Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Τι ήτο εκείνο το υγρόν; | της Ιφιγένειας Μανουρά


Μετά την παταγώδη καθ’ ομολογίαν επιτυχία του μουσικοθεατρικού πολιτικού χρονικού με τίτλο «Την πιο όμορφη θάλασσα δεν την έχουμε ταξιδέψει ακόμα», απόσπασμα από ποίημα του Μαζίμ Χικμέτ, που εδόθη την πρώτην του τρέχοντος μηνός εις το κινηματοθέατρον Αστόρια εις Ηράκλειον Κρήτης, η οποία παράστασις δεν θα ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθεί εάν ο εξαίρετος και άοκνος σκηνοθέτης μας, Ελευθέριος Χαρωνίτης- από τους πλέον γλυκείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ (μας απαγορεύει δια ροπάλου – αν και δημοκρατικός τη φύσει – να τον αποκαλούμε κύριο) και η σύζυγός του η οποία στέκει δίπλα του ως άγρυπνος φρουρός και αγαπημένη μας Κάτια – εκ του Αικατερίνη – δεν κοπιούσαν πλέον του έτους δια την συγγραφήν του σεναρίου και της σκηνοθεσίας της παράστασης και εάν δεν ήρχοντο καθημερινώς εις Ηράκλειον εκ του χωρίου «Σίσαρχα» εις το οποίον διαμένουν την τελευταία δεκαπενταετία και τους οποίους χιλιοευχαριστούμε, αποφασίσθη λοιπόν η μετάβασις όλων των συντελεστών εις Χανιά στις επτά του ιδίου μηνός, προκειμένου να δώσουμε και εκεί μια δεύτερη παράσταση.

Ο οδηγός του λεωφορείου μάς επερίμενεν από τις 10.30 εις το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, πλατείαν Ελευθερίας του Ηρακλείου. Φορτώσαμε τις αποσκευές μας, τα κοστούμια των ηθοποιών – όλα από την Λυρική σκηνή και το Εθνικόν θέατρον -, τα πανό, τις σημαίες, τα λάβαρα, τα εργαλεία αγροτών και εργατών και τα μουσικά όργανα. Επιβιβάσαμε εαυτούς και αλλήλους σύνολον 62 ατόμων εις το λεωφορείον και στις 11 ακριβώς αναχωρήσαμεν με προορισμόν τα Χανιά. Εις το λεωφορείον επικράτησε χαοτική κατάστασις. Αστεία, ανέκδοτα, απαγγελίες ρόλων, στα πίσω καθίσματα τραγούδια αντάρτικα και επαναστατικά και έμπροσθεν ο οδηγός με τα δικά του τραγούδια- καψουροτράγουδα. Μετά από τρεις στάσεις δια καφέν, τσιγάρον, επίσκεψιν εις χώρους υγιεινής, στις 3:30 λες και διασχίσαμεν την Κρήτην απ’ άκρου εις άκρον, φτάσαμε επιτέλους εις τα Χανιά στο θέατρον «Μίκης Θεοδωράκης» ευρισκόμενον επί της παραλιακής οδού των Χανίων. Ένα εξαιρετικά ωραίο θέατρο – αναπαλέωσις του παλαιού τελωνείου – με τέλεια ακουστική, με ωραία και μεγάλη αυλαία με δυο πύλες επ’ αυτής πολύ άνετες δια την είσοδον και έξοδον των ηθοποιών, καθίσματα σε τέτοια διάταξιν ώστε ακόμα και δίμετρος άνδρας να κάθεται έμπροσθεν να μην παρεμποδίζει την θέασιν των όπισθεν καθημένων, ωραιότατον θεωρείον, καμαρίνια δύο δια τους άνδρες και δυο δια τις γυναίκες, αρκετά ευρύχωρα.

