Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Ψυχοσάββατο. Ημέρα των ψυχών. | του Μιχάλη Στρατάκη


Τέτοια μέρα, κατά που λένε οι παλιοί, οι ψυχές λαχταρούν τροφή, κρασί και αγάπη.

Κι εγώ θυμήθηκα μια τέτοια μέρα στη Σαλονίκη, πρίχου λίγους χρόνους, την εποχή της κρίσης.

Τότε που έβαλα στο δισάκι μου ψωμί και κρασί, σιργούλεψα και την ψυχή μου να στραγγίσει όση αγάπη της έχει απομείνει, και πήγα στα κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου.

Ετοιμαζόμουνα να κινήσω κατά τη γη της Κρήτης, που της χρωστώ ένα κορμί και πρέπει να της το δώσω, και αιστανόμουνα την ανάγκη να ξαναβρεθώ με κάποιους φίλους, να τους πω κάμποσα πράγματα, να τους ρωτήσω κάμποσα πράγματα και να τους αποχαιρετήσω.

Περίμενα να δω στα κοιμητήρια να γίνεται ο χαμός που γινόταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

Μου άρεσε αυτός ο χαμός. Τον έβλεπα σαν απόδειξη ότι οι ζωντανοί συνεχίζουν να κρατούν ζωντανούς τους νεκρούς τους. Στο μυαλό και στην καρδιά τους. Απογοητεύτηκα.

Μάταια περίμεναν οι ψυχές τους δικούς τους ανθρώπους.

Ελάχιστος κόσμος πήγε να εκπληρώσει το χρέος. Να ικανοποιήσει την ανάγκη.

«Φταίει η κρίση», μου είπε ο Κώστας, ο εργάτης στα μνήματα. «Δεν έχουν οι άνθρωποι ούτε τα χρήματα που απαιτούνται για ένα τρισάγιο, για ένα κεράκι και για τα ναύλα τους».

Τον πίστεψα.

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε, και εξαιτίας του απόμειναν παραπονεμένες οι ψυχές.

Μίκρυνα τις μερίδες του ψωμιού, λιγόστεψα τις μερίδες του κρασιού.

Έπρεπε να δώσω σε πολλούς να φάνε και να πιούνε.

Είχα τα πεθερικά μου, είχα τη γιαγιά Ολυμπία, είχα τον Αντώνη Παρίση και την κυρά Μαρίκα, είχα τον Ανέστη Χαριτάντη, είχα τον Παναγιώτη Σπύρου, είχα την Μαριάννα Μπρεκάση, είχα τον Χρήστο Αλβανό, είχα τον Χρήστο Αρνομάλη, είχα τον Γιάννη Μυλαράκη, τον Αντώνη Πεκλάρη, τον Σταύρο Ρεπανά πολλούς είχα να επισκεφτώ.

Έπρεπε να πάω σε όλους, για να μη μείνουν, τουλάχιστο αυτοί, παραπονεμένοι, επειδή κανείς δεν τους θυμήθηκε.

Έπιασα την κουβέντα με όλους. Σε όλους πρόσφερα ψωμί, κρασί κι αγάπη. Μα πάνω απ’ όλα, συντροφιά.

Γιατί πιστεύω πως οι νεκροί, τη συντροφιά θέλουν πιότερο από την τροφή και το ποτό.

Αναντρανίζουν οι ψυχές σαν αισθανθούν κάποιον ζωντανό σιμά τους.

Κι εγώ τις ήθελα αναντρανισμένες.

Περίσσεψε στο δισάκι μου και ψωμί και κρασί.

Άρχισα να ταΐζω και να κερνώ άγνωστους νεκρούς.

Άρχισα ν’ ανάβω καντήλια σε τάφους αγνώστων.

Άρχισε να σουρουπώνει όταν με πλησίασε ένας γέροντας παπάς.

Από τα Χανιά, μου συστήθηκε.

Μου έπιασε την κουβέντα.

Κατάλαβα ότι το έκανε για να διαπιστώσει αν ήμουν στα καλά μου ή αν μου είχε σαλέψει.

Χαμογέλασα και συνέχισα ν’ ανάβω όποιο σβησμένο καντήλι εθώρουνα στα ζάλα μου ανάμεσα στα μνήματα.

Και στους τάφους που δεν είχανε λάδι για το καντήλι, έβαζα από το λάδι των τάφων που είχανε.

Ετσά, εθάρρουνα πως και οι νεκροί μπορούνε να κερνιούνται αναμεταξύ τους.

Ο παπάς μου κλουθούσε και σαφί μου ’λεγε διάφορα, που μήτε τ’ άκουγα.

Στο τέλος, εβαρέθηκε, ψιθύρισε κάτι σαν «ο Θεός να σε βοηθήσει πατριώτη» και μ’ άφησε ήσυχο να κάνω παρέα στους ποθαμένους.

Σκεφτόμουνα τον κακομοίρη τον παπά και χαμογελούσα.

Και μαζί μου χαμογέλασαν πολλές ψυχές. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό.

Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς


Μιχάλης Στρατάκης

Ο Μιχάλης Εμμ. Στρατάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1951. Σπούδασε νομικά, οικονομικά και δημοσιογραφία. Στη μαχόμενη δημοσιογραφία βρίσκεται από το 1973. Έχει εργαστεί ως πολιτικός συντάκτης, σχολιογράφος και αρθρογράφος σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και ως διευθυντής σύνταξης. Στο Ηλεκτρονικό Τύπο εργάζεται από την πρώτη ημέρα της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης ως διευθυντής ειδήσεων και ενημέρωσης, ενώ παράλληλα επιμελείται και παρουσιάζει καθημερινές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Στον εκπαιδευτικό τομέα δραστηριοποιείται από το 1979 ως καθηγητής ιδιωτικών δημοσιογραφικών σχολών και ΙΙΕΚ και από το 2003 ως καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία. Είναι μέλος του Συμβουλίου Τιμής και Δεοντολογίας της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία δημοσιογραφικού και πολιτικού περιεχομένου, ορισμένα εκ των οποίων διδάσκονται σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ορισμένα βιβλία του: Αντώνης Παρίσης Ο Αντώνης της καρδιάς μας – 2010, 35 χρόνια μάχες με όπλο τις λέξεις – 2009, Ερευνητική δημοσιογραφία – 2007, Η χαμένη αθωότητα της συνέντευξης – 2006, Επικοινωνία, ΜΜΕ και ρητορική τέχνη – 2003, Δημοσιογραφία: τέχνη ή επιστήμη; – 2001, Πολιτικό ρεπορτάζ – 1997, Συνέντευξη Τεχνική και οριοθετήσεις – 1996, κλπ.Για τη δράση του έχει τιμηθεί από ξένες κυβερνήσεις και από διάφορους εκκλησιαστικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:179