Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Στο χωριό… | της Εύης Κοντόρα (Πρώτο μέρος)



Δεν μ’ αρέσει η εξοχή. Ούτε η φύση ούτε τα προβατάκια. Σιχαίνομαι να με ξυπνάνε αξημέρωτα τα κοκόρια και δεν κάνω κέφι να πατάω χώμα. Είμαι παιδί της πόλης, πώς να σας το πω;…

Το γάλα που πίνω βγαίνει από κουτιά. Τα λαχανικά που τρώω φυτρώνουν σε πλαστικά σακουλάκια. Για να συμπαθήσω ζώο πρέπει να ’χει πρώτα μεταλλαχτεί. Και πώς να ξεχάσω την περασμένη Πρωτοχρονιά;… Προχωρημένη Παραμονή, ξεσπιτωθήκαμε για να φτάσουμε –υποτίθεται– σ’ ένα κατσικοχώρι που δεν ήταν σημειωμένο καλά-καλά ούτε στο χάρτη. Αλλά δε φτάσαμε ποτέ.

Φαεινή ιδέα του μπαμπά ήταν. Όχι επειδή είναι φυσιολάτρης… είχε τους λόγους του που ήθελε να φύγουμε. Φύγαμε και καταλήξαμε να βολοδέρνουμε στην ερημιά. Χαμένοι στη μέση του πουθενά, γιατί ο προσανατολισμός του πατέρα μου είναι για τα πανηγύρια.

Είμαστε «δημοκρατική» οικογένεια εμείς. Προτού μπούμε στην περιπέτεια, είχαμε… ψηφίσει (τρομάρα μας!)… Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένας υποστήριξε θερμά εκείνη την εκδρομή. Η μαμά στραβομουτσούνιασε. Τα Χριστούγεννα είχαμε κόσμο στο σπίτι, κι είχε ξεπατωθεί να καθαρίζει, να μαγειρεύει και να πλένει πιάτα. Την Πρωτοχρονιά ήθελε να την περάσει πιο ξεκούραστα και δεν σκόπευε να ξεσπιτωθεί. Ούτε η Στέλλα έκανε χαρές μ’ αυτή την προοπτική κι έριξε το «όχι» της δαγκωτό. Εκεί ήταν που πήρα τη λάθος απόφαση, γιατί στην πραγματικότητα δεν είχα καμιά όρεξη να με σέρνουν, χειμωνιάτικα, στις εξοχές. Στέλλα είναι η μικρή μου αδερφή, αλλά για να καταλάβετε πώς την πάτησα πρέπει να σας εξηγήσω. Η Στέλλα, χωρίς υπερβολές, είναι ένα φρικιό περιωπής. Ποιο κανονικό παιδί Τετάρτης δημοτικού στενοχωριέται άμα χάσει μία μέρα σχολείο, προτιμάει να διαβάζει αντί να παίζει και βλέπει ειδήσεις στην τηλεόραση;!… Ατυχία να έχεις γι’ αδέρφι σου ένα τέτοιο παιδί γιατί εσύ φαίνεσαι τελείως βλάκας. Δεν είναι απλά η καλύτερη μαθήτρια του σχολείου. Οι δάσκαλοι λένε πως είναι «παιδί-θαύμα» και τη διαφημίζουν σ’ όλο τον κόσμο. Σαν τα γύφτικα σκεπάρνια καμαρώνουν στην οικογένεια που έβγαλε το σόι μας ένα τέτοιο κελεπούρι. Όμως το κελεπούρι δεν τα πάει καθόλου καλά με το ξεβόλεμα και δεν υπήρχε περίπτωση να πει ναι…

Εγώ ήθελα απλώς να της τη σπάσω, κι έκανα τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μου. Είχα κανονίσει διάφορα για κείνες τις μέρες, μαζί κι ένα φιλικό ματσάκι με τους κολλητούς. Σα γνήσιος ποδοσφαιρόφιλος δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι, αν φεύγαμε, θα το ’χανα. Αλλά μπροστά στην ευκαιρία να τσαντίσω την εκνευριστική αδερφή, πήρα κάτι ανάποδες και συμφώνησα με το μπαμπά.