Αφού περιηγηθήκαμεν του θεάτρου και κάναμεν μοιραίως τας συγκρίσεις με τα ειδικά μας υποτυπώδη εις Ηράκλειον, βλέπουμε την Κάτια τρέχοντας να προηγείται κάποιων ατόμων του θιάσου, τα οποία επίσης έτρεχον προς την βόρειαν πλευράν εντός του θεάτρου. Ακολουθήσαμεν και οι υπόλοιποι μη ξέροντας πού πάμε και γιατί. Βρεθήκαμε έμπροσθεν δυο τραπεζιών- πάγκων με εδέσματα, κρασιά και νερά. Πιτάκια παντός είδους, ζαμπόν, τυρί τουλάχιστον ένα πεντόκιλον τεμαχισμένον εις μερίδας, δυο χάρτινοι σάκοι με ψωμιά, επίσης τεμαχισμένα και έτερος χάρτινος σάκος με παξιμάδια. Πέσαμε ως τα όρνεα του ουρανού εις το κουφάρι, εν προκειμένω επάνω εις τα τρόφιμα και τα ποτά. Ήπιαμε και τους καφέδες μας και αφού κορέσαμε την πείναν και την δίψα μας λες και είμαστε έγκλειστοι εις τα κρατητήρια επί διημέρου τουλάχιστον άνευ τροφής και ύδατος, ανεβήκαμεν επί της σκηνής του θεάτρου και ελάβαμε τας τελευταίας οδηγίας εκ του κυρίου Ελευθερίου, από πού θα εισέλθομεν εις την σκηνήν, που θα σταματήσει έκαστος εξ ημών κλπ. Έκτοτε παραμείναμεν εντός του θεάτρου και μετά την γενικήν πρόβα, εμείναμεν εις τα καμαρίνια μας, περιμένοντες τις αφίξεις των θεατών.

Οι νεολαίοι είχον ενθουσιώδη διάθεσιν, έπαιζαν μουσική, τραγουδούσαν και εχόρευαν εις τα καμαρίνια, αλλά ευτυχώς η όλη οχλαγωγία δεν ηκούετο εκ του θέατρου. Κατά τις οκτώ παρά, άρχισε η προσέλευσις του κοινού, μέχρι που γέμισε ασφυκτικά το θέατρο. Έγινε η ομιλία και στη συνέχεια δόθηκε η παράστασις η οποία λόγω χώρου, ακουστικής, φωτισμών και πείρας αφού είχε γίνει πλέον η πρεμιέρα, πήγε καλύτερα από αυτήν εις Ηράκλειον. Τα σχόλια του κόσμου κολακευτικότατα δια όλους μας και ιδιαιτέρως δια τον κύριον Ελευθέριον. Δι’ εμέ ήτο μια ξεχωριστή εμπειρία, μια που αξιώθηκα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου που ήτο παιδιόθεν, να ανέβω εις το σανίδι και αν όχι ως άλλη Κυβέλη, έστω και ως Παξινού, να υποδυθώ τας μεγαλυτέρας τραγικάς ηρωίδας όλων των εποχών: Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Φαίδρα, Εκάβη, Μήδεια, Λυσιστράτη, Ιφιγένεια εν Ταύροις και εν Αυλίδι, Άννα Καρένινα, Μαντάμ Μπατερφλάι, Μπερνάρντα Άλμπα, Ίρμα, και τόσες άλλες, λες και θα ζούσα δέκα ζωές για να προκάμω!! Τέλος πάντων παιδιάστικα όνειρα και απωθημένα που βρήκαν την πραγμάτωσή των τώρα, έστω και με αυτήν την υποτυπώδιν συμμετοχήν μου. Στις ένδεκα τελειώνοντας η παράστασις και αφού είχε πλέον ο κόσμος αποχωρήσει, αρχίσαμε το μάζεμα κοστουμιών, επίπλων, σκηνικών, φωτισμών, μουσικών οργάνων, ενισχυτών και λοιπών, τα οποία τοποθετήσαμεν εις το φορτηγόν, που θα τα μετέφερε εις Ηράκλειον.

Αποχωρήσαμε εκ του θεάτρου με προορισμόν την παρακείμενη – τρόπος του λέγειν ταβέρνα – μια που επί εικοσαλέπτου είμεθα υποχρεωμένοι να περτατήσομεν. Κάποιοι που είχαν προμηθευθεί κανδαύλους κρυφίως βεβαίως και είχον γεμάτους τους στομάχους των, έλεγον να υπάγομεν εις το λεωφορείον και να αναχωρήσομεν προς Ηράκλειον. Εμείς όμως που από τις τέσσερις η ώρα δεν είχαμεν φάγει τίποτα προς κορεσμόν της πείνας μας η οποία οφείλω να ομολογήσω ότι ήτο μεγάλη, συνεχίσαμεν προς την ταβέρναν. Εγώ η δύσμοιρος από αβλεψία δεν αφήρεσα εκ των κακοποιημένων ποδών μου τους κοθόρνους ύψους πλέον των δέκα πόντων, και τους οποίους από φιλαρέσκεια εφόρουν επί δύο τουλάχιστον ώρας και οι ταλαίπωροι πόδες μου ήτο έτοιμα να καταρρεύσουν, αλλά κατόπιν μεγάλης προσπαθείας να μην σωριαστώ επί του εδάφους, ευτυχώς κατάφερα και έφτασα εις την ταβέρναν, αφού εις κάθε μου βηματισμόν δάγκωνα τα χείλη μου δια να μην ακουστούν τα βογγητά μου, και από καιρού εις καιρόν κοίταζα όπισθέν μου για να ίδω εάν ευρισκόταν όρθιοι ακόμα ή εφάπτοντο επί του εδάφους 7 ή 8 άτομα που με ακολούθουν πλέον κουρασμένα και ταλαιπωρημένα εμού.

