Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Παιδικές αναμνήσεις | του Μενέλαου Γουβέτα



Στις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12.10.1944) ήμουνα δέκα χρόνων. Σαράντα πέντε μέρες νωρίτερα, είχε αρχίσει να απελευθερώνεται πρώτος απ’ όλους τους νομούς της Ελλάδας ο Έβρος (28.8.1944) και πρώτη πόλη οι Φέρρες. Δε θα ξεχάσω τη σκληρή μάχη που έδωσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Σουφλίου (28-29 Αυγούστου του ’44).

Το Σουφλί, η μικρή μου πατρίδα, με υγιεινό σχετικά κλίμα και με πολύ μεγάλη πνευματική, καλλιτεχνική, βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη στις πρώτες 10ετίες του αιώνα μας, βρίσκεται στην απέραντη πλαγιά της λοφοσειράς του Αϊ-Λιά.

Από τις γύρω κορφές της πλαγιάς και από τον κάμπο οι αντάρτες με μπαζούκας και πολυβόλα χτυπούσαν το Σιδηροδρομικό Σταθμό, ώστε να καθηλωθούν και να εξοντωθούν οι γερμανικές ενισχύσεις, που είχαν έρθει σιδηροδρομικά απ’ τη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσουν τη φρουρά του Σουφλίου και τη Διοίκηση του Διδυμοτείχου που κινδύνευαν.

Όλος ο κόσμος, μετά τη συγκέντρωση και την ομιλία ηγετικού στελέχους του ΕΛΑΣ, στην κεντρική πλατεία της πόλης, είχε ξεχυθεί με αποφασιστική ορμή στο Σταθμό για να ενθαρρύνει τους αγωνιστές, που στο μεταξύ είχανε περικυκλώσει τους Γερμανούς πιο στενά. Εγώ, με μια παράτολμη νεανική ενέργεια και αγωνιώδη περιέργεια, είχα πλησιάσει κοντά στη μάχη, όπου είδα έναν αντάρτη να μάχεται με άφταστο ηρωισμό, πολυβολώντας τους Γερμανούς πίσω απ’ τη γωνιά ενός σπιτιού, του Λαφτσή.

Πραγματικά, τέτοιες στιγμές, νιώθει κανένας το ατσάλωμα της ψυχής, για απόχτηση της πολύτιμης λευτεριάς, πόσο τρομαχτικά να σφυρηλατείται στην παιδική ηλικία!

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων απ’ τους αντάρτες, οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ επέστρεφαν στα σπίτια τους ταλαιπωρημένοι και πικραμένοι. Ποτέ, όμως, ταπεινωμένοι. Τα λάθη της τότε ηγεσίας του Κόμματος, μιας ηγεσίας ανώριμης, ανεπαρκούς και χαλαρής σε βασικά ζητήματα της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας, στοίχισαν ανεπανόρθωτα την προοπτική του ΕΑΜικού κινήματος να πραγματοποιήσει τους στόχους και τα οράματα του ελληνικού λαού για μια δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία μετά την απελευθέρωση.

Μια μέρα, λοιπόν, είδα ν’ ανηφορίζει τα καλντερίμια της γειτονιάς μου, με τον μπόγο στην πλάτη, ένα γενειοφόρο και τσακισμένο απ’ την κούραση, άτομο. Ήταν ο γείτονάς μου, ο αντάρτης Γιάννης Μπάμνιος της μπάμπως Αποστολιάς. Τον καλωσόρισα κι εκείνος ανέκφραστος με χάιδεψε στο κεφάλι.

Την επόμενη μέρα, αφού είχε ξεκουραστεί, πήγα στο σπίτι του να τον δω. Μου διηγόταν ώρες ατέλειωτες τα ηρωικά κατορθώματα του ΕΛΑΣ και τα δικά του, στις μάχες της Αθήνας με τους Εγγλέζους, τους νέους καταχτητές. Στο πρόσωπό του φαίνονταν, ανάγλυφα, ζωγραφισμένα τα ανεκπλήρωτα όνειρα του Λαϊκού Επαναστατικού Κινήματος. Οι επαγγελματίες λαθολόγοι τα είχαν ονομάσει προδομένα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν έπαυε ποτέ να υπογραμμίζει το δίκιο του αγώνα και τον ερχομό μιας δίκαιης κοινωνίας, λέγοντάς μου: «Ο αγώνας, Μένιο, συνεχίζεται, τίποτα δεν πήγε χαμένο».


Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη κι εμείς τα Αετόπουλα κρατούσαμε ακόμα τα ξυλοντούφεκά μας. Πού το ξέρεις, λέγαμε, αν έρθουν ξανά οι Γερμανοί; Γιατί ο πόλεμος μας έλεγαν οι μεγάλοι δεν έχει τελειώσει ακόμα… Συνύπαρξη παιδικής απλότητας και παιδικού πατριωτικού παλμού, με όλη τη σημασία της!…

Ήταν Μ. Παρασκευή του 1945. Αφού τελείωσε η Ακολουθία, τέσσερις άντρες έπιασαν τον Επιτάφιο απ’ τα άκρα, τον έβγαλαν έξω στο προαύλιο και άρχισε η περιφορά του στους κεντρικούς δρόμους. Εγώ ακολουθούσα πάντα πίσω απ’ τον παπά-Νίκο, που έψελνε με ψιλή και δυνατή φωνή το «Αι γενεαί πάσαι», «Η ζωή εν τάφω», εναλλάξ με τους ψάλτες.