Είχαμε ισοψηφία κι έτσι κάποιος έπρεπε να υποχωρήσει, αλλάζοντας την ψήφο του. Τελικά υποχώρησε η μαμά. Αποχαιρέτησε τις ελπίδες για ξεκούραστη πρωτοχρονιά κι άρχισε να στοιβάζει παλτά, σκούφους και γάντια μέσα σε βαλίτσες και σάκους εκδρομικούς. Τα φορτώσαμε στο σαραβαλάκι μας κι όπου φύγει-φύγει… Έξι ώρες αργότερα, ακόμα στο δρόμο ήμασταν!

Το σκοτάδι πέφτει γρήγορα τέτοια εποχή… Για κακή μας τύχη, μαζί με το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και χιονόνερο, που δεν άργησε να γίνει κανονικές νιφάδες, πυκνές και χοντρές. Ο μπαμπάς σταμάτησε το αυτοκίνητο, σήκωσε την κουκούλα του, φόρεσε τα γάντια του και βγήκε για να πάρει τις αλυσίδες του χιονιού απ’ το πορτ-μπαγκάζ και να τις περάσει στις ρόδες.

Είχαμε μετανιώσει όλοι. Η μαμά γιατί δεν πάτησε πόδι να πει «τι ψηφοφορίες και βλακείες… εγώ θα κάτσω εδώ κι εσείς κάντε ό, τι θέλετε!»… Η Στέλλα γιατί δεν απαίτησε να τη στείλουν να κάνει Πρωτοχρονιά παρέα με τις ξαδέρφες μας (ό, τι ζητούσε απ’ τους γονείς ήταν νόμος)… Εγώ γιατί δεν είχα ψηφίσει αυτό που μου έλεγε η καρδιά μου και παρασύρθηκα από μια ανόητη παρόρμηση… Ο μπαμπάς το μετάνιωσε πιο πολύ απ’ όλους, όταν ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει τις αντιολισθητικές αλυσίδες στην αποθήκη του σπιτιού μας!…

Το σκηνικό συμπληρώθηκε όταν έπεσε κι η ομίχλη… Μα τέτοια ομίχλη που την έκοβες με το μαχαίρι… Ούτε μπρος μπορούσαμε να κάνουμε πια, ούτε πίσω. Για σήμα στα κινητά ούτε λόγος. Και, φυσικά, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Κανένας κανονικός άνθρωπος δεν θα ’παιρνε τους δρόμους λίγες ώρες πριν μπει ο καινούργιος χρόνος για να σώσει ηλίθιους Αθηναίους που κατάφεραν να χαθούν.

Να μην τα πολυλογώ… Μας περιμάζεψε κάποιος τσοπάνης που βρέθηκε εκεί κοντά. Περάσαμε τη νύχτα στο χειμαδιό του, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Φάγαμε γιδοτύρι και γιαούρτι πρόβειο, κι όταν ήρθε η ώρα, ευχηθήκαμε στον οικοδεσπότη μας «ν’ αυγατίσει τα ζώα του», ενώ εκείνος μας αντευχήθηκε «καλά καζάντια»…

Μετά την απίστευτη πρωτοχρονιάτικη ταλαιπωρία, η απέχθειά μου για τη «φύση» και την «εξοχή» πολλαπλασιάστηκε. Είχα χάσει το ματς, έφαγα στη μάπα τη «Φρικο-Στέλλα» στριμωγμένος δίπλα της μέσα στο σαράβαλο και, σα να μην έφταναν αυτά, άλλαξα χρονιά μέσα σε μια στρούγκα που βρωμούσε προβατίλα. Πόσα πια ν’ ανεχτεί ένα παιδί της πόλης πριν κόψει τις διπλωματικές σχέσεις με ό, τι δεν περιστοιχίζεται από άσφαλτο και με όσα δεν αποπνέουν την οσμή του καυσαέριου;…

Καταδικασμένος…

… Μεγάλες κουβέντες ήταν αυτές. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι έφτασα συστημένος (και χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα) σ’ άλλο κατσικοχώρι, που –δυστυχώς για μένα– δεν έμεινε στη σφαίρα της φαντασίας όπως εκείνο της Πρωτοχρονιάς.

