Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Στην αφή η γκρίζα αίσθηση της στάχτης | της Ζωής Δικταίου



Πριν την άφιξή του,
ένας γλάρος είχε εγκατασταθεί στον έρημο φάρο
αναζητώντας και αυτός ίσως,
την ηρεμία της απόκρημνης ακτής
κι ας μην ήταν ο ίδιος τόσο ήρεμος.
Χαράματα, η φασαρία αντηχεί στον ορίζοντα
θαρρείς κι είχε συμβεί, ένα μεγάλο γεγονός
στο παράθυρο,
πότε γκρινιάζοντας και πότε απειλώντας, φωνές
κι ας νόμιζα χρόνια τώρα
πως οι σκιές στρέφονται τριγύρω αμέριμνα, αμέριμνες,
πριν αφεθούν από δειλία ή πανικό
στα πρωινά κρύα ρεύματα του αέρα.
Ακόμη φοβάμαι καμιά φορά τις μυρωδιές
έχουν μια περίεργη οδύνη
Αυτές που ξεχάστηκαν κάπου,
σ’ ένα συρτάρι,σε μιαν αίθουσα,
σ’ ένα πλοίο, σ’ ένα τετράδιο
για να σου θυμίζουν, πως είναι να υποφέρεις
ώρες που μεγεθύνεται το σκοτάδι μέσα σου
ώρες που καταρρέει το παρόν μέσα στο παρελθόν
κι όμως, η καρδιά
σ’ ένα λανθάνοντα ενθουσιασμό επιστρέφει,
σ’ εκείνους τους δρόμους ψιθυρίζοντας,
τους γνώριμους του φθινοπώρου
αυτούς που διασχίσαμε βρεγμένοι.

Παραμονεύει ο δαίμονας τα καινούρια σύννεφα
αυτά που έχουν το χρώμα του χαλκού
στην αφή η γκρίζα αίσθηση της στάχτης έχει μείνει.
Όνειρα, να πετούν ψηλά
να διαλύονται χαμηλά, στα βράχια ενίοτε,
δεν θέλεις να κοιτάς το πεπρωμένο τους
το λιμάνι εκλιπαρεί την προσοχή μου,
μα δεν μπορώ να το προσέξω,
έτσι όπως είσαι ντυμένος
με την καινούρια σου αθωότητα
με πύρινο μανδύα, η αθωότητα,
φοβάμαι να φοβάμαι.

Σώθηκε η ανάσα της αταίριαστης ευτυχίας
ούτε μια μικρή υποψία ελπίδας
ναι, «η τρέλα είναι μια άλλη μορφή συνείδησης»
στην αγαθή διάθεση του σύμπαντος
αφήνομαι, στο φως.

Ζωή Δικταίου

 

[Η φωτογραφία που συνοδεύει το ποίημα είναι του Πορτογάλου φωτογράφου Jose Melim, Lighthouse and Seaguls, 2013]

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:57