Το γεύμα Λουκούλιον, τα έξοδα του οποίου ανέλαβαν οι σύντροφοι της ΚΟΒ Χανίων και τους οποίους ευχαριστούμεν. Φάγαμε, ήπιαμε, ευχηθήκαμε με το καλό και εις την Επίδαυρον, σχολιάσαμε και μετά από δυο περίπου ώρας γύρω στις 2:30 επιβιβαστήκαμε εις το λεωφορείον προς αναχώρησιν. «Επιτέλους να ξεκουραστώ» σκέφτηκα. Με μεγάλην ανακούφιση σωριάστηκα επί του καθίσματός μου και με έναν βαθύ αναστεναγμόν περίμενα την αναχώρησίν μας. Εις τον φιλέ του καθίσματος που ευρίσκετο έμπροσθέν μου, βλέπω προς μεγάλην μου χαράν μια πλαστικήν φιάλην με τέιον την οποίαν είχα αφήσει πάνω εις το κάθισμα, πριν την κάθοδόν μου εκ του λεωφορείου το μεσημέρι, με σκοπόν να κρατήσω την ιδίαν θέσιν εις την επιστροφήν – δεύτερο κάθισμα – για να αποφύγω ίσως τον ίλιγγον που συνήθως με καταλαμβάνει, όταν ταξιδεύω με λεωφορείον. Παίρνω εις τας χείρας μου την φιάλην, απόρησα προς στιγμήν επειδή το περιεχόμενό της ήτο σχεδόν το ίδιο με το πρωί πριν ακόμα αρχίσω να το καταναλώνω, αλλά διψούσα τόσο πολύ που χωρίς δεύτερη σκέψη έλαβα εις το στόμα μου μια μεγάλη γουλιά. Αλμυρόν εις την γεύσιν και με μια οσμήν περίεργη και απροσδιόριστη. Ενστικτωδώς με ένα φύσημα επέστρεψα το περιεχόμενον του στόματός μου εντός της φιάλης, αλλά κάποια ποσότητα έστω μικρά, ήδη είχε εισέλθει εις την φάρυγγά μου και κατηφόριζε προς την στομαχικήν μου κοιλότητα. Τι ήτο εκείνο το υγρόν που έρρεε εντός μου;

Προς στιγμήν σταμάτησα το μυαλό μου να λειτουργεί, πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισαν οι απορίες μια – μια να καταλαμβάνουν την σκέψιν μου, για να μπορέσω να διαλευκάνω το μυστήριο, ως άλλος ντεντέκτιβ Μόνκ. Το πρωί εις το μπρίκι μου έβρασα νερό και έβαλα έρωτα-δίκταμο, φασκομηλιά και μαντζουράνα. Το σούρωσα και όταν κρύωσε το έβαλα εις πλαστικήν φιάλην 750ml. Το πήρα μαζί μου και εις όλην την διαδρομήν έπινα μικρές ποσότητες εκ του τεΐου. Φτάνοντας εις Χανιά ελαχίστη ποσότης είχε απομείνει πλέον, έκλεισα πολύ καλά το πώμα και άφησα την φιάλην επί του καθίσματος μου όπως ανέφερα και παραπάνω, για να κρατήσω την ιδίαν θέσιν. Όμως η ποσότης του περιεχομένου της φιάλης ήτο περίπου ίδια όπως και το πρωί, πριν να αρχίσω την κατανάλωσιν, αλλά με αλμυράν γεύσιν και τι οσμή ήτο αύτη;

