Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Ο Σαλής Χελιδονάκης, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων | του Μιχάλη Στρατάκη


Δεν κατέχω ποιοί διαόλοι μ’ έχουνε ζωσμένο σήμερο και θαρρώ πως εχάθηκε και το τελευταίο ψιχάλι αθρωπιάς απού υπήρχε στην κοινωνία.

Για τούτο ο νους μου αγλακά όθε τα Χανιά, σ’ ένα τόπο απού συχνοπηγαίνει γηρεύοντας αθρωπιά και καταλλαγή.

Γιατί…

Όσο οι Γραφές και οι κουμανταδόροι τους δε θα μου ξεκαθαρίζουνε ίντα χρώμα είχε ο πηλός που έπιασε ο Θεός για να σάξει τση πρωτόπλαστους, εγώ θα συνεχίζω ν’ απορώ και να βάζω στο νου μου ό,τι θέλω.

Ιδιαίτερα ετούτους τση καιρούς, απου έχουνε μπερδευτεί τα γραμμένα με τ’ άγραφα και τα ’πωμένα με τ’ ανείπωτα, με αποτέλεσμα να ’χει γενεί η κοινωνία ολομπέρδευτο κουβάρι.

Πιάνω μιαν άκρα τση κλωστής αυτού του κουβαριού και ντακέρνω να τηνε σέρνω, μπας και καταφέρω να ξελευτερώσω έστω μια οργιά κλωστή.

Επίτηδες έπεψα το νου μου στα Χανιά, μόνο και μόνο για να γονατίσει στο μάρμαρο ενός τάφου, να προσκυνήσει, να σύρει στη σάλα τση μνήμης μου τσι κουρτίνες των παρασκηνίων, για να ξαναφανούνε τα κρυμμένα και τ’ απόκρυφα και για να φρουκαστώ τη γλυκειά φωνή που πορίζει από τις ραγισμαθιές τση πλάκας και χαϊδεύει αφτιά και ψυχές.

Μη φανταστείτε πως επήγα στο Ακρωτήρι, στους τάφους των Βενιζέλων ή σε κάποιον άλλο τάφο ξακουστού Χανιώτη, για ν’ ακουμπήσω τα χείλια μου στο κρύο μάρμαρο.

Στο νεκροταφείο του Άη Λουκά επήγα, στο μνήμα ενός Αθρώπου που ήτανε μαύρος, πρόσφυγας, μουσουλμάνος, χαμάλης, ξένος, παραπεταμένος και τσαλαπατημένος από τις μοίρες την ώρα που γεννιότανε, χωρίς να ’χει όχι στον ήλιο μοίρα, μα μήτε και στην τελευταία καταληξά της τελευταίας ηλιαχτίδας.

Μα ήτανε ΑΘΡΩΠΟΣ, όχι με μοναχά το πρώτο γράμμα τση λέξης κεφαλαίο, μα με κεφαλαία όλα τα γράμματα τση λέξης. ΑΘΡΩΠΟΣ!

Κοντοσιμώσετε να σας δηγηθώ την ιστορία του, κι άμα έχουνε στάλα φιλότιμο ας κοντοσιμώσουνε κι εκείνοι που μισούνε τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους πρόσφυγες, τους χαμάληδες, τους αλλόθρησκους, εκείνους απού ‘ναι αποκλεισμένοι από το μοιράσι του ήλιου.

Σαλής ήτανε τ’ όνομα του και Χελιδόνης ή Χελιδονάκης το επίθετο του.

Ήτανε ένα κλαδί από το δεντρό των Χαλικούτηδων, των μαύρων εργατών, που ερίζωσε στην Κρήτη την εποχή της Αιγυπτοκρατίας και οι ρίζες του εφτάνανε ίσαμε το Σουδάν.

Εκείνοι οι Χαλικούτηδες χρησιμοποιούντανε σ’ όλες τις παρακαθιανές φαμεγικές, κάνοντας όλες τση σκληρές δουλειές στην ξηρά και στη θάλασσα, όλες τση δουλειές που δεν εκαταδεχόντουσαν, μα και δεν αντέχανε, να τση κάνουνε μήτε οι φτωχότεροι των φτωχών Κρητικοί.

Στα 1922, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο Αλής αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη και τους Κρητικούς, διαλέγοντας να παραμείνει στον τόπο που ελάτρευε, με τους αθρώπους που ελάτρευε, κι ας εκάτεχε πως ολόκληρη η ποδέλοιπη ζωή του θα ‘τανε το χαμαλίκι και το φαμεγηλίκι στη βάρκα που εδούλευε σαν κωπηλάτης και φορτοεκφορτωτής, ολημερίς κι οληνυχτίς.

Επήρε την αγγλική υπηκοότητα, κι έτσι εμπόρεσε να μη ξεκολλήσει την πατουχιά του από το χώμα τση Κρήτης, μ’ όλο που αυτή η υπηκοότητα του προκάλεσε μύρια όσα βάσανα επί γερμανικής κατοχής.

Από κοπελιδάκι εδούλευε σ’ εκείνη τη μπλάβη βάρκα του προέδρου των Χανιωτών βαρκάρηδων Σταύρου Τσιριγωτάκη και μυριάδες επιβάτες των καραβιών που εδένανε, τότες, όξω από το λιμάνι, είχε μεταφέρει στην ξηρά, μαζί με τα μπράτι τους και τα εμπορεύματα που εκουβάλιε το καράβι στα Χανιά.

Μέρα και νύχτα, ο μαύρος βαρκάρης, εδοκίμαζε τση αντοχές των χεριών του, της πλάτης και των ώμων του, μα πιότερο εδοκίμαζε τις αντοχές του νου και τση ψυχής του.

Οι Χανιώτες τον αγαπούσανε σαν και να ‘τανε καταδικός τους άθρωπος. Σα να ‘τανε συγγενής και φίλος τους. Σα να ‘τανε σαν κι αυτούς και σα να ‘τανε κι αυτοί σαν κι αυτόν.

Και πώς εμπορούσανε να μη τον αγαπούνε, αφού ο Σαλής ήτανε η διαμαντόπετρα στης αθρωπιάς το δαχτυλίδι;

Πώς να μη τον αγαπούνε, αφού όλα τα Χανιά εκατέχανε πως εκείνος ο άθρωπος αμέτρητες φορές εκοιμήθηκε θεονήστικος, αφήνοντας όλα τα φαγώσιμα που είχε στην παράγκα του, όξω από τση πόρτες γειτόνων του που επεινούσαν περσσότερο από τον ίδιο;

Πώς να μη τον αγαπούνε, αφού όλοι τονε θωρούσανε κάθε που πληρωνότανε να φορτώνεται τσάντες με τρόφιμα και να τση μοιράζει όπου υπήρχε ανάγκη, αφού όλοι εκατέχανε πως με το που έπιανε στη χέρα του τα μεροκάματα του, τα λεφτά γινόντουσαν πουλιά και κατέληγαν στα χέρια πλια δυστυχισμένων από τον ίδιο Χανιωτών;

Πώς να μη τον αγαπούνε, όταν τονε θωρούσανε μαζί με την Αμπλά, την αξιαγάπητη μουσουλμάνα, να τρέχουνε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα σε όποιο κονάκι ακουγόντουσαν κλάματα και βογκητά πόνου;

Δυό φορές στη ζήση του, η τύχη αχνοχαμογέλασε στον Σαλή.

Ήτανε οι δυο φορές που εκέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου.

Πολλά λεφτά!

Μα και τση δυό φορές, μήτε μια ώρα δεν εκράτηξε στη χέρα του το πεσκέσι της τύχης του.

Την πρώτη φορά, όλα τα λεφτά του λαχείου καταλήξανε στα χέρια δυό πεντάρφανων κοριτσιών και τη δεύτερη όλα τα λεφτά τα μοίρασε σε δυό πάμφτωχες Χανιωτοπούλες για να σάξουνε την προίκα τους και να παντρευτούνε.

Έτσι εκύλησε όλη η ζωή του Σαλή, ίσαμε τις 29 Φλεβάρη 1967, που ο χάρος τονε πήρε, μπαμπέσικα, την ώρα που κοιμότανε.

Πιο βράδυ, θα σας ‘ποδηγηθώ την ιστορία του Σαλή, του μαύρου βαρκάρη των Χανίων.

Γιατί τα στερνά αυτού του ΑΘΡΩΠΟΥ, αποδείχνουνε και το μεγαλείο της κρητικής ψυχής.

23/11/2022


Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς

 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:74