Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Το «Σχολειό» του Στέργιου του «Φονιά» | του Τριαντάφυλλου Γεροζήση



Συχνά έκανε παρέα με το γέρο Θύμιο, ένα θεόχτιστο γέρο, που στα νιάτα του, όπως έλεγαν οι γριές, τον φοβούνταν, όχι μόνο το δικό τους χωριό μα και τα γύρω χωριά. Δεν τον έφτανε κανένας σε τίποτα, στο σκάψιμο, στο κούρεμα των αρνιών, στο τρέξιμο, στο πιοτί, σε όλα. Και ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να είναι και γυναικάς. Οι έρωτές του είχαν αφήσει εποχή στην περιοχή.

Κάποτε είχε κλεφτεί με μια γυφτοπούλα, πεντάμορφη κοπέλα κι έγινε εδώ σύναξη από σαράντα γύφτικες φάρες. Με την κοπέλα, τη Μαριώ, θεός σχωρέστην τώρα, είχε πιάσει τις λυκοφωλιές στο Καρά-Δημερλέρ κι άντε να τον βρεις.

Και μια Κυριακή απόγευμα τον βλέπουν να ’ρχεται με τη Μαριώ από το ’να χέρι και τον γκρα στο άλλο και να σταματά μπρος στο τσαντίρι του πατέρα της. Καθώς τα τσαντίρια ήταν στημένα στην κάτω μεριά του χωριού, και ήταν Κυριακή και αρκετός κόσμος στο παζάρι, όσο να φτάσουν εκεί, πίσω τους είχε μαζευτεί το μισό χωριό, περίεργο να δει τι θα γίνει. Κανένας δεν τόλμησε να του μιλήσει.

Λένε πως τότε έστεκε ακόμα το τζαμί και μόνο ο παππά-Ηλίας και ο Χότζας ο Μεμίς, έτρεξαν να προλάβουν, φοβούμενοι μη γίνει κανένα μεγάλο κακό και κάτι του είπαν που κανένας δεν άκουσε και δεν έμαθε ποτέ τι ήταν. Στάθηκαν μπρος στο τσαντίρι του πατέρα της κοπέλας και του φώναξε να βγει.

– Ε, ωρέ γέρο, έβγα να κουβεντιάσουμε.

– Με τον κλέφτη της τιμής μου δεν κουβεντιάζω.

– Να μωρέ, δος μου την ευκή σου και την κόρη σου.

– Την πήρες μόνος σου. Ούτε την κόρη μου δίνω, ούτε την ευκή μου.

Τότε ο θύμιος λέει της Μαριώς:

– Τράβα στον πατέρα σου κι άμα αλλάξει γνώμη, θα σε περιμένω.

– Όχι δεν πάω. Θα μείνω με σένα.

Τέτοιο σφάλιαρο της τράβηξε ο Θύμιος που πήγε η κοπέλα τρία μέτρα πέρα.

– Πρώτα τον πατέρα σου κι ύστερα εμένα.

Μαζί με την αστραπή που ’κανε η χερούκλα του στο πρόσωπο της κοπέλας, άστραψαν και τα μάτια του γερόγυφτου.

– Πάρτο μωρέ το κορίτσι, στο δίνω, είσαι άντρας, μόνο αυτή έχω, από τώρα θα ’χω και γιο, εσένα. Το δικό μας όμως έθιμο είναι να την αγοράσεις. Θα μου δώσεις μια φοραδίτσα, σαν κι αυτήν που παίρνεις, θα πας στο παζάρι της Λάρισας να την αγοράσεις, την καλύτερη. Με ένα μαχαιράκι ο γύφτος χάραξε λίγο την παλάμη του και του Θύμιου και ένωσαν τα αίματά τους.

Μα ή όμορφη Μαριώ ήταν άτυχη. Ένα χρόνο μετά πέθανε πάνω στη γέννα και το παιδί μαζί. Ο γέρο Θύμιος δεν είχε μεγάλη περιουσία. Ποτέ του δεν αγάπησε το χρήμα. Ζούσε με μια μικρή σύνταξη που του ’δινε το κράτος, σύνταξη υπολοχαγού.

Είχαν να λένε ότι στον πόλεμο το ’97, μαζί με έναν άλλο παλαβό σαν κι αυτόν αξιωματικό από τα ίδια μέρη, είχαν τινάξει τη γέφυρα στο «Νταϊλιάνη», στον Πηνειό και καθυστέρησαν τους Τούρκους γλιτώνοντας πολλούς αξιωματικούς και στρατιώτες από την αιχμαλωσία.