Από μικρό παιδί, οι μελωδίες, γενικά, με συγκινούσανε πάρα πολύ, έστω κι εκκλησιαστικές και με είχανε βοηθήσει ν’ αγαπήσω τη μουσική. Όταν σπούδαζα στην Παιδαγωγική Ακαδημία είχα γίνει μέλος της μεικτής χορωδίας του Ιδρύματος, καθώς και μόνιμο μέλος της φημισμένης μεικτής χορωδίας του Σουφλίου, με μαέστρο τον ταλαντούχο και μεγάλο μουσικό Κώστα Βογιατζή.

Νωρίτερα, στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου, είχα πάρει τα πρώτα μαθήματα κλασικού βιολιού απ’ τον αξέχαστο αδερφό μου Βαγγέλη, ο οποίος είχε διδαχτεί βιολί απ’ τον παππού μας, δημοδιδάσκαλο Ευάγγελο Τυρόπουλο, στα πρώτα χρόνια της Κατοχής.

Ο Ευάγγελος Τυρόπουλος έπαιζε το πρώτο βιολί στην ορχήστρα εγχόρδων Σουφλίου υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Σταύρου Βραχάμη, στη δεκαετία 1910. Σε ηλικία 64 χρόνων «έφυγε» απ’ τη ζωή, το καλοκαίρι 1944 εποχή που η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήτανε παντελώς ανύπαρκτη δίχως να δει την πατρίδα λεύτερη, για την οποία αγωνίστηκε, ως συνταξιούχος, από το πόστο του προέδρου Συνοικιακής Ερανικής Επιτροπής και μέλους της Δημοτικής Ερανικής Επιτροπής για το Αλβανικό Μέτωπο, καθώς και του απλού πατριώτη, προσφέροντας οικονομική βοήθεια στον μετέπειτα Αντιστασιακό Αγώνα κατά της τριπλής κατοχής. Η προσφορά του υπήρξε πάντοτε δαψιλής για πατριωτικό σκοπό.

Ανεβήκαμε, λοιπόν, όλοι με την πομπή του Επιτάφιου στην πλατεία του Μεσοχωρίου, όπου συναντηθήκαμε με την αντίστοιχη πομπή απ’ τη συνοικία της Καρκατσηλιάς ή του πάνω μαχαλά. Σταθήκαμε λίγο, για να γίνει το καθιερωμένο συλλείτουργο και μετά κατηφορίσαμε τη 14η Μαΐου.

Στο ύψος του 2ου Δημοτικού Σχολείου σταματάει ξαφνικά η πομπή. «Βρε! τι γίνεται, γιατί σταματήσαμε;» αναρωτιόνταν όλοι.

Στο βάθος μακριά, στα νότια χθαμαλά της πόλης, όπου βρίσκονται οι στρατώνες, είδαμε ν’ ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό τεράστιες φωτοβολίδες και τροχιοδεικτικά. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε πως οι στρατιώτες, Αραπάδες και Ινδοί με τα σαρίκια, που τους είχανε φέρει οι Εγγλέζοι για τη φρουρά του Σουφλίου, πανηγύριζαν έξαλλοι την πτώση του Βερολίνου. Οι «φρουροί» μας, πήραν αστραπιαία το μήνυμα της Νίκης. Εμείς το μάθαμε «καθ’ οδόν».

Πράγματι, σε λίγες μέρες, στις 9 Μάη 1945, υπογράφτηκε η συνθηκολόγηση. Οι ναζί παρέδωσαν τα σύμβολα και τα λάβαρά τους μπροστά στα πόδια των νικητών του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος τσάκισε το φασισμό στην καρδιά του μιλιταρισμού.

Οι παιδικές αναμνήσεις, βέβαια, τελειωμό δεν έχουν. Όμως, οι Έλληνες μαθητές άλλα πράγματα άκουσαν από τον «περισπούδαστο» πρόεδρο της Κομισιόν που παραβρέθηκε στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης, σε εκδήλωση για τους Έλληνες μαθητές.

Τα πολυπράγμονα «μίντια» απέφυγαν να δώσουν έμφαση στο μεγάλο ιστορικό γεγονός του εικοστού αιώνα, στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών. Θέλησαν να προβάλουν προκλητικά τη φιέστα στο Ηρώδειο και ν’ «απαθανατίσουν» τους συντελεστές της αισχρής προπαγάνδισης του μονόδρομου του Μάαστριχτ και των «ωφελημάτων» του.

Όμως, μια άλλη συγκέντρωση, αυτή των Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα στο Πεδίον του Άρεως, σηματοδοτεί τη νέα και αντικειμενική αντίληψη των ιστορικών γεγονότων.

Η Μεγάλη Μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης αποτυπώθηκε βαθιά στη μνήμη των άλλων μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης που παρακολουθήσανε από μόνοι τους τη συγκινητική εκδήλωση, στο Πεδίον του Άρεως, καθώς και των μικρών παιδιών που πήγανε με τους γονείς και τους παππούδες τους να γιορτάσουνε κι αυτά το μεγάλο ιστορικό γεγονός.

Πράγματι, με πόση περηφάνια θα διηγούνται και τις δικές τους αληθινές παιδικές αναμνήσεις, όταν μεγαλώσουν;

Μενέλαος Γουβέτας


Μενέλαος Γουβέτας

Ο Μενέλαος Γουβέτας γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρα του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλειά.

Πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί – περίμενε 6 χρόνια περίπου – δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι, επίσης, πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.

Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Άρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Έβρος». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Έβρου.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:207