μου…

-Μάνα… κλαις;

-Όχι αγόρι μου, απλώς λερώθηκα με τα πατατάκια…Σηκώθηκα και έτρεξα στην κουζίνα σχεδόν ντροπιασμένη. Πριν προλάβω να σκουπίσω τα μάτια μου μια ζεστή αγκαλιά έγινε το καταφύγιο μου.

-Τώρα είμαστε καλά, δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέσαι.

Σήκωσα το βλέμμα και τον κοίταξα μ’ αγάπη μέσα στα μάτια.

Ναι, ήμασταν καλά. Η αλήθεια είναι πως πάντα είμαστε καλά και βαθιά μέσα στην καρδιά μου ξέρω πως πάντα θα είμαστε καλά. Ακόμη μπροστά μας έχουμε μεγάλη διαδρομή, δύσκολη, ανηφορική, μα είμαστε μια γερή, ενωμένη γροθιά και έτσι…, όλα καλά…, και ας έχουμε μια κρυμμένη πατρίδα βαθιά βαθιά μέσα στην καρδιά…

[Αφιερωμένο σε μια ψυχή δυνατή, σφυρηλατημένη από την ίδια τη ζωή, αποφασισμένη να νικήσει και όχι να νικηθεί.]

Μαρία Σταυρίδου


[Το ψηφιακό κολάζ με τίτλο «Gastarbeiter του 1960» που συνοδεύει το διήγημα, δημιούργησε ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος, 2024]


Μαρία Σταυρίδου

Η Μαρία Σταυρίδου γεννήθηκε, σπούδασε και εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ από πολύ μικρή ηλικία, ασχολήθηκε με την καταγραφή των σκέψεων της στο χαρτί. Εργάσθηκε με επιτυχία σαν στέλεχος επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων (μυθιστορήματα – ποιητικές συλλογές – παραμύθια για «μεγάλα» και μικρά παιδιά). Μάχιμη  αρθρογράφος και μέλος σε δεκάδες Λογοτεχνικές Ομάδες στο διαδίκτυο. Άρθρα και ποιήματα της έχουν αναρτηθεί σε διαδικτυακά Περιοδικά, Λογοτεχνικά ανθολόγια ποίησης και Ημερολόγια. Ασχολείται ακόμη με τον σχεδιασμό κοσμημάτων.

 To 2022 εκδίδει το πρώτο της μυθιστόρημα «Σάρκα και ψυχή» 668 σελ. (ISBN:978-618-00-3440-0) και συνεχίζει με τα:«Θολά είδωλα» και την πρώτη ποιητική της συλλογή «ΦΟΡΜΙΓΓΑ».

Η Μαρία γράφει με την οπτική και αθωότητα έφηβης, με την ικανότητα να πηγαινοέρχεται από την ουτοπία στον ρεαλισμό με μεγάλη ευκολία και δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να νιώσει συναισθήματα που τα έχει ξεχάσει.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:441