Κατσάβραχο κανονικό. Έτσι κι έτρωγες καμιά σαβούρα, έσπαγες το κεφάλι σου ή το πόδι σου, αλλά ο γιατρός ερχότανε μόνο κάθε Πέμπτη, στην καλύτερη περίπτωση. Ζώα κάθε μεγέθους τριγυρνούσαν ανεξέλεγκτα μέσα στα στενά δρομάκια, κι έπρεπε να προσέχεις να μην τα ενοχλήσεις, γιατί στο χωριό αυτό αφεντικά ήταν τα τετράποδα και όχι τα δίποδα. Έντομα με κεντριά φαρμακερά έκαναν κάθετες εφορμήσεις στο πετσί των ανθρώπων και πάντα έβρισκαν στόχο. Χορτάρια και θάμνοι σου ’κοβαν το δρόμο όπου κι αν πήγαινες, κι έπρεπε να ξέρεις ποια από δαύτα ήταν ακίνδυνα και ποια όχι. Του λόγου μου μόνο τις τσουκνίδες ήξερα, αλλά υπήρχαν κάμποσα που δεν τα ’χα ξαναδεί ούτε στο διαδίκτυο –έτσι κι αλλιώς δε σερφάρω σε σελίδες φυτολογίας και δε βλέπω επιμορφωτικά ντοκιμαντέρ. Επιπλέον, όλη αυτή η άγνωστη σ’ εμένα χλωρίδα, έκρυβε στα σωθικά της μουσαφίρηδες από μια επίσης άγνωστη πανίδα, που δεν ήταν πάντα καλοπροαίρετοι ούτε διατεθειμένοι να σε αγνοήσουν…

«Έλα μωρέ Οδυσσέα… όλο γκρίνια είσαι!»

Έριξα μια βλοσυρή ματιά στην ξαδέρφη μου. Δεν είχα καμιά όρεξη ν’ ακούσω την κριτική της για το χαρακτήρα μου. Στο κάτω-κάτω, δικό της ήταν το χωριό, όχι δικό μου… Είχα κάθε δικαίωμα να μη μ’ αρέσει.

Οικογένειες…

Το τριήμερο της Καθαροδευτέρας μας έστειλαν πακέτο, εμένα και την Αριάδνη, να μας φιλοξενήσει ο παππούς της. Ήταν το πιο χαρακτηριστικό δείγμα βουνίσιου που θα συναντήσετε ποτέ. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να είχε φύγει από το χωριό που γεννήθηκε παρά μόνο για να κάνει εξετάσεις στο νοσοκομείο. Που λέει ο λόγος… Μόνο στις διακοπές έβλεπε τις εγγονές του, του ’φτανε όμως και του περίσσευε. Όταν ανέβαιναν στο χωριό, η Αριάδνη και η Λιλίκα ξέχναγαν να γυρίσουν. Τρελαίνονταν για τα μέρη του παππού τους. Τι να πει κανείς… Γούστα.