Όχι δεν μπορεί να είναι αυτό που βάζει το μυαλό μου, είναι τρελό, λάθος κάνω, άλλη φιάλη θα είναι και έκανα εγώ λάθος. Ανάβω το φως που υπερίπτατο άνωθεν της κεφαλής μου εις την οροφήν του λεωφορείου, κοιτάζω την φιάλην προσεκτικώς 0.75L ΖARO΄S, (δεν κάνω διαφήμηση της εν λόγω εταιρείας) με λίγο ξεφτισμένη σε ένα σημείο την ετικέτα, προς αναγνώρισιν. Καμία λοιπόν αμφιβολία για τον ιδιοκτήτην της φιάλης. Ας υποθέσω τώρα με νηφαλιότητα σκεπτόμενη, ότι κάποιος άδειασε εις την φιάλην το περιεχόμενον της ουροδόχου κύστεώς του. Ποιος όμως και διατί; Αποκλείουμεν βεβαίως την περίπτωσιν να είναι γυναίκα λόγω ανατομίας. Άρα άνδρας. Αλλά άνδρας εκ των επιβαινόντων εις το λεωφορείον; Ουχί αφού λόγω πόνου εις το δεξί μου γόνατο, άφησα όλον τον κόσμο να εξέλθει και μετά κατήλθα εγώ τελευταία, δια να μην παρεμποδίσω την κάθοδον. Το λεωφορείον δεν έκανε άλλο δρομολόγιο έκτοτε, διότι ο οδηγός επερίμενεν εμάς όλην την ημέραν για να μας επιστρέψει εις Ηράκλειον και το οποίον λεωφορείον είχε απομακρυνθεί εκ του θεάτρου μόλις κατήλθαμεν άπαντες, λόγω του ότι απαγορευόταν η στάθμευσης εις την συγκεκριμένην οδόν και δεν το επισκέφθη πλέον κανείς εξ ημών μέχρι και την αναχώρισίν μας. Εις την επιστροφήν μετά τον οδηγόν εγώ πρώτη ανέβηκα για να καθίσω εις την ιδίαν θέσιν. Τουτέστιν κανείς άλλος πλην του οδηγού δεν θα μπορούσε να έχει εκτελέσει το «έγκλημα».

Αρχίζει το στομάχι μου να ανακατεύεται και νομίζω ότι το περιεχόμενό του θα εκτοξευθεί βιαίως. Βάζω μιαν καραμέλαν εις το στόμα μου τουλάχιστον να εξαφανίσω την απαισίαν εκείνη γεύσιν. Παίρνω κάποιες βαθιές ανάσες, προσπαθώ να αυτοκυριαρχηθώ να μην αρχίζω να ουρλιάζω, κάνω κάτι κόλπα που κάνουν στας Ινδίας – αλά Πάνος και Χάρης Κατσιμίχας – τίποτα, το μυαλό μου κολλημένο εις τον γρίφον. Αρχίζω τον διαλογισμόν για να ξεχαστώ και σιγά-σιγά βυθίζομαι , αλλά φοβούμενη μην κοιμηθώ επειδή πρέπει και να παρακολουθώ τον οδηγόν του οποίου η νύστα είναι έκδηλος και αυτό το τεκμέρω εξ αιτίας των χειρονομιών που κάνει, ξύνωντας την κεφαλήν του, χασμουρούμενος συνεχώς και χτυπώντας νευρικά τας χείρας του επί του τιμωνίου προφανώς δια να μην τον επισκεφθεί ο Μορφέας, επανέρχομαι εις την πραγματικότητα ώστε αν δω ότι πάει προς τον γκριμνόν να τον επαναφέρω εις τον ίσιον δρόμον να μην μας αδειάσει εις κανέναν βάραθρον. Όμως αρχίζει πάλι ο εφιάλτης και οι υποθέσεις.

Ας υποθέσομεν ότι κάποιος άδειασε την ουροδόχον κύστιν του εις την φιάλην δια ποιον λόγον να μην την πετάξει μετά εις τον κάλαθον τον αχρήστων αλλά να την τοποθετήσει εις τον φιλέ; Εκείνην την ώραν περί τις 3:30 στέλνει μήνυμα ο υιός μου.

–Μάνα εδά εσχόλασα, αναμαζοχτήκετε εσείς ή ακόμη; λέω

–Έχουμε περάσει το Ρέθυμνο αλλά να σου πω τι έπαθα. Και αρχίζω την εξιστόρησιν χωρίς να του εκθέσω την άποψίν μου δια το περιεχόμενο της φιάλης.

–Ρε μάνα εκατάλαβες ίντα ήπιες;

–Υποθέτω, αλλά μη μου το επιβεβαιώσεις για θα σκοτωθώ.

