Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Άιντε δε σ’ αρνιού-, σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου (1ο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου




Ο Γιώτης, από γεννησιμιού του φευγάτος, έτσι τον είχε βγάλει η φύση, ψια πειραγμένο, αλλά όχι ντιπ σιεμεντελό. Ήλεγαν έφταιγε η μάνα του η Ρίνα πό ’χε ανέβει γκαστρωμένη στον κίσσαρα και τον πελέκησε με το κασάρι παραμονή τ’ αη Συμιού. Θά ’χε ξαστοχήσει πως οι γκαστρωμένες κείνες τις δυο μέρες, παραμονή κι ανήμερα τ’ αγίου, δεν έκανε να πιάκουν μαχαίρι, ψαλίδι, κασάρι, κι αν ήταντη ανάγκη, φυλάγονταν, έβαζαν ένα σκουτί ανάποδα, έτσι ξέραμαν, έτσι κάναμαν. Αυτή τ’ αλησμόνησε, δεν είχε γυρίσει το ρουτί απ’ την ανάποδη, κόλλησε ψηλά στο δέντρο, ήβρε το ίσκιωμα τρόπο, της μπήκε απ’ τ’ αυτί, του φύσηξε το μυαλό του Γιώτη κι ας ήταντος μες στην κοιλιά. Είχε γεννηθεί με το σημάδι, μια αλλιώτικη ελιά πίσω στη ρίζα στ’ αυτί, τ’ αριστερό. Ψηλός, ντερέκι, πρώτο ανάστημα, τα μαλλιά πυκνά, αχτένιστα όλο μπούκλα και τα δόντια, όπως το λέει το τραγούδι μω, «δόντια πυκνά και μαργαριταρένια…». Χατίρι δεν χάλαγε. Το κεφάλι στητό, μ’ αδύνατος, έπλεε μέσα στην ποτούρα, – σουβλί παλικάρι- , τον ήλεγαν οι μπάμπες, κι από χρώμα, ούι, ούι, ντιπ γκαργκανούλι, γκαργκανούλι μω φούλα. Φόραε μαύρη μπουραζάνα από γιδόμαλλο, ποκάμισο μπαμπακένιο, άσπρο, με δυο κουμπιά στο λαιμό και τα μανίκια ψια φαρδιά. Είχε και γελέκο, μαύρο κι αυτό, κεντημένο, κεντημένο ήταντο και το ζωνάρι του. Τα καλά τα τσαρούχια τά ’χε κονομήσει στην Κόνιτσα, με φούντα μάλλινη και τέσσερις πατωσιές σόλα, τ’ άλλα τα γουρνοτσάρουχα τά ’φτιανε αυτός, τού ’χε μάθει ο μπάρμπα Μπούκαλης στον Τσαμαντά.
Η στρωμένη ζωή δεν τ’ άρεσε, δεν τον ένοιαζε ποτέ τ’ αύριο, μόνο το σήμερα λογάριαζε. Καλόκαρδος και ψυχωμένος με το θάρρος πό ’χει το πείσμα, δε χαμπέριαζε κίντυνο. Αν δεν ήταν τέτοιος δεν θα πάγαινε με τον καπετάν Σούλιο να ριχτεί στη μάχη το 1914, τότε στον αδικοχαμένο Βορειοηπειρωτικό αγώνα, τον καλούσε το αίμα, ίδιο, ελληνικό μω. Μάρτη μήνα, τα ξέφωτα όλο χορτάρι και μανούσια, φουσκωμένες οι οξιές έτοιμες να πετάξουν ανθούς, λιώνανε τα χιόνια όταν είχε γένει ο ξεσηκωμός της Κορυτσάς. Λέγανε τα γερόντια, πως τότες δεν είχαν γυρίσει τα χελιδόνια, πουθενά καένα, μήτε απέδω, μήτε απέκει, ένεκα που δεν ήβραν καλό ουρανό. Ο τόπος μύριζε μπαρούτι, μπροστά στο χαμό δεν καρτέρεσαν άνοιξη, βασανισμένοι άνθρωποι από πόλεμο σε πόλεμο, κοπελίτσα μου γραμμένη. Μεγάλες θυσίες, είχαν γιομίσει τα Γιάννινα ξεσπιτωμένα γυναικόπαιδα και λαβωμένους. Αυτή ήταντη ακόμη μια φορά που βρεθήκαμαν σε μεγάλη σφαγή, άλλη μια φορά που χαλάστηκαν σπίτια και ρήμαξαν σκολειά, άλλη μια φορά που οι Μεγάλες δυνάμεις ένιψαν τα χέρια τους στο αίμα, το δικό μας ωρέ, πλάνταμος να τους είχε έβρει πό ’ρθαν οι ξένοι να διαφεντέψουν τον τόπο, να μας βάλουν και συνόρατα, από λόγγο σε λόγγο, από ρόγγι σε ρόγγι, από σπίτι σε σπίτι, από μπουχαρί σε μπουχαρί, απ’ αδερφό σ’ αδερφό, από ψυχή σε ψυχή… Μουργκάνα απέδω, Μουργκάνα απέκει, γλώσσα μια, ρίζα μια, κορμί ένα, τι είχε γένει το μολογά ο αγέρας και τα πουλιά στα τσέπια, πώς την έκαμαν τέτοια, πώς τη χώρισαν, σάματις γυναίκα που βύζαινε δυο παιδιά κι άξαφνα της άρπαξαν το ένα μαζί το βυζί, γένεται να μην κλαίει; Δε γένεται, κι αν γερνά, δεν αστοχά η μάνα.
Η Μοίρα σέρνονταν στα καταράχια, ξέθαβε παλιούς νεκρούς, ήβρισκε ακόμη παλιότερους, παράχωνε τους καινούργιους όπως – όπως αποπάνω, μοιρολόγαγε απαρηγόρητη, άνοιγε κι άνοιγε πληγές, τι αρρώστιες, τι φτώχεια, τι σκοτωμοί, τι ξενιτιές, κι ο Γιώτης, τούτες τις πληγές τις έκανε παραθύρια φάτσα φόρα στον ήλιο, -έτσι είν’ ο κόσμος, ο ντουνιάς- , αρέντευε κι άρμεγε τη ζωή όπου την ήβρισκε το γρώνιζε καλά πως είναιτη λίγη η ρημάδα και δεν έχει δεύτερη φορά, το γρώνιζε πως μόνο τα βουνά γερνούν και ξανανιώνουν. Κοίταζε σιαπέρα, τραβούσε έξω και μακριά απ’ τους έρημους χρόνους μ’ ανεφοβιά και πάντα λεύτερος. Έπινε τσίπουρο, έπινε, δεν άφηνε αγκούσα να σέρνει την καρδιά του, ξέχναε τα βάσανα, έρχονταν στο κέφι, απέταε το ντέφι ψηλά, «όσο μας έχει γραμμένο ωρέ» , έλεγε, χόρευε αλαφρά σαν ίσκιος, άνοιγε ο δρόμος της ψυχής, τραγούδαε, λάλαγε ο τόπος ως πέρα στη ράχη.


Κάποτε, σ’ ένα χοροστάσι στην Καμίτσιανη, είχε σμίξει με κάποιονε διαβάτη, καλαντζή, κάποιον Κούβαρη απ’ το Μπαμπούρι, γένηκαν φίλοι. Τούτος ήταν που τον πήρε βοηθό και τον έμαθε την τέχνη τ’ αλειφιά. Ο ίδιος του ’χε δείξει και πώς νά ’φτιανε ντέφι, νά ’χει καλό, δικό του. Ο Μίχος, αδερφός του Γιώτη, τού ’καμε τη χάρη, έσφαξε μια γίδα την έψησαν στη στια, έφαγαν να τιμήσουν τον ξένο άνθρωπο, έκαμαν ζέφκια, και την άλλη μέρα έβαλε το γιδοτόμαρο στη βαρέλα με στον ασβέστη, όπως είχε τού είχε πει. Σε δυο βδομάδες, αφόντας το ’βγαλε, το τέντωσε απάνω σ’ ένα παλιό σοφρά, το στέγνωνε στον ήλιο κι έξυνε με το σουγιά λίγο – λίγο μέχρι που καθάρισε απ’ την τρίχα. Τό ’πλυνε η βάβω με σαπούνι κι αλισίβα, τ’ άπλωσαν ξανά, τό ’μασαν καθαρό και στεγνό. Ωστόσο είχε βρουν καλό κλαδί μελικοκιάς, έκαμαν διπλό το κρόθι και μεγάλο σα νταβά, τέντωσαν απάνω το τομάρι, τό ’ραψαν στο γύρο, πέρασαν οκτώ γουργούλια και μια φούντα κόκκινη, «γένηκε ντέφι, τώρε γλέντα ωρέ άγουρε, συ δεν είσαι για τσοπάνος φούλη, σύ γεννήθηκες καλαντζής, από κούνια κι από σαρμανίτσα» , είπε ο Μίχος.
Έσμιξαν τα δάχτυλα του Γιώτη κλειστά, χτύπησαν στη μέση. Το τεντωμένο δέρμα είχε αποκτήσει φωνή βαθιά, με το δεύτερο χτύπημα κατέβαινε παραδομένος τον Άδη ως τον πάτο, κι ύστερα θαρρείς στο τελευταίο σκαλί άνοιξε τα δάχτυλα, τά ’συρε απότομα προς τα έξω, χάιδεψε τις άκριες, λάλησαν και τα γουργούλια, έκλεισε τα μάτια, χαλάρωσε το χέρι λες κι άγγιζε κοπέλα στα μάγουλα, έρθε πίσω απ’ τα βλέφαρα η Πανάγιω, κείνη θυμήθηκε, πρόλαβε τη φίλησε, φύσηξε αγέρας, τ’ άνοιξε, βγήκε απ’ τ’ όνειρο, τινάχτηκε η φούντα, με τη γλύκα του ονείρου φανερώθηκε στον απάνω κόσμο μα η κοπέλα πουθενά. Σήκωσε το μαστραπά, τον κατέβασε μονορούφι…

Άι βάλε κρασί, μωρή Πανάγιω μου,
άι βάλε κρασί στο μαστραπά
και βγάλτον στον αγέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι περιστέρα.
Άι κι αν δεν το πιώ, μωρή Πανάγιω μου
άι, κι αν δε το πιώ την Κυριακή
το πίνω τη Δευτέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι περιστέρα.
Αχ, έτσι είν’ ο κό- μωρή Πανάγιω μου,
αχ, έτσι είν’ ο κόσμος κι ο ντουνιάς
σαν τον τροχό γυρίζει
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι κρύα βρύση.
Άι για πάρε συ, μωρή Πανάγιω μου
άι για πάρε συ, τη ρόκα σου
κι εγώ τον ταμπουρά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου.
Άι και πάμε να, μωρή Πανάγιω μου
άι και πάμε να γλεντήσουμε
πέρα στα γονικά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου.

Όλη της η θέληση, της Πανάγιως μω, είχε γένει καπνός μπροστά στη δική του, τότες που τον είχε ανταμώσει πρώτη φορά ζαλωμένη το βαγένι, στην κάτω βρύση στη Δερβιτσάνη, κάνα χρόνο πριν πάει ο Γιώτης στην Κορυτσά. Μικροκαμωμένη, μάτια καστανά που όσο εύκολα γελούσαν, άλλο τόσο εύκολα φορτώνονταν αλμύρα κι έκλαιαν. Λυγερή, αλαφροπάτητη, πάγαινε καμαρωτή κι ας είχε το γλέμμα χαμηλά. Τούτος ξαφνιάστηκε από την άγγιχτη ομορφιά κι εκείνη από το γέλιο του.


Την τήραξε στα μάτια. Κάπως του φάνηκαν βούρκοι πηγμένοι στην απελπισιά, μα αφόντας ζύγωσε και της γέλασε, ξεχώρισε το κρυμμένο μέλι και τις φλόγες π’ άγλειφαν τα βλέφαρα. Κι εκείνη, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ούτε έδειξε να σκιάζεται σαν αντίκρυσε μπροστά της την ξερακιανή μορφή την λίγο περσότερο μαυριδερή από το συνηθισμένο. Του είχε εμπιστευτεί την ιστορία της ζωής της, εκεί στη βρύση, ωσότου να γιομίσει το βαγένι, πρόλαβε και του μίλησε χωρίς δισταγμό. Τον πατέρα και τον άντρα της αδερφής της, τους είχαν σκοτώσει στη Χιμάρα το Νοέμβρη του 1912, πολέμαγαν στο κίνημα του Σπυρομήλιου, μω φούλα, πολέμαγαν για λευτεριά, μαύρα και σκότεινα χρόνια. Με τη μάνα σκιαγμένη, και την αδερφή της πό ’χε λεχούδι ακόμη το παιδί στη φασκιά, μαναχές τρεις γυναίκες, όπως την ήβρισκαν τη ζωή έτσι την πάγαιναν, η φώχεια στη γρεντέ, καραούλι οι πίκρες στην πόρτα. Κι η κακή ζωή χαροντιά μυρίζει, χαροντιά…
Ο Γιώτης έβρισκε αφορμές, πάγαινε σιαπάνου, όλοι έφευγαν απ’ την άνοιξη ως τ’ άη Δημητριού σιαπέρα, σιακάτου, κι αυτός αντάμα με κείνον τον Μπαμπουριώτη τον Κούβαρη, ολοχρονίς και ολοένα σιαπάνου αρέντα, ζωή καλαντζίδικη, ένα σβίγκο για καζάντιο έκαμαν, ίτσιου τίποτις. Το μαχαλοσάκι στον πλάτη, μ’ όλα τα σύνεργα σπίρτο, γκαζοφωτιά, κουμοκάσι, αλάτι, νησιαντήρι, γουρνοτόμαρο, μυτοτσίμπηδα, παλάσι, σφυριά, ψαλίδι, τον στούμπο και στην κορφή ψιά ξερό ψωμί, ψια τυρί, καμιά μαραγκούλα, τη μπουκάλα με το τσίπουρο και δρόμο με τα ποδάρια, σπάνια έπαιρναν άλογο. Πάγαιναν κατά τη Δερβιτσάνη, ήβρισκε αφορμή να την ανταμώνει κείνη την όμορφη Πανάγιω τη ρουσομάγουλη.
[Ακολουθεί συνέχεια]

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 20 Μάρτη του 2022

Από το υπό έκδοση βιβλίο:
Παπλαμούδες να πέφτουν οι λέξεις
Καίκνως – Ώβυς


Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Σβούρα-αρτ, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:188