Ύστερα, στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και πιο πριν έκανε αμέτρητες φορές τον κατάσκοπο ανάμεσα στα τούρκικα στρατεύματα και το πέρασμα των συνόρων, που ήταν κοντά στο χωριό τους, ήταν γι’ αυτόν καθημερινή δουλιά.

Τώρα ήταν έρημος, μόνος, θεόρατος, πραγματικό γέρικο πλατάνι. Πόσο ήταν; Ογδόντα, ίσως περασμένα, ίσως ενενήντα. Ο παπάς με τον οποίο δεν τα πήγαινε καλά, έλεγε γι’ αυτόν, «τον τρισκατάρατο, ο Θεός τον έχει ξεχάσει εδώ».

Ο παπάς τον έλεγε «τρισκατάρατο» γιατί μια φορά που πήγε να κανονίσει για ένα γάμο μιας μακρινής ανιψιάς του και του ζήτησε λεφτά που στον γέρο Θύμιο φάνηκαν πολλά, τον έπιασε από το λαιμό και παρά λίγο να τον πνίξει φωνάζοντας, «θα σε πνίξω παπά αντίχριστε που ’κανες την εκκλησιά μαγαζί».

Στην εκκλησία δεν πήγαινε ποτέ. Συχνά όμως τον έβλεπαν να ανηφορίζει τα πρωινά προς το ξωκλήσι, την Παναγία, στο Τσικελέκι.

Έμενε μόνος του, δεν είχε πια κανένα στενό συγγενή. Μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα, γειτόνισσά του, πήγαινε κάθε τόσο και συγύριζε το σπίτι και έπλενε τα ρούχα του. Η ζωή του θα μπορούσε να γίνει ένα περίφημο μυθιστόρημα.

Λίγα χρόνια μετά το θάνατο της Μαριώς ξαναπαντρεύτηκε με μια χήρα ενός γυρολόγου που ’χε ξεμείνει στο χωριό τους με τους πολέμους του δώδεκα – δεκατρία. Έκαναν τρία παιδιά.

Δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Το πρώτο αγόρι το σκότωσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Είχε βγει αντάρτης, ΕΛΑΣίτης, τον έπιασαν μαζί με άλλους κάπου στον Όλυμπο και τους σκότωσαν εκεί που τους έπιασαν. Το κορίτσι του πέθανε στο τέλος της κατοχής από καλπάζουσα φυματίωση και το τρίτο του παιδί, το στερνοπαίδι, σκοτώθηκε φαντάρος στον Εμφύλιο, στην αρχή, στην Πελοπόννησο.

Η «γριά» του πέθανε από τον καημό της, μετά το θάνατο και του τρίτου παιδιού της.

Κάτι θεόρατα πυκνά φρύδια σκέπαζαν την πίκρα των ματιών του και οι ρυτίδες του χρόνου είχαν κάνει το πρόσωπο του σαν μια σκληρή πέτρα γλυμένη από τα νερά χρόνων και χρόνων.

Ένα σούρουπο, καθώς γύριζε από ένα διπλανό χωριό που είχε πάει με έναν καπνέμπορο, ο Στέργιος αντάμωσε στο έμπα του χωριού με το γέρο Θύμιο, ζαλικωμένο με προσανάμματα.

– Τι έγινε Στέργιο, κλείσατε πολλά σήμερα.

– Κάτι λίγα «σημάδια» πήραμε, δε νομίζω πως θα τα δώσουν τώρα. Είναι πολύ χαμηλές οι τιμές.

– Εσύ τι λες, θα τις ανεβάσουν τις τιμές οι έμποροι;

– Αν δε συμπληρώσουν τις ποσότητες που θέλουν, ίσως ανεβάσουν λίγο τις τιμές.

– Έρχεσαι από το σπίτι να πιούμε κανένα τσιπουράκι; Θα ανάψω το τζάκι, θα ψήσουμε και κανένα λουκάνικο.

– Έρχομαι μπάρμπα Θύμιο, αλλά δώσε σε μένα τη ζαλίκα που είσαι φορτωμένος.

