Η αγάπη των αμαθιώ ντου… | του Αντώνη Κουκλινού Το κομπολόι βαστά στα χέργια ντου κι όπως κομπολογά ένα, ένα ντοντίνι απού γλιστρά μέσα στα δαχτύλια ντου, είναι και μνια φιλοσοφημένη σκέψη. Ανεκατώνουνται στη (γ)κεφαλή ντου ένα σωρό αθιβολές. Τα χρόνια που περάσανε, είναι πολλά τα παντέρμα. Σκέφτεται εκειουσάς απού ναι φευγάτοι από το ψεύτη (γ)κόσμο και δεν εφτάξανε ταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το γράμμα… | του Αντώνη Κουκλινού Εποχή του 70… Δύσκολη ζωή και πείνα… Μνια φαρφουλιά αθρώποι ήτονε πομεινάρικοι στο κάθε χωργιό… Οι αποδέλοιποι εγενίκανε χασόφτερα. Επχιάσανε τσοι φάμπρικες στσοι Γερμανίες και τα Βέλγια. Κοπέλια ξεσκολισμένα του δημοτικού, αντί να πάνε να ξεστραβωθούνε στα γράμματα, εφύγανε μούτσοι, στα καράβγια. Μνια σκαπεθιά γης ήτονε του κάθα νους το χάκι, ήντα να σουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Εξήντα χρόνια καλοσύνης… | του Αντώνη Κουκλινού Τα ’χουνε τα χρονάκια ντος, μα σέρνουνται καλά ακόμη. Το σπίτι θέλει τη λάτρα ντου κάθα μέρα, το μαγεργιό ντου, το πλυσταργιό ντου και την αυλή διαρμισμένη. Το ίδιο και το γεροντή, τον-ε βαβαλίζει ωσάν τη βγιόλα. Ήσασέ ντου το αυγουλάκι ντου μελάτο, φρεσκότατο, ζεστό ακόμη, το ’πχιασε από το (γ)κούμο. Κάθα ταχινή,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Πχιό να πρωτοψηφίσεις | του Αντώνη Κουκλινού Χαμόστρωμα υποψήφιοι, πολλές οι παρατάξεις, φίλοι συντέκνοι συγγενείς, πχιανού θα πρώτο τάξεις. Ας είναι τέσσερεις σταυροί, δε φτάνουν να καλύψεις, υποχρεώσεις χίλιες δυο, πχιο να υποστηρίξεις. Ο ένας μπαίνει τοπικό, για Δήμο μπαίνει ο άλλος, κι ούλοι ζητούνε στήριξη κι είναι μπελάς μεγάλος. Κιανένας δε με ρώτηξε, αν θέλω να ψηφίσω, το δήμαρχοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ίσα κ’ όντε φτάξομε… | του Αντώνη Kουκλινού Σαν εμπήκενε ο μήνας, ετοιμάζει τα τζιμπράγκαλα για το τρύγος. Το κρασάμπελο έχει οφέτος καλό μαξούλι και θα γεμίσει κρασί το βαρέλι. Ο γάιδαρος καλοταϊζμένος θα κουβαλεί στο πατητήρι, τσοι κόφες με τα σταφύλια. Η κεράντου με τσοι δυό θυγατέρες του, βαστούνε τα τσαπραζάκια, έτοιμες να μοντάρουνε τσοι κουρμούλες. -Γυναίκα από κειεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι βρούβες | του Αντώνη Κουκλινού Στα μαύρα ντυμένη, εδά και χρόνους. Η μοίρα τσή ’πεξενε άσκημο παιχνίδι, έχασενε τον άντρα τζη και πόμεινε χήρα, με τρία ορφανά. Εφύγανε και οι γονέοι τζη κι επόμεινε πεντάρφανη. Βοήθεια δεν είχενε από ποθές. Ένα φτωχόσπιτο είχενε μόνο, ίσα ίσα να στένει όξω το νερό και τη κρυγιώτη. Τα κοπελάκια τζη μικρά καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα καλούδια του Σεπτέμβρη… | του Αντώνη Κουκλινού Τσ’ αυλές τσοι παρασέρνει η Ασπασία και τσοι χτυπούνε την αυλόπορτα ν’ ανοίξει. -Καλημέρα μωρή Ευγενιά, ήντα ανερκερκελεύγεις σήμερο και σε θωρώ με τσοι μανίκες ανεμπουκωμένες; Έλα πέρασε μέσα… -Καλημέρα μωρή Ασπασία, μνια ολιά μούστο εκρατήξαμε και θα πολεμήσω να σάσω μουσταλευριά και κιοφτέργια τω γκοπελιώ, μονό εδά γυρεύγω άθο, γιατί δενΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άλλες εποχές… | του Αντώνη Κουκλινού Οι παλιοί γ’ αθρώποι στα χωργιά, σε κάθε εποχή εκαλλιεργούσανε, απ’ ούλα τα μαγεροψήματα. Κουκιά, ροβίθια, φασούλες, φακές, μπιζέλια, αρακά, τα όσπρια ετούτα-νέ, συνήθως εμαγερεύγανε. Μα εψήνανε και μπίζι (λαθούρι, αλλού το λένε μαναρόλι), παπούλες, (καμπλιές). Πόσες φορές δεν εθωρούσαμε, να ποξεραίνουνε στα δώματα, κουκιά, φασούλες και ροβίθια στον ήλιο κι απός με τηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο μπάρμπα Στεφανής… | του Αντώνη Κουκλινού Μνια δεμαθιά καλάμνια βαστά στην αμπασκάλη ντου και σέρνει το γάιδαρο απού το χαλινάρι αξέστρωτο και γέρνει όθε ντο περβόλι. Όξω απού το χωργιό, παντίχνει με το Θοδωρή και στέσανε κουβεντολόι. -Μρε Στεφανή, όθε πού το ’βαλες; -Γεια σου μρε Θοδωρή, στο περβόλι πάω. -Και σέρνεις το γάιδαρο αξέστρωτο; Και σηκώνεις τα καλάμνια…,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…