Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Απόκριες στη γενέθλια πόλη | της Ελένης Σαραντίτη



Ακόμα σε θυμάμαι τις Απόκριες. Ξυπόλυτη στην υγρή γη, ξεμανίκωτη με το τσουχτερό αεράκι. Νύχτωνε κι από πάνω χιλιάδες τ’ άστρα, τόσο γειτονικά, ώστε θα μπορούσες, αν σήκωνες το χέρι, να τα χαϊδέψεις. Αντ’ αυτού, άρχιζες το μέτρημα που ποτέ δεν τελείωνες, γιατί η γιαγιά έβανε τις φωνές πως, τάχα, θα σημαδευτούν τα χέρια σου με το μέτρημα των αστεριών και σε φόβιζε λιγάκι, όχι όμως τόσο, ώστε να μην τα κρυφοκοιτάς που ήταν πελώρια κι έφεγγαν κατακάθαρα…

Εκείνες τις Απόκριες είχε βρέξει πολύ, είχε λασπώσει ο τόπος. Είχε κατεβεί χείμαρρος απ’ το βουνό και περνώντας φουριόζος απ’ τον Κοκκινόβραχο, ξέσπαγε αγριεμένος στη θάλασσα. Την αναστάτωνε, της άλλαζε το πρόσωπο, φοβερό το ‘κανε. Μα από κοντά άνθιζαν οι αμυγδαλιές, οι αγραπιδιές, οι τσιντόνιες. Κάπως παρηγοριόσουν έτσι. Μπουκωνόσουν γλύκα αρωματισμένη.

Θυμάμαι, που ήσουν διαρκώς ανεβασμένη στο μόλο. Είχαν δέσει πολλά καΐκια απ’ το ξημέρωμα, οι άντρες αγόραζαν προμήθειες, πλένονταν, ετοιμάζονταν για το γλέντι. Σάββατο πρωί ήταν της τελευταίας Αποκριάς κι όταν απομακρυνόσουν από το λιμάνι, ξεροστάλιαζες έξω απ’ την πόρτα της θεια – Νυχούς. Παραφύλαγες μήπως τη δεις να βγαίνει. Οπωσδήποτε θα ‘βγαινε, κοπάδια οι γάτες την περίμεναν, γάτες απ’ όλες τις γειτονιές. Κι εσύ μαζί τους. Έστεκες ακίνητη, μα σαν παρακαλεστική. Να σε δει. Να σε χαιρετήσει. Να την πλησιάσεις και να της πεις ντροπαλά: «Θεια – Νυχού, τη στολή. Μονάχα γι’ αύριο. Θεια – Νυχού, θα την προσέξω σαν τα μάτια μου…». Μα η θεια – Νυχού δεν κατέβαινε, μεσημέριασε και δε φάνηκε, περίμενες, περίμενες, κι οι γάτες, τίποτα, σκόρπισε δυσαρεστημένο το γατομάνι, εξαφανίστηκες κι εσύ. Πού ήσουν;

Απόκριες στη γενέθλια πόλη. Αέρας απ’ τον Κάβο – Μαλιά, οι δρόμοι ασβεστωμένοι και το περιστέρι του μνημείου, μαρμάρινο, πάλλευκο, να κοιτά τα κύματα σαν να ετοιμάζεται για ταξίδι. Οι μυρωδιές απ’ τις φρέζες και τις βιολέτες σκαλώνουν στα μηνίγγια, μπλέκοντας με τα τραγούδια που ξεχύνονται από παντού.

Από τα σπίτια και τους δρόμους, απ’ τα ταβερνάκια και τις πλατείες: …«Πού ήσουνα, πουλάκι μου, και περιστεράκι μου…». Κι άλλα. Και η «Λυγερή». Αχ, φωνές, μέχρι το Τσιρίγο έφθαναν… Στα στρωμένα τραπέζια, σύναξη του σογιού. Σύναξη της καρδιάς. Της φτωχολογιάς ξέδωμα με το βιολιτζή να ιδροκοπά και την κόρη του να τραγουδά σαν αηδόνα για τους ναυτικούς που έβγαιναν συγυρισμένοι απ’ τα πλεούμενα, άγνωστα πρόσωπα, ξένοι, και οι χοροί τους ξένοι κι αυτοί, χοροί απότομοι, ατσάκιστοι, αντικριστοί, έπιναν συνέχεια σκεφτικοί, είχαν κι έναν μουσικό δικό τους μαζί, ένα σκουρόχρωμο παλικάρι, λυράρη. Δεμένα πλάι στην ποταμιά, τ’ άλογα που έφεραν τους βουνίσιους επισκέπτες χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τις οπλές πεισματικά, ζώα ψηλά, καμαρωτά, στολισμένα, άστραφτε ο τόπος, καθώς έπεφτε ο ήλιος στις πλάτες τους, στα καπούλια.

Μα, εσύ, πού χάθηκες; Ώρες άφαντη. Κι ανησυχούσα.