Γιαγιά δεν υπήρχε. Οι ξαδέρφες μου δεν τη γνώρισαν ποτέ. Μονάκριβη γιαγιά μας ήταν η μαμά των μανάδων μας. Εκεί πάλι δεν υπήρχε παππούς. Αλλά ούτε τη γιαγιά βλέπαμε συχνά. Ζούσε σ’ ένα νησί της άγονης γραμμής. Πιο εύκολα εύρισκες να ζέψεις σκυλόψαρο παρά καράβι για να ταξιδέψεις. Άλλους προγόνους δεν είχαμε. Ο μπαμπάς ήταν ο πιο μικρός αδερφός σε μια οικογένεια με οχτώ παιδιά κι οι γονείς του μας είχαν αφήσει χρόνους πριν γεννηθεί η Στέλλα. Από μπαρμπάδες και θείτσες άλλο τίποτα, αλλά τους ξέραμε μόνο από φωτογραφίες. Οι πιο πολλοί πήγαν μετανάστες. Ο πατέρας μας όλο λέει ότι θα πάμε να τους επισκεφτούμε, όμως δεν είναι αλήθεια. Ούτε στο skype δε μιλάνε μεταξύ τους. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι για λεφτά νομίζω… δεν είμαι και σίγουρος…

Τον τελευταίο μήνα, τα τηλεφωνήματα από το νησί είχαν πυκνώσει. Η Στέλλα που, μαζί μ’ όλα τ’ άλλα πρέπει να έχει και βιονικό αυτί, με πληροφόρησε ότι η μαμά ανησυχούσε για την υγεία της γιαγιάς μας. Καθόλου δεν μου άρεσαν αυτά τα νέα. Θυμήθηκα τι μας είχε πει ο φίλος μου ο Άγγελος για τον παππού του.

Ο παππούς του Άγγελου ήταν υπερτασικός κι έπρεπε να προσέχει, αλλά δε χαμπάριαζε. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε φάει κι είχε πιει μέχρι σκασμού. Μισή γαλοπούλα είχε καταβροχθίσει κι ένα κιλό κρασί είχε ρουφήξει μόνος του, παραπονιόταν η γιαγιά του φίλου μου. Δυστυχώς, δεν τα μετρούσε και πολύ σωστά. Εκτός από τη γαλοπούλα και το κρασί, είχε καταναλώσει μισή γαβάθα πατατοσαλάτα κι έχαψε ακόμα τέσσερις κεφτέδες, έξι τυροπιτάκια και καμιά δεκαριά μελομακάρονα… Ο Άγγελος, που βαριόταν, έβρισκε πολύ του γούστου του να μετράει τι ακριβώς περνούσε από την καταπιόνα του λαίμαργου παππού κι είχε κρατήσει καλύτερο λογαριασμό.

Το δυσάρεστο αποτέλεσμα δεν άργησε να έρθει…

Ακριβώς τη στιγμή που ο παππούς του Άγγελου έβαζε χέρι σ’ ένα «τελευταίο» σοκολατάκι, κι ενώ από τα ηχεία του στερεοφωνικού ο Στελάρας προειδοποιούσε τον κόσμο για τις «δύο πόρτες» της ζωής, ένας θρόμβος αίματος –πιο ζόρικος, όπως φαίνεται, από τους άλλους– πήγε και στρογγυλοκάθισε στη στεφανιαία αρτηρία του. Ο άνθρωπος γκρεμίστηκε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, δίχως να καταφέρει να καταπιεί τη λιχουδιά του και χωρίς να προλάβει να βγάλει «κιχ»… Ο Άγγελος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό (και με το δικό του σοκολατάκι αφάγωτο). Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα τελείωνε ξαφνικά μ’ ένα έμφραγμα κι έναν παραφαγωμένο πρόγονο στο νοσοκομείο;…

Ευτυχώς, στάθηκε τυχερός και τη γλίτωσε. Έμεινε βέβαια κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο, αλλά τη «δεύτερη» πόρτα της ζωής (που έλεγε κι ο Στελάρας) δε θα την άνοιγε ακόμα.

«Δεν παίζουν μ’ αυτά τα πράγματα…» μουρμούριζαν όλο ανησυχία οι δύο αδερφές, βάζοντας με το νου τους τα χειρότερα, όπως συνήθως κάνουν οι μανάδες. Φαίνεται ότι, άπαξ και γίνεσαι μαμά, το κουσούρι αυτό δε σ’ αφήνει ποτέ και παίρνει μπάλα όλα τα μέλη της οικογένειας… Είχαν αποφασίσει ν’ αξιοποιήσουν το τριήμερο, γιατί δεν ήταν εύκολο να πάρουν άδεια από τις δουλειές τους, κι άρχισαν να ετοιμάζονται για ταξίδι. Όμως τι θα μας έκαναν, τέσσερα παιδιά;!