–Να μη σκοτωθείς να κάμεις κουράγιο και να το δεις σαν μια εμπειρία και αυτό το περιστατικό. Καλά ρε μάνα έστω από την μυρωδιά δεν εκατάλαβες πράμα;

-Τη μυρωδιά πρέπει να την κάλυψαν τα αρώματα των βοτάνων!!!

– Ηρέμησε δα και την επόμενη φορά να μην αφήνεις από δω και από κει υγρά που το χρώμα τους να θυμίζει κάτι άλλο παρεμφερές κλπ, κλπ. Έχω πλέον τελειώσει, οι λαγόνιοι μύες μου συσπώνται ακαταπαύστως εκ των γελώτων, τα μάτια μου τρέχουν ποταμούς δακρύων και το χειρότερον εξ όλων είναι η προσπάθειά μου να μην ακουστώ.

–Αλέξη πώς θα το επιβεβαιώσω;

–Να το πας Μα(συντομογραφία του μάνα) τη Δευτέρα σε ένα χημείο να γίνει ανάλυση, ή μάλλον πήγαινε κατευθείαν σε ένα μικροβιολογικό εργαστήριο να γίνει μια εξέταση να πεις και του αθρώπου αν έχει ζάχαρο. Πεθαίνω από τα γέλια, τέλος, δεν έχω άλλες αντοχές.

-Τώρα μπορώ να το επιβεβαιώσω; σιγά μην πάρω μαζί μου τη φιάλη!!!

–Ωραία κούνησε πολύ καλά το μπουκάλι και αν αφρίσει και ο αφρός διατηρηθεί είναι αυτό το υποψιαζόμαστε.

–Περίμενε. Λαμβάνω εις τας χείρας μου την φιάλην με χαρτί και την ανακινώ βιαίως. Ω συμφορά!!! το περιεχόμενο άφρισε τόσο που εκαλήφθη ο κενός χώρος, και παρέμεινεν ο αφρός.

–Αλέξη δεν πέφτει ο αφρός, κλείσε γιατί πάω να…..

– Και πού θα πας μάνα να … «Μάνα κουράγιο» κλείσε τα μάτια κοιμήσου και ξέχασέ το, καλή επάνοδο…

Κλείνω τα μάτια και λέω «ας μας αδειάσει ο οδηγός, θα κοιμηθώ». Όμως από αριστερά μου ο Μανώλης ο Βριθιάς ενώ διαβάζει τον Ριζοσπάστη προφανώς αποκοιμάται, του πέφτει εκ των χειρών, σκύβει τον μαζέψει και σε κλάσματα δευτερολέπτου άρχισε να ροχαλίζει τόσο έντονα που εσείοντο τα διπλανά καθίσματα, σταματά η ανάσα του περί των τριάντα δευτερολέπτων, πράμα που με κάνει να υποθέσω ότι μετώκησεν εις τας αιωνίους μονάς και ενώ τον επαρατήρουν εναγωνίως, αίφνης ανέπνευσεν σχεδόν κραυγάζοντας που με έκανε να πεταχτώ από τον τρόμον μου. Ξανακλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να φανταστώ κάτι ευχάριστο, αλλά μονίμως έρχεται εις το μυαλό μου ξανά και ξανά η φιάλη με το περιεχόμενό της. Θυμήθηκα μια μαντινάδα που λέει ο Γιαλάφτης. «Μέρα και νύχτα απ’ το μυαλό που σ’ έχω δε σε βγάνω, να ‘σαι καλά που μού βρηκες δουλειά να τηνε κάνω» έτσι και εγώ δεν έβγαζα στιγμήν από το μυαλό μου την φιάλην. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη μουσική που παίζουν τα παιδιά στα πίσω καθίσματα και τραγουδούν, αλλά η μουσική αυτή αναμιγνύεται με την μουσική εκ του ραδιοφώνου του λεωφορείου και γίνεται ένα απαίσιο συνονθύλευμα. Κάποια στιγμή ακούγεται το τραγούδι εκ του ραδιοφώνου. «Είσαι αμαρτωλή δεν σε θέλω πια…». Από δίπλα μου έχει ξυπνήσει ο Βρυθιάς και επαναλαμβάνει το ρεφρέν με μελωδικότατη οφείλω να ομολογήσω φωνήν. «Είσαι αρματολή δεν σε θέλω πια…» και συμπληρώνει από πίσω ο Τάσος «Είσαι αρματολή και κλέφτρα». Άντε τώρα να συγκεντρωθείς να κοιμηθείς.