Κατά τ’ απομεσήμερο, κατηφόρισαν από τις απάνω γειτονιές. Μεγάλη παρέα κι αρχηγός η Κυριακούλα, που δούλευε στα ξένα χωράφια, στα νυχτέρια, μα τώρα ήταν αρχόντισσα με το γιο της δίπλα της, φαντάρο, που είχε έρθει με άδεια από την Τρίπολη, χόρευαν, τραγούδαγαν, πέταγαν στιχάκια τολμηρά, γελούσαν, είχε ανοίξει η καρδιά τους, είχαν μεταμορφωθεί, έλαμπαν, ούτε που διακρινόταν το μπαλωμένο ξεβαμμένο φουστάνι της Κυριακούλας, οι πεσμένοι ώμοι, οι ζάρες της. Μήτε το καθημερινό ζόρισμα του Γιωργάκη της και η απομόνωσή του. Το παντελόνι που είχε μικρύνει. Σήμερα ζούσαν, και το τραγούδαγαν με φωνή πελώρια. Έπιαναν το σκοπό οι άλλοι, αστειεύονταν, πείραζαν τα κορίτσια, τους νεαρούς που παραμέριζαν για να περάσει η πομπή της χαράς, που ήταν, βέβαια, προσωρινή χαρά, αφού σε λίγες ώρες θα ξανάρχιζαν τα διαρκή βάσανα που απόψε ήταν παραμερισμένα.

Απόψε ήταν για τραγούδια, όπως το «φωτά το φεγγαράκι μου, να φτάσω στην αγάπη μου…», α, τραγούδι ανθεκτικό, του πατέρα μου η αδυναμία. Το χαμομήλι, που φύτρωνε παντού, πατημένο τώρα, μοσκοβολούσε…

Μα πού ήσουνα πια;

Βράδιαζε όταν σε ξανάδα και τρόμαξα να σε γνωρίσω ανάμεσά τους. Σε μαρτύρησαν τα γυμνά καλαμένια ποδαράκια σου. Μουντζουρωμένο τ’ άσπρο ωραίο σου πρόσωπο, μαύρη, κατάμαυρη, πίσσα ήσουν, ξένη με τη φαρδιά φανελένια νυχτικιά. Πάντως σε αναγνώρισα. Μα εσύ ντροπιάστηκες. Έσκυψες κατσούφικα: «Ξέρεις… η θεια – Νυχού δεν ήθελε να μου δώσει τη στολή… Φοβότανε, λέει, γιατί στα κεντήματα έχει αρχίσει να σπάει η ασημιά κλωστή. Παμπάλαιη, λέει. Λοιπόν, ε…» κι έδειξες τη νυχτικιά που είχε ανθάκια ζωγραφιστά, λίγα όμως, τα πολλά είχαν ξεβάψει από τα πλυσίματα. Τα μάτια σου ήταν υγρά και καθώς πάσχιζα να σου αποσπάσω ένα μόνο χαμόγελο, έφυγες μέσ’ στο παλαιωμένο ρούχο που έπλεε πάνω σου κι ενόσω σε κοίταζα αιστάνθηκα το λαιμό μου να μυρμηγκιάζει, ήξερα, προμήνυμα δακρύων, μα μήπως είχα κι εγώ άλλο τίποτα έξω από κείνη τη λούτρινη ζακέτα από τους αρραβώνες της μάνας μου, που ποτέ δε φόρεσε και, λόγω του ότι είχε αρχίσει να μαδά τόπους τόπους, μας την παραχωρούσε τις Απόκριες, άλλωστε, οι περισσότεροι με σεντόνια μασκαρεύονταν, εκείνα τα ριγέ υφαντά σεντόνια, τα δίχρωμα, που η μια τους ρίγα ήταν άσπρη κι η άλλη είχε το πιο γαλανό χρώμα που είδα στη ζωή μου.

Ελένη Σαραντίτη


Η Ελένη Σαραντίτη γεννήθηκε στη Νεάπολη Λακωνίας, από δεκαοκτώ ετών, όμως, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έμαθε βιβλιοθηκονομία. Ήταν τακτική συνεργάτρια της Ελευθεροτυπίας, στη σελίδα του βιβλίου, επί είκοσι οκτώ χρόνια. Στην ίδια εφημερίδα δημοσίευε κείμενα για τα πουλιά της ελληνικής υπαίθρου, έχει συνεργαστεί με το ραδιόφωνο και με την τηλεόραση σε εκπομπές βιβλίου. Δίδαξε παιδική λογοτεχνία και επί σειρά ετών ήταν αναγνώστρια σε γνωστό εκδοτικό οίκο.

Από τα βιβλία της, τρία έγιναν σίριαλ και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί σε τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, δανικά, αγγλικά, σουηδικά). Απέσπασε επαίνους και βραβεία για τα βιβλία της από την ΟΥΝΕΣΚΟ, τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, το Κρατικό Βραβείο, με το βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα» κλπ. Έχει δημοσιεύσει σε ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας διηγήματα, άρθρα, ταξιδιωτικά, πορτρέτα συγγραφέων και συχνά επισκέπτεται σχολεία όπου μιλά σχετικά με το βιβλίο. Είναι τακτική συνεργάτρια με ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Κείμενά της έχουν περιληφθεί σε σχολικά βιβλία.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:259