Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Ο φορατζής και τα παθήματά του | του Μενέλαου Γουβέτα



Πρωί πρωί έπαιρνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την πόλη ο φορατζής και γύρναγε τα χωριά της περιοχής του για να εισπράξει τον κοινοτικό φόρο απ’ τους χωρικούς, περίπου σαν την παλιά δεκάτη ήταν κι αυτός ο θεσμοθετημένος φόρος με όλες τις βαριές συνέπειες για τον οικογενειακό κορβανά. Βέβαια, ο άνθρωπος εφάρμοζε πιστά το νόμο και κοίταζε όσο περνούσε απ’ το χέρι του να μην αδικήσει κανέναν. Ήταν καλός εκτιμητής της κάθε σοδειάς. Για τους μεγάλους τζορμπατζήδες με τα πολλά μπερικέτια δεν έκανε πίσω ρούπι όταν του ζητούσαν κάποια ελάφρυνση του φόρου και του χρέους τους. Έπρεπε να πληρώσουν το φόρο κανονικά και στην ώρα του.

Σαν άνθρωπος ήταν καλοκάγαθος. Δεν είχε πολλές γραμματικές γνώσεις, ζήτημα αν είχε βγάλει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Ήταν καλός οικογενειάρχης και δεν ήξευρε από ταβέρνες και πολύβουες διασκεδάσεις. Απ’ το σπίτι στη δουλιά και απ’ τη δουλιά στο σπίτι. Ούτε συνήθιζε να κάνει πολλά χωρατά και για κείνα που του κάνανε οι άλλοι δεν ένιωθε δυσαρέσκεια, έτσι τουλάχιστο φαινόταν. Τα αντιμετώπιζε με μια παράξενη στωικότητα.

Μια Κυριακή αυγή και όπως ήταν αγουροξυπνημένος, παραγγέλνει στη γυναίκα του, την Ουρανία, «ετοίμασέ μου γρήγορα το πρωινό και δώσ’ μου τον τουρβά και το δίκαννο, θα πάω στα χωριά να κάνω εισπράξεις, άντε βιάσου, γιατί θα χάσω το πρώτο λεωφορείο». Και κείνη του απαντάει:

– Μα, χριστιανέ μου, κυριακάτικα θα κάνεις εισπράξεις; Κάτσε να ξεκουραστείς και λίγο, ιερή μέρα του θεού είναι σήμερα.

– Και εισπράξεις θα κάνω και λαγό θα σου φέρω, της απάντησε με αυστηρό κάπως ύφος.

Αφού πήρε όλα τα χρειαζούμενα ξεκίνησε για το ΚΤΕΛ. Πήρε το λεωφορείο και σε μια ώρα περίπου έφτασε στον Κυπρίνο, ένα κεφαλοχώρι με έδρα κοινότητας τότε. Σήμερα είναι δήμος. Έκανε μερικές εισπράξεις που εκκρεμούσαν. Στο δρόμο συνάντησε το φίλο του τον Θανάση τον αγροφύλακα. Τον ρώτησε ποιο μονοπάτι να πάρει για να πάει στην τσιούκα του Σαράντη, ένα λόφο με πυκνή βλάστηση, για να βαρέσει κάνα λαγό. Και κείνος τον ορμήνεψε:

– Ρε Σταμάτη, καταμεσήμερο οι λαγοί κοιμούνται στα γιατάκια τους, πού θα βρεις λαγό να βαρέσεις;

– Αλήθεια λες, Θανάση; (τον διέκρινε και μια μικρή αφέλεια).

– Αμ’ τι, ψέματα; Άκουσε τι θα σου πω. Ο Μαργαρίτης, ο γείτονας του Αποστόλη του γραμματικού έχει βαρέσει το πρωί ένα λαγό και νομίζω τον κρατάει ακόμα κρεμασμένο στο κελάρι. Δεν πας να τον παρακαλέσεις να σου τον πουλήσει; Δώσ’ του και κάτι παραπάνω για να στέρξει. Τι να κάνεις για; Αλλιώς, πώς θα χαρεί και η Αντωνία σου;

Πράγματι αυτό έκανε. Πήγε στο σπίτι του Μαργαρίτη, συμφώνησε στην τιμή, πήρε το λαγό, τον έβαλε μες στον τουρβά και ξεκίνησε για τη στάση του λεωφορείου. Στο δρόμο θυμήθηκε ότι έπρεπε να τον πασπαλίσει και με ρίγανη για να μη βρωμίσει. Γύρισε πίσω, πήγε στο μπακάλικο, πήρε τη ρίγανη και την έχωσε μπόλικη μπόλικη στην ανοιγμένη και καθαρισμένη κοιλιά του λαγού.

Η ώρα θα ήταν γύρω στη μία το μεσημέρι όταν έφτασε στο πρώτο χωριό με το λεωφορείο της επιστροφής. Σκέφτηκε να κατεβεί, να δει μερικούς φίλους του και να πιει κάνα καφέ στο καφενείο του Μαμαλίγκα.

Σ’ ένα τραπέζι κάθονταν μια μεγάλη παρέα. Ήταν ο αγροτικός γιατρός της περιοχής, άνθρωπος καλαμπουρτζής και πειραχτήρι, ο πάρεδρος του μικρού αυτού χωριού, ο δάσκαλος του (μονοθέσιου) σχολείου, ο πρόεδρος της σχολικής εφορείας με το γραμματέα της και δύο άλλοι χωρικοί.

Καφενείο στον Πεντάλοφο του Έβρου, 1950

Μόλις μπήκε στο καφενείο ο Σταμάτης ο φορατζής, χαιρέτισε ευγενικά όλους τους θαμώνες και πήγε να καθίσει σ’ ένα αδειανό τραπέζι που ήταν στη γωνιά, περιμένοντας τους φίλους του που τους είχε ειδοποιήσει μ’ ένα παιδί.

– Ε, Κεστενίδη, έλα κατά δω να καθίσεις, τον φώναξε ο γιατρός, που δεν ήθελε να τον βλέπει μονάχο του.

– Ευχαριστώ, γιατρέ, αλλά θα καθίσω λίγο μόνος μου, θα δω τους φίλους μου και μετά θα φύγω αμέσως γιατί θα ανησυχεί η γυναίκα μου.

Στο μεταξύ είχε πάει πρωτύτερα στον μπουφέ να κρεμάσει πίσω απ’ την πόρτα τον τουρβά και το δίκαννο. Ο γιατρός κάτι ψυλλιάστηκε στον τουρβά, γιατί εξείχαν λίγο τ’ αυτιά του λαγού, αλλά δεν ήταν και σίγουρος περί τίνος πρόκειται. Και σιγοψιθυρίζοντας στο δάσκαλο, που καθόταν δίπλα του, είπε:

– Πρόσεξες δάσκαλε; Σαν να είδα στον τουρβά αυτιά λαγού, πάει να μας τη σκαπουλάρει ο μπαγάσας ο φορατζής. Αμ δε θα τη γλιτώσει… Να δεις τι χουνέρι θα πάθει.

Σε λίγο σηκώνεται απ’ το τραπέζι ο γιατρός για να πάει τάχα για κατούρημα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο καφενείο ο Αποστόλης, γραμματικός της κοινότητας παλιός ΕΠΟΝίτης, εξαίρετος άνθρωπος και πολύ αγαπητός στους κατοίκους του χωριού ο οποίος έφτασε για κάτι υπηρεσιακές δουλιές και είχε μάθει τα σχετικά με το λαγό από τον αγροφύλακα και τα είπε στην παρέα αυτά τα… παράξενα που είχαν προηγηθεί στο κεφαλοχώρι. Ο γιατρός πηγαίνει στον μπουφετζή και του λέει το και το. Του παραγγέλνει δε να πάρει το λαγό πίσω απ’ την πόρτα, να τον καθαρίσει και να τον ψήσει καλά στα κάρβουνα. Μετά να τον σερβίρει στην παρέα, αλλά τεμαχισμένο. Πράγματι έγινε όπως τα είχε σχεδιάσει ο γιατρός. Και η πιατέλα με τους αχνιστούς μεζέδες τοποθετήθηκε σε λίγο απ’ τον Μαμαλίγκα πάνω στο τραπέζι της παρέας και δώσ’ του να τσουγκρίζονται τα ποτήρια με το σουφλιώτικο μπρούσικο κρασί, που είχε φέρει πριν λίγες μέρες απ’ την πατρίδα του ο δάσκαλος.

Ο Σταμάτης δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό. Φαινόταν όμως κάπως παραπονεμένος μόνος του εκεί στο γωνιακό τραπέζι οι φίλοι του στο μεταξύ είχαν φύγει για το μεσημεριανό φαγητό. Ο γιατρός, ο πλακαδόρος, έκανε τόπο στην οργή για την «απρέπεια» και την άρνηση του φορατζή να καθίσει απ’ την αρχή στην παρέα, τον κάλεσε στο τραπέζι και του είπε:

– Ε, Κεστενίδη, έλα κι εσύ να καθίσεις στο τραπέζι, κάτι μας έφερε ο Μαμαλίγκας να φάμε.

Στην αρχή έδειξε κάποια απροθυμία, αλλά όταν αντιλήφθηκε την πιατέλα με τους ροδοκόκκινους μεζέδες, αμέσως λιγουρεύτηκε και κάθισε δίπλα στο γιατρό. Εκείνος του χτύπησε χαμογελώντας την πλάτη και του είπε:

– Είδες, Σταμάτη, τι καλή παρέα έχουμε και τι φανταστικούς νόστιμους μεζέδες; Μας τους πρόσφερε ένας καλός χριστιανός. Ο Σταμάτης φάνηκε κάπως να συλλογιέται, μένοντας αποσβολωμένος.

– Η παρέα είναι καλή, αλλά οι μεζέδες είναι γατίσιες, πέταξε το «καρφί» απ’ τον μπουφέ ο Μαμαλίγκας.

Χα χα χα! βρόντηξε από γέλια όλο το καφενείο. Πάνω στην παραζάλη του ο Σταμάτης, ο καλοκάγαθος, κατάλαβε σε λίγο του γιατρού τη «ματσαράγκα» και είπε για το «θήραμά» του:

– Χαλάλι του! Τέτοια λαγίσια νοστιμιά ούτε η Αντωνία μου την πετυχαίνει…

Μενέλαος Γουβέτας


Μενέλαος Γουβέτας

Ο Μενέλαος Γουβέτας γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρα του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλειά.

Πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί – περίμενε 6 χρόνια περίπου – δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι, επίσης, πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.

Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Άρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Έβρος». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Έβρου.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:146