Στο σπίτι ο γέρος καταπιάστηκε ν’ ανάψει τη φωτιά, που πήρε μπρος αμέσως με τα ξερά ξύλα από κέδρο που έβαλε. Έβαλε τη μασιά πάνω στη φωτιά και πάνω της λουκάνικα κομμένα στη μέση.

– Άιντε κι όσο να γίνει ο μεζές τραβάμε κι από κανένα.

Καθώς άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα από το τζάκι, μια γλυκιά διάθεση τους τύλιγε και τους δυο. Ήταν εκείνη η ατμόσφαιρα, το μισοσκόταδο ή το ημίφως που ανοίγει την καρδιά σε εκμυστηρεύσεις, σε γλυκιές ιστορίες παλιές.

Οι ανταύγειες από τη φωτιά στο τζάκι, χτυπώντας σε ευθεία, άφηναν σκοτεινές γωνιές δίνοντας μόνο μια μικρή λάμψη στα πρόσωπα των δυο αντρών. Καθισμένοι στο μισοσκόταδο, ένιωθαν πως το αίμα τους είναι το ίδιο, κάτι τους ένωνε.

– Λοιπόν Στέργιο, πες κάτι από τη φυλακή.

– Τι να σου πρωτοϊστορήσω μπάρμπα Θύμιο. Για τις φυλακές που πήγα, για κρατούμενους που γνώρισα, ποινικούς και πολιτικούς; Να σου αραδιάζω ονόματα για μέρες ολόκληρες. Για τον «Αράπη», το απομονωτήριο στις φυλακές Τρικάλων όπου «μαρτύρησαν» και άφησαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές της Αντίστασης. Έχω ακούσει απίστευτες, μα αληθινές ιστορίες, θα σου πω για τη φιλία μου με έναν πολιτικό κρατούμενο, κατάδικο, τον Ανέστη.

Αν φωτιζόταν καλά το δωμάτιο, θα ‘βλεπε το γέρο να γελάει κάτω από τα τραχιά μουστάκια του.

– Λοιπόν παππού, έτσι έγινε. Όταν καταδικάστηκα με πήγαν στην Κέρκυρα στη φυλακή, εκεί στη Βίδο. Ήμασταν όλοι ποινικοί. Άλλος βιαστής, άλλος λωποδύτης, άλλος με χασίσια, πορτοφολάδες, μπουκαδόροι, τέτοια φρούτα, οι περισσότεροι μικρές ηλικίες. Ήταν και μερικοί φουκαράδες που έλεγαν ότι τους είχαν καταδικάσει άδικα, για χρέη, για καυγάδες, για οικογενειακά. Τους συμπαθούσα αυτούς, τους καταλάβαινα, γιατί κι εγώ ήμουν «φονιάς» χωρίς να είμαι φονιάς.

Φονιάς «ήμουν» μόνο εγώ ανάμεσά τους. Θες τώρα γιατί ήμουν φονιάς και με φοβούνταν. Θες γιατί δεν άνοιξα καθόλου το στόμα μου, δε με πλησίαζαν, δε με ενοχλούσαν. Οι ποινικοί τους φονιάδες τους σέβονται.

Κάποιοι από αυτούς από την πρώτη κιόλας μέρα που πήγαμε, το ’ριξαν στις φούμες, στα χασίσια και στην εκπαίδευση, μην τυχόν και ξεχάσουν την τέχνη τους.

Έβλεπες οι πορτοφολάδες όλη μέρα άλλη δουλιά δεν έκαναν παρά να κλέβουν ο ένας τον άλλον για κέφι. Άλλοι κατέστρωναν σχέδια για την επόμενη «δουλιά» μόλις θα ’βγαιναν έξω. Άσε που όταν ζορίζονταν κατάπιναν το μισό κουτάλι για να πάνε στο νοσοκομείο, όπου υποχρεωτικά τους έκαναν εγχείρηση στο στομάχι ή χάραζαν με ξυραφάκια τα μπράτσα τους. Αυτά εμένα δε με συγκινούσαν, δε με ενδιέφεραν, αλλά από την άλλη εκεί άρχισα να βλέπω, από «μέσα» αν θέλεις, την κοινωνική αδικία.

Μια μέρα πήγα για αγγαρεία στο θάλαμο των «πολιτικών» όπως τους λέγαμε. Εκεί ήταν άλλη ατμόσφαιρα. Δυο σε μια γωνιά ζωγράφιζαν, άλλοι διάβαζαν, άλλοι έγραφαν, μερικοί έπαιζαν σκάκι, άλλοι σε μια γωνιά συζητούσαν χαμηλά και ήρεμα, έκαναν κάποιο μάθημα, μέσα στο θάλαμό τους υπήρχε τάξη, καθαριότητα, πειθαρχία.

