Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Άλλες εποχές… | του Αντώνη Κουκλινού


Οι παλιοί γ’ αