Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Οι ελιές | της Έρης Ρίτσου


Παρότι μένουμε μέσα στην πόλη, το σπίτι γύρω έχει μεγάλο κήπο. Μια που όλοι στην οικογένεια ήμασταν λάτρεις των γλυκών και όχι των φρούτων, η μάνα μου θεώρησε καλό, πέρα από μια και μόνη ροδακινιά, δαμασκηνιά, μουσμουλιά, βερυκοκιά και φυσικά τις απαραίτητες λεμονοπορτοκαλιές που μαζί με την τεράστια μυγδαλιά μας και δυο προϊστορικά δέντρα, μια κυδωνιά και μια αχλαδιά, ήταν τα απολύτως απαραίτητα δέντρα του κήπου (στην πορεία προστέθηκε και μια συκιά γιατί τα σύκα άρεσαν στον πατέρα), η μάνα μου, λοιπόν, θεώρησε καλό να φυτέψει τριγύρω «χρήσιμα» δέντρα, δηλαδή ελιές. Γίναμε έτσι με τα ψέματα με τ’ αλήθεια ελαιοπαραγωγοί προς μεγάλο μπελά μας γιατί το λάδι ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόμασταν και είναι μεγάλη φασαρία να το μεταγγίζεις σε μπιτόνια για να μοιράζεις σε φίλους και συγγενείς, οι οποίοι τις περισσότερες φορές ξεχνούν να τα επιστρέψουν. Κοστίζει κι ένα σωρό λεφτά το μάζεμα με τα μεροκάματα των ανθρώπων. Ας είναι. Ήμασταν πάντα περήφανοι για το λάδι μας.

Πάνε τώρα χρόνια που οι δικοί μου έχουν πεθάνει μα οι ελιές είναι πάντα στη θέση τους. Όχι γιατί χρειάζομαι το λάδι, που είναι πάντα πάρα πολύ, μα γιατί ό,τι έκανε η μάνα μου ήταν καλώς καμωμένο και ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό να κόψω ένα απ’ τα δέντρα της. Ανάμεσα στα Κορωνέϊκα είναι φυτεμένες και μερικές ελιές Καλαμών και Αμφίσσης. Μάλιστα η μία, που κάνει πάντα κάτι τεράστιες ελιές, βλέπει στο δρόμο κι είναι χάρμα να την κοιτάς έτσι φορτωμένη καθώς περνάς απ’ έξω.

Πριν από δυο χρόνια, καθώς έσκαβα στον κήπο ένα φθινοπωρινό πρωϊνό άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Πλησίασα στην περίφραξη και είδα στο δρόμο ένα ζευγάρι γερόντων. Τους είχα ξαναδεί να περνούν αλλά δεν ήξερα ποιοι είναι. Ο γέρος κοίταζε τις χοντρουλές ελιές που έκαναν τα κλαδιά του δέντρου να γέρνουν. «Καλημέρα, ωραίες ελιές, μπορούμε να μαζέψουμε μερικές;» με ρώτησε. «Βεβαίως. Όποτε θέλετε ελάτε.» του απάντησα και οι γέροι χαμογελώντας μου με χαιρέτησαν. Εμφανίστηκαν την άλλη μέρα με τον κουβά τους και τις σακούλες του σούπερ μάρκετ κι άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στα δέντρα και να μαζεύουν. Έκανα δουλειές μέσα στο σπίτι και δεν τους παρακολουθούσα ώσπου άκουσα φωνές και βγήκα να δω τι γίνεται. Ήταν και οι δύο κάτω από ένα δέντρο και καυγάδιζαν. «Όχι, δεν είναι αυτές καλές, να πάμε στο άλλο που είδαμε πριν, είχε καλύτερες» έλεγε η γριά. «Δεν ξέρεις τι λες. Βάλε τα γυαλιά σου να δεις. Κοίτα, κοίτα.» φώναζε ο γέρος και της έχωνε μια ελιά μέσα στη μούρη για απόδειξη. «Θα μου πεις εμένα πως δεν ξέρω ποιες είναι οι καλές ελιές! Την τύφλα σου δεν βλέπεις.» ξεφυσούσε φουντωμένος ο άντρας της κραδαίνοντας μια ελίτσα. Ξαναμπήκα στο σπίτι να συνεχίσω τις δουλειές μου και άφησα το γηραιό ζεύγος να μαλώνει για το ποιος έχει επισημάνει τις καλύτερες ελιές. Κάποια στιγμή αφού είχαν γεμίσει τα σακούλια τους χαιρέτησαν και έφυγαν. Βγήκα μαζί τους στο δρόμο να τους ξεπροβοδίσω. «Τι θέλανε αυτοί;» με ρώτησε η γειτόνισσα. «Μου ζήτησαν να μαζέψουν ελιές για να κάνουν ξυδάτες ή δεν ξέρω πώς αλλιώς μου είπαν πως θα τις κάνουν.» «Α, πάλι καλά που σου «ζήτησαν» φέτος που είσαι εδώ την άδεια γιατί τις προηγούμενες χρονιές που δεν ήσουν, δεν «ζήταγαν».! Σχολίασε σαρκαστικά η γειτόνισσα τονίζοντας με σημασία το ρήμα.

Πέρσι το φθινόπωρο είχα βγει στον κήπο μια μέρα λιακάδας και χάζευα τις ελιές. Δεν ήταν τόσο μεγάλες ως συνήθως. Η ανομβρία για δεύτερη συνεχή χρονιά είχε κάνει τη ζημιά της. Απέναντι στο μπαλκόνι η γειτόνισσα τίναζε τις κουβέρτες της. «Τις ελιές κοιτάς;» ρώτησε. «Ναι, οι καημένες διψάνε για νερό. Απόμειναν μικρούλες και σταφιδιάσανε φέτος. Μάλλον γι’ αυτό δεν εμφανίστηκε και το ζεύγος των γερόντων να ζητήσει να μαζέψει.» είπα κοιτάζοντας μια τις ελιές και μια τη γειτόνισσα. «Α, -μου λέει εκείνη-, δεν τά ‘μαθες; Πώς να έρθουν; Ο γέρος πέθανε.»

Για κάποιο λόγο μου φάνηκε πως αυτή η φράση τάραξε τη ροή των πραγμάτων. Ήμουν σίγουρη πως από μέρα σε μέρα θα εμφανιζόντουσαν οι γέροι με τα σακούλια τους. Και τώρα να: «Ο γέρος πέθανε.»

Πρόφτασε άραγε να φάει τις ελιές, που για χάρη τους μάλωνε με τη γριά του την προηγούμενη χρονιά;

Έρη Ρίτσου


Έρη Ρίτσου

Γεννήθηκε στη Σάμο, το 1955. Αντλεί την καταγωγή της από την Μονεμβασιά, Γύθειο και  τη Σάμο. Ο πατέρας της είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Η μητέρα της υπήρξε ιατρός με σημαντική προσφορά στην κοινωνία της Σάμου. Μεγαλώνοντας στη Σάμο, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της εκεί, και στη συνέχεια με δίψα για μάθηση, σπούδασε γαλλική και αγγλική φιλολογία στο Paris III. Απέκτησε το πτυχίο της αγγλικής λογοτεχνίας στο University of Birmingham. Με εφόδια για τη ζωή και με μια παιδεία αξιόλογη, εργάστηκε από το 1985 έως το 2010 στην Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας στον Τομέα Διεθνών Σχέσεων. Είναι η συγγραφέας των βιβλίων: «Γιατρός επαρχίας», Διηγήματα, Κέδρος 2004, «Μυστικά και αποκαλύψεις», Μυθιστόρημα, Κέδρος 2006, «Οι τρεις βασιλοπούλες» Παιδική λογοτεχνία, Κέδρος 2001, «Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία», Κέδρος 2002, «Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της», Κεδρος 2010, «Η μαύρη πεταλούδα», Κέδρος 2015, «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», Κέδρος 2016, «Μπαλού, Γκαλού, Νταλού», Κέδρος 2016, «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», Κέδρος 2017, «Η υπόσχεση του παιδιού», Κέδρος 2022.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:69