Διάπλους Ισημερινού προς Rio de Janeiro | του Μανώλη Λυκάκη Σ’ ένα από τα ταξίδια μου, Αυγούστου πρωινό, η θάλασσα τον ύπνο της γαλήνια κοιμόταν, έτσι καθώς διασχίζαμε τον ισημερινό, μήτ’ η προπέλα τα νερά που τάραζ’ ακουγόταν. Μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή, από το πουθενά, μια δυνατή μας ξάφνιασε λίγων λεπτών βροχή, η πλώρη μόνο μούσκευε, στην πρύμη ήτανΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο κάβος μου | του Μανώλη Λυκάκη Στης θάλασσας ορκίζομαι τη διάφανη γαλήνη, στις βάρδιες που σε σκέφτομαι μπροστά στην τιμονιέρα, στον γλάρο που μερόνυχτα ψηλά στην τσιμινιέρα, ακολουθεί τη ρότα μας, χωρίς να μας αφήνει. Ό,τι ακριβό στη ζήση μου έτυχε ν’ αγαπήσω, μια θάλασσα ’ναι απέραντη κι ένα καράβι πάντα κι εσένα που στα χέρια μου σας έχωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μπραζίλια | του Μανώλη Λυκάκη Πρόσω ξανά ολοταχώς τραβάμε για Μπραζίλια, των ταξιδιών την ποθητή χώρα των ναυτικών, μπροστά μας απομείνανε ακόμη λίγα μίλια, με κόντρα τους παράξενους καιρούς των τροπικών. Δεν τους ακούς που τραγουδούν με νοτισμένα λόγια, σκυμμένος είσαι συνεχώς σ’ ένα ανοιχτό χαρτί, στοιβάζεις τα φορτία σου, καφέ, καπνό και σόγια, και έχεις μες τους αριθμούς τωνΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τελευταίο γράμμα | του Μανώλη Λυκάκη Στο πόρτο με περίμενε πια το στερνό σου γράμμα, μου γράφεις πως είσαι καλά και πως με περιμένεις, μου μπήγεις μέσα μου βαθιά ενός σπαθιού τη λάμα, μα σ’ απαντώ ωσάν να ζεις και γράμμα μου προσμένεις: Πώς να ριχτώ στη θάλασσα, πως να γυρίσω πίσω, καταμεσής του πέλαγους με βρήκε ο χαμός σου,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Γίγαντας | του Μανώλη Λυκάκη Τρεις μάνες σε γεννήσανε κι εφτά σ’ είχαν βυζάξει, όλες σ’ απαρνηθήκανε χωρίς καθόλου οίκτο, κρυφά στην άγρια θάλασσα, μωρό σ’ είχαν πετάξει και δώσανε την κούνια σου σε κάποιο γέρο γύφτο. Εκεί σε βρήκε ναυαγό τούτο το παραμύθι και μέρεψε τα κύματα, μην άδικα χαθείς, σε μια γοργόνα θήλαζες ξανά γυναίκας στήθη, τιςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άλμπατρος και ναυτικοί | του Μανώλη Λυκάκη Σ’ ένα του ποίημα ο Μπωντλαίρ, ο Γάλλος ποιητής, για άλμπατρος γράφει, πουλιά, τ’ ωκεανού ρηγάδες, μετά από μέρες ταξιδιού, σαν κουραστούν, ευθύς καθίζουν στο κατάστρωμα των καραβιών σ’ ομάδες. Απλώνουν τα πελώρια στα πλάγια φτερά τους, οι μέχρι πριν ταξιδευτές, δειλοί και ντροπιασμένοι, χάνουν την περηφάνια τους σαν βγουν απ’ τα νεράΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι Μαρκονιστές | του Μανώλη Λυκάκη Ανάσα από τη βάρδια μου αν χρειαστεί να πάρω, πέρα στης Γέφυρας τραβώ το δεξιό φτερό, μ’ ένα αναμμένο πάντοτε στο στόμα μου τσιγάρο, τα κύματα που σβήνουνε στα πλευρικά μετρώ. Είναι φορές που τα κοιτώ και δεν μπορώ να φύγω, μίλια πολλά διατρέξανε σε ρυθμική πομπή, -παρακαλώ περίμενε να σου μιλήσω λίγο- όλοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γράμμα σε φίλο | του Μανώλη Λυκάκη Σου γράφω φίλε, μη θαρρείς, πως σ’ έχω πια ξεχάσει κι ότι τον νου μου πήρανε γυναίκες λιμανιών, όχι πως δεν τις σκέφτομαι και δεν τις αγαπώ, μα και φιλίες δεν ξεχνώ συμμαθητών παλιών. Όμως απ’ όλα πιο πολύ η θάλασσα με νοιάζει, έτσι που τώρα την κοιτώ από το φινιστρίνι, γυναίκα μοιάζειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ιστορίες της Ανατολής | του Μανώλη Λυκάκη Για ποιο ταξίδι να σου πω, για ποιου πελάγους βάθη, για ιστορίες του Σεβάχ, για το τρανό Μισίρι, τις νύχτες των παραμυθιών και μιας μικρής τα πάθη, της Σεχραζάτ της όμορφης, της κόρης του Βεζίρη. Μα πριν αρχίσω, άκουσε μιαν ιστορία άλλη, πολλές φορές η θάλασσα με κάνει και ξεχνώ όνειρα ανερμήνευτα πουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…