Κανείς απ’ τους δυο μπαμπάδες δεν ήταν «της εμπιστοσύνης». Ο θείος Χριστόφορος είναι ο πιο καλός άνθρωπος στον κόσμο αλλά κι ο πιο αφηρημένος. Μια φορά, όταν ήταν μικρή η Αριάδνη, την είχε ξεχάσει στο Σούπερ Μάρκετ! Όσο για τον δικό μου μπαμπά, δεν ήταν ποτέ υποψήφιος για ένα τόσο σοβαρό καθήκον. Εμείς τον κάνουμε κέφι γιατί είναι έξω καρδιά, αλλά έχει ένα ιδιόμορφο ταλέντο: να σπάει τα νεύρα του κόσμου (και πρώτα της μαμάς μας!)…

Πριν λίγο καιρό, ο μπαμπάς είχε μαγαζί με αντρικά ρούχα. Το μαγαζί του ήταν σ’ έναν πεζόδρομο, στο κέντρο της πόλης, αλλά δεν είναι δρόμος που τον προτιμάει ο κόσμος για να κάνει τα ψώνια του. Όσες φορές είχε τύχει να περάσουμε από τη δουλειά του, το κατάστημα ήταν άδειο κι ο μπαμπάς έπαιζε τάβλι μ’ έναν υπαίθριο ανθοπώλη. Τελικά, το μαγαζί πήγε άπατο. Τα ρούχα δεν ξέρω τι έγιναν. Ο μπαμπάς μπήκε σε μια διαδικασία («πτωχευτική» τη λένε, μου είπε η «Φρικο-Στέλλα») και δεν ξέρουμε πώς θα βγει απ’ αυτήν. Τώρα κάνει τον υπάλληλο σ’ ένα διπλανό μαγαζί, αλλά… δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η Λιλίκα. Η αδερφή της Αριάδνης είναι πέντε χρονών. Μπορεί να την περάσει κανείς για ένα γλυκό κοριτσάκι και, πραγματικά, είναι όμορφο και πάρα πολύ έξυπνο παιδί. Όμως δεν τα βγάζεις πέρα εύκολα μαζί της. Την είχαμε σπίτι μια βδομάδα και κοντέψαμε να παραφρονήσουμε οικογενειακώς. Η μικρή είχε ενθουσιαστεί που βρήκε ολοκαίνουργια θύματα να βασανίζει. Είχαμε τότε κι ένα σκύλο, έναν τεμπελχανά που τον φωνάζαμε Μπόμπο! Πιο βαριεστημένο σκυλί δεν έχετε ξαναδεί. Ούτε για φύλακας έκανε ούτε για παρέα –όλη μέρα έτρωγε και κοιμόταν. Και να πει κανείς πως ήτανε γέρος… μια χαρά νιάτα είχε. Το προτέρημά του ήταν ότι σ’ άφηνε να τον παιδεύεις, αυτός όμως ήταν και ο λόγος που το ενδιαφέρον της Λιλίκας εξαντλήθηκε γρήγορα. Η αλήθεια είναι πως το πιτσιρίκι ενδιαφερόταν για πολλά πράγματα. Δεν είχε –ας πούμε– κανένα πρόβλημα να τη μάθω να ντριμπλάρει. Η πίσω αυλή μας είναι σα γήπεδο ποδοσφαίρου. Εγώ ήθελα να της δείξω και πώς να ραπάρει, αλλά το πήρε χαμπάρι η μαμά και η καριέρα μου ως δάσκαλος περιορίστηκε στη μπάλα. Απ’ ό, τι κατάλαβα εκ των υστέρων, είχε μπερδέψει τη ραπ με την τραπ η άσχετη μανούλα μου… Τι να φοβήθηκε άραγε… ότι θα έκανα το μπουμπουκάκι της θείας Μιμής καμιά σλατίνα;!… Πάντως, η Λιλίκα την εύρισκε πιο καλά στο μαγαζί του μπαμπά. Ήταν στα κλεισίματα, αλλά ακόμα το είχε… Τις μέρες που δούλευε η μαμά, την έπαιρνε μαζί του και, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, η Λιλίκα είχε μάθει στο τάβλι τα Βαρελάκια και τα Βατραχάκια! Όταν όμως την τσακώσαμε, σε άσχετη φάση, να ουρλιάζει Ασσόδυο, η μαμά δεν την άφησε να ξαναπάει… Μόνο με τη Στέλλα, το «παιδί-θαύμα», η μικρή ενοχλητική τα βρήκε μπαστούνια. Η Αριάδνη ενθουσιάστηκε και δήλωσε ότι ήθελε να πάρει «μαθήματα διαχείρισης μπελάδων» απ’ την αδερφή μου αφού, όπως αποδείχτηκε, κανείς δεν μπορούσε να κάνει ζάφτι τη Λιλίκα εκτός από τη Στέλλα!…