Ανοίγω το βιβλίον που έφερα μαζί μου τον «Φοίνικα» του Χωμενίδη – σας το προτείνω – αλλά ήρχισεν ο ίλιγγος και το κλείνω. Τι άλλο να κάνω; Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι έχω μαζί μου ένα φλασάκι με τραγούδια δικής μου επιλογής. Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά μου χαλαρώνω και ξεχνιέμαι μέχρι και που φτάσαμε στο Ηράκλειο. Κατεβαίνοντας εκ του λεωφορείου σκέφτηκα να πω το πάθημά μου εις τον οδηγόν και από την αντίδρασήν του ίσως να έβγαζα κάποιο συμπέρασμα. Ή ακόμα και να του ειπώ ευθέως την υπόθεσίν μου, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι οι δεύτερες σκέψεις είναι οι καλύτερες και έτσι έχω μάθει κάπως τα τελευταία χρόνια να συγκρατώ τον αυθορμητισμό μου, γιατί αρκετές φορές οφείλω να ομολογήσω έχω αδικήσει ανθρώπους και στεναχωριέμαι μετά. Καληνύχτισα και έφυγα.

Μόλις έφτασα εις την οικείαν μου κατευθείαν επισκέφτηκα τον χώρον υγιεινής και απετέλεσα το καθήκον μου ως όφειλα έναντι του στομάχου μου. Την φιάλην δεν τη πήγα πουθενά για διερεύνηση του περιεχομένου της, γιατί την επομένη πήρα τηλέφωνο κάποιον φίλο μου χημικό και εκείνος με ενημέρωσε ότι μόνο το εγκληματολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου θα μπορούσε να αποφανθεί εγκύρως για την φύσιν του υγρού. Και εάν θα έπρεπε να δικαιολογήσω την προέλευσή του και ο εν λόγω παραβάτης ετιμωρείτο ακόμα και με απόλυσιν, οποίαν ευθύνην θα έφερον; Πέταξα εις τον κάδον την φιάλην και έδωσα τέλος εις το δράμα μου. Στου Δεκέμβρη τις εννιά – που άδει και ο Καλογιάννης – έχει η Άννα τη γιορτή της.

Εμπιστεύτηκα την επιστήθια φίλην μου Άννα Π., για να της ευχηθώ και να την ευχαριστήσω που υπάρχει στην ζωή μου στα εύκολα και στα δύσκολα και με ανέχεται αγόγγυστα. Παρόντες ο Μύρων, η Κατερίνα, η Μαΐτσα, ο Νίκος , ο Μίλτος. Τι ήθελα η έρμη να αναφέρω το περιστατικό; Ακόμα γελώ με τα συμπεράσματα και τις τοποθετήσεις ενός εκάστου, αλλά και με τον εμπαιγμό που υπέστιν. Δεν μπορώ να γράψω τι ελέγχει γιατί θα πάμε μέχρι πρωίας. Το μόνο που μου είπε ο Μύρων. «Όταν δουλεύαμε στην Ανάληψη εδώ στο Ηράκλειο και κάναμε ανάπλαση του χώρου υπήρχε ένας εγκαταλελειμμένος χώρος που επισκεπτόμαστε για την φυσική μας ανάγκη. Ο δήμος όμως περίφραξε το χώρο γιατί τα βράδια εκεί έκαναν χρήση ναρκωτικών κάποια άτομα. Έτσι αφού δεν είχαμε άλλο τρόπο αδειάζαμε το περιεχόμενο της ουροδόχου κύστης μας μέσα σε μπουκάλια νερού, αλλά τα πετούσαμε εμείς όμως». Άρα επιβεβαιωμένον και καθόλου δύσκολον εις την εφαρμογήν απ’ ό,τι φαίνεται. Αλλά μάλλον την πιο πειστικήν λύσιν στο αίνιγμα έδωσε ο υιός μου. –Μάνα κάθισα και σκέφτηκα λογικά, αν το έκανε ο οδηγός, γιατί το έκανε. Μάλλον νευρίασε επειδή είδε το μπουκαλάκι πάνω στο κάθισμα, αλλά μια που το χρώμα του περιεχομένου έμοιαζε με αυτό που υποθέτουμε ότι είναι και για να τιμωρήσει εκείνον που θεώρησε ότι έβαλε αυτό που έβαλε μέσα στο μπουκάλι και δεν το πέταξε αλλά το άφησε επάνω εις το κάθισμα, προέβη και εκείνος εις την ιδίαν κίνηση. Την ιδίαν γνώμην είχε και ο φίλος μου ο Νίκος Δ .

Ιφιγένεια Μανουρά


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:66