Ύστερα από κείνη τη μέρα έψαχνα αφορμή για να πηγαίνω σ’ αυτούς, έστω και για λίγο, εκεί στο θάλαμό τους ο αέρας δεν έμοιαζε με αέρα φυλακής, μα έμοιαζε η φυλακή τους να ’ναι φυλακισμένη σ’ αυτόν τον αέρα. Κι όλοι τους ήταν χαμογελαστοί κι ας είχαν στην πλάτη τους βαριές ποινές.

Μερικές φορές τους πέτυχα να συζητούν όλοι μαζί σοβαρά και ήρεμα. Άλλες φορές έντονα και ζωηρά. Τότε στις αρχές δεν ήξερα τι συνέβαινε. Εκείνος ο θάλαμος μου θύμιζε τον αδερφό μου.

Μια μέρα αποφάσισα να ζητήσω από κάποιον από αυτούς ένα βιβλίο, τον έβλεπα συχνά να διαβάζει. Τα περισσότερα βιβλία απαγορεύονταν, αλλά αυτοί είχαν τρόπους να τα φέρνουν μέσα στη φυλακή.

Μερικοί είχαν κάτι μάτια, ένα βλέμμα που σε κάρφωνε. Σε κοιτούσαν ίσια κατάματα και ή έπρεπε να κατεβάσεις τα δικά σου μάτια ή να τους ανοίξεις την καρδιά σου. Οι περισσότεροί τους είχαν κάνει χρόνια θανατοποινίτες και ήταν φορτωμένοι με διάφορες αρρώστιες από τα βασανιστήρια, τις απεργίες πείνας, τη βίαιη σίτιση, τις κακουχίες της φυλακής.

– Ώστε θέλεις βιβλίο για διάβασμα;

– Ναι.

– Τι βιβλίο θέλεις;

– Ο,τι να ‘ναι.

– Γιατί ό,τι να ‘ναι, δε σ’ ενδιαφέρει κάτι συγκεκριμένο;

– Όχι, γιατί δεν ξέρω να διαβάζω.

– Δεν ξέρεις;

– Όχι, δεν ξέρω.

– Τότε τι το θέλεις;

– Να, έχω κάτι χρονάκια μπροστά μου, κάτι θα προλάβω να μάθω.

– Πώς σε λένε, από πού είσαι;

– Θεσσαλός είμαι, από το…, εκεί έχω αφήσει τη μάνα, χήρα, ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν μικρός και έναν άλλο αδελφό που είχα, σκοτώθηκε το σαρανταενιά στο Όλυμπο. Ήταν αντάρτης και τον έπιασαν τότε στα τελευταία και κει που τον έπιασαν τον σκότωσαν.

– Για λέγε.