Από τις δυο αδερφές, η θεία Μιμή είναι η πιο αποφασιστική.

«Την Αριάδνη και τον Οδυσσέα θα τους στείλουμε στον πεθερό μου!»

Έτσι αποφασίστηκε η καταδίκη μου… Μου την ανακοίνωσαν την τελευταία στιγμή (ώστε να μη μπορώ να αντιδράσω!)… και πάλι καλά που σκέφτηκαν να με στείλουν μόνο με την Αριάδνη και όχι και με τη «Φρικο-Στέλλα»… Με καλάζνικοφ θα την καθάριζα!

«Και με τη Λιλίκα τι θα κάνουμε;» ρώτησε η λιγότερο αποφασιστική μαμά μου.

Η θεία είχε σκεφτεί και γι’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς, ο Χριστόφορος είχε ανάγκη από κάποιον να τον φροντίζει, γιατί ή θα ξεχνούσε να φάει ή θα έκαιγε το φαΐ (μπορεί και το σπίτι!)… Ο θείος χρειαζόταν επαγγελματικές υπηρεσίες για να επιβιώσει χωρίς τη γυναίκα του, αλλά «όποιος είναι επαγγελματίας, σίγουρα μπορεί να φροντίσει μαζί μ’ έναν ενήλικο και δύο παιδιά» κατέληξε θριαμβευτικά η Μιμή. Η καημένη η μαμά προσπάθησε να φανταστεί ένα σπίτι όπου θα έμεναν, έστω και για τρεις μέρες, ο Χριστόφορος παρέα με τη Στέλλα και τη Λιλίκα, αλλά δεν ξέρω αν έχει τόσο μεγάλη φαντασία.

Οπωσδήποτε, δεν είχα σκασίλα για το πώς θα τα κατάφερναν οι τρεις τους. Μάλλον για το πώς θα επιβίωνε ο «επαγγελματίας» έπρεπε ν’ ανησυχεί κανείς, μα είχα δικιές μου έγνοιες και δε μ’ ενδιέφερε τόσο πολύ.

Χωριάτικη ζωή…

Το πρωί της Κυριακής, όταν ξύπνησα, δεν ήτανε στο σπίτι κανείς…

Μάτι δεν είχα κλείσει! Το κρεβάτι έτριζε, οι κουβέρτες τσιμπούσαν, κι όταν, το χάραμα, πήγε να με πάρει ο ύπνος, άρχισαν το διαγωνισμό λαλήματος τα κοκόρια. Μα, πόσους κόκορες είχε αυτό το χωριό;!.. Σίγουρα περισσότερους από κατοίκους. Στο καπάκι, μπήκαν και οι ηλιαχτίδες από τα παντζούρια και μ’ αποτελείωσαν. Κουρτίνες συσκότισης ο παππούς της Αριάδνης δεν είχε, αλλά ούτε και τίποτα που να μπορώ να το φάω για πρωινό. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα ψωμί χωριάτικο, μια φέτα τυρί άσπρο και τρία τηγανιτά αυγά. Ούτε δημητριακά, ούτε κρουασάν, ούτε αγελαδίσιο γάλα. Πάνω στο μάτι της κουζίνας ήταν ένα κατσαρόλι γεμάτο, όμως αυτό που είχε μέσα αποκλειόταν να βγήκε από βυζί αγελάδας –πάω στοίχημα ό, τι θέλετε!…

Προσπαθούσα να διαλέξω τι από τα δύο θα έκανα –αν θα δοκίμαζα τουλάχιστον το ψωμί και τ’ αυγά (τυρί και γάλα δεν υπήρχε περίπτωση να τα βάλω στο στόμα μου!) ή αν θα το ’ριχνα στη νηστεία πριν αρχίσει η Σαρακοστή– μα δεν πρόλαβα ν’ αποφασίσω. Ένιωσα ένα γλύψιμο στο χέρι!… Τινάχτηκα όλο τρομάρα –κι ας περνιέμαι για ατρόμητος. Ήμουν βέβαιος ότι τα ορεσίβια σκυλιά δεν είχαν καμιά σχέση με τον κοιμήση το Μπόμπο και δε γούσταρα άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις.

Δεν ήταν όμως σκύλος ο σαλιάρης που με είχε αιφνιδιάσει… ήταν ένας τράγος! Ένα τεράστιο γενειοφόρο ζώο που με κοίταζε όλο περιέργεια με τα τραγίσια μάτια του, μασουλώντας κάτι που, εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή, δεν κάθισα να διαπιστώσω τι είναι.

Για καλή μου τύχη, μπήκε μέσα η Αριάδνη, μ’ ένα καλάθι αυγά απ’ το κοτέτσι και με τα μαλλιά γεμάτα άχυρα.

«Πάρε δρόμο, Τσε!…» μάλωσε τον τράγο.

Ο «Τσε» εξαφανίστηκε, μα εγώ είχα πάρει δρόμο πριν απ’ αυτόν. Πήγα και κλειδώθηκα στην τουαλέτα. Είχα όμως και μια ανησυχία μην τυχόν μου την έφερνε ο τράγος και χωνόταν μέσα από πουθενά αλλού. Ευτυχώς, το παραθυράκι ήταν τόσο δα. Αποκλείεται να χώραγε τέτοιο θηρίο, αν υποθέσουμε ότι ήθελε να δώσει συνέχεια στην επεισοδιακή γνωριμία μας…

Είδαν κι έπαθαν να με βγάλουν… Η ξαδέρφη ήρθε και χτύπησε την πόρτα κάμποσες φορές, προσπαθώντας να με πείσει ότι ο «Τσε» ήτανε ακίνδυνος, κι άλλες τόσες χτύπησε ο παππούς της, για να με βεβαιώσει ότι ο τράγος έβοσκε δεμένος μακριά απ’ το σπίτι και δεν θα με ξαναενοχλούσε.

Όταν επιτέλους αποφάσισα να ξεμυτίσω, έμαθα ότι τον «Τσε» τον είχαν για κατοικίδιο, κάτι σα γάτα, και δεν θα ’πρεπε να φοβάμαι. Δυσκολεύτηκα πολύ να το πιστέψω, κυρίως όταν ανακάλυψα ότι εκείνο που μασούλαγε ήτανε οι κάλτσες μου! Τις είχα αφήσει πεταμένες στο πάτωμα, ο τσαπατσούλης, κι ο «Τσε» τις νοστιμεύτηκε και τις περιποιήθηκε, όσο εγώ ασχολιόμουνα με το μπρέκφαστ.

Εύη Κοντόρα


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «αγρότης», λάδι σε καμβά, του ζωγράφου Андрей Геннадьевич Подшивалов (1965-) από τη Μόσχα]

Η Εύη Κοντόρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:222