Που λες παππού, κείνη την ώρα είδα για πρώτη φορά να περνάει σπίθα μέσα από το μάτι ανθρώπου. Σπίθιζαν τα μάτια του. Εκεί πάνω άνοιξε η τύχη μου. Λίγες μέρες μετά έφεραν μια καραβιά καινούριους ποινικούς. Ήταν τότε με τους σεισμούς και μερικές φυλακές άδειασαν όσο να τις επισκευάσουν. Εμένα με μερικούς άλλους με πήρε η μπάλα και μεταφέρθηκα σε θάλαμο πολιτικών κρατουμένων και έτσι ήμουν όλη μέρα μαζί τους χωρίς να με ενοχλεί κανένας. Ξέρεις, μ’ αυτά τα πάρε – δώσε που είχα στην αρχή μαζί με τους πολιτικούς, με είχε βάλει στο μάτι ένας φύλακας, δεν ξέρω το όνομά του, μα οι πολιτικοί τον αποκαλούσαν «Ιαβέρη». Αυτός μου είπε να μην έχω πολλά πάρε – δώσε μαζί τους, «γιατί θα γίνεις και συ σαν αυτούς, θα καταστρέψεις τη ζωή σου». Έτσι ήμουνα κάθε μέρα μαζί τους και ιδιαίτερα μ’ αυτόν που σου ’λεγα πρωτύτερα. Να μη στα πολυλογώ, αυτός μ’ έμαθε στην αρχή να διαβάζω και να γράφω. Αυτός μ’ έμαθε πολλά. Ύστερα με πήραν στα χέρια τους και άλλοι. Ήταν εκεί εργάτες, αγρότες, καθηγητές, δάσκαλοι, ζωγράφοι, στρατιωτικοί, άνθρωποι διαβασμένοι, μορφωμένοι, ό,τι επάγγελμα ήθελες. Ε, από όλους πήρα κάτι, ή μάλλον όλοι τους μ’ έμαθαν κάτι. Διάβασα Ιστορία, μ’ έμαθαν λογιστικά, διάβασα Οικονομία και άλλα που ούτε τα φανταζόμουν ότι υπήρχαν. Κι όταν λέω διάβασα, δε διάβασα απλά, αλλά με καθοδήγηση, μου εξηγούσαν τι είναι το ’να τι είναι το άλλο μου έκαναν μαθήματα. Με τον Ανέστη μάς ένωσε στενή φιλία. Τραβιόταν στις φυλακές χρόνια. Η διχτατορία του Μεταξά τον παρέδωσε στους Γερμανούς, αλλά κατάφερε να γλιτώσει. Με την απελευθέρωση έκανε για λίγο την παλιά του δουλιά, αρτεργάτης ήταν. Μ’ όλο που τα χρόνια της φυλακής και οι κακουχίες είχαν μαλακώσει τα νεφρά του. Ύστερα ξανά, πάλι στη φυλακή. Μα τουλάχιστο ήταν τυχερός στο κυριότερο. Δεν πέθανε. Η ποινή του από θάνατος, αφού έκανε τρία χρόνια μελλοθάνατος, μετατράπηκε σε ισόβια, αργότερα σε είκοσι. Όταν σου μιλούσε και σε κοιτούσε αυτός ο άνθρωπος, ένιωθες όλο τον κόσμο δικό σου. Μέσα στην καρδιά του είχε βαμπάκι και ατσάλι. Ε, λοιπόν, αυτός μ’ έκανε άνθρωπο. Αν τον άκουγες μωρέ μπάρμπα Θύμιο να τραγουδάει θα νόμιζες πως κατεβαίνει ο καθαρός νυχτιάτικος ουρανός με τ’ αστέρια στο παραθύρι σου. Αργότερα με πήραν σε άλλες φυλακές, αλλά σε όλες είχε πολιτικούς κρατούμενους, κομμουνιστές, και έτσι συνέχισα τις «σπουδές μου», στο δικό τους «Σχολειό».

Τριαντάφυλλος Αθ. Γεροζήσης


Τριαντάφυλλος Αθ. Γεροζήσης

Ο Τριαντάφυλλος Γεροζήσης γεννήθηκε το 1934 στη Λάρισα. Νεαρός ΕΠΟΝίτης, το 1949 κατατάχτηκε στο ΔΣΕ. Τελείωσε τη Νυχτερινή Εμπορική Λάρισας το 1964. Εχει πτυχίο του Οικονομικού Τμήματος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας (ΑΣΟΕΕ), πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δίπλωμα Προκεχωρημένων Σπουδών (DEA) του Πανεπιστημίου ΙΙ της Σορβόννης – Παρισιού, Διδακτορικό Δίπλωμα (Doctorat d’ Etat) του ίδιου Πανεπιστημίου.

Ήταν δικηγόρος Αθηνών και στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής ως επιστημονικός συνεργάτης. Στην περίοδο 1993-1999 δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες.

Έχει εκδόσει τα έργα: «Ο τελευταίος», «Τέλος και Αρχή» (θεατρικό), «Αγκόλα, το κλειδί της Αφρικής», «Η Βουλή των Ελλήνων για το Κυπριακό», με τους Παντελή Αντ. και Κουτσουμπίνα Στ. «Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας», «Το Σώμα των Αξιωματικών και η θέση του στη σύγχεονη ελληνική κοινωνία, 1881-1975», «Δωδεκάνησα, 1947-1997», «Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ», «Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα», «Έφοδος στον ουρανό – οι δυο επιχειρήσεις του ΔΣΕ», «Βίτσι», « Επίλεκτο απόσπασμα 1ης Μεραρχιας ΔΣΕ Φλωράκη – Μπελογιάννη – Παπαγεωργίου» κλπ.

Έφυγε από τη ζωή στις 15 Απριλίου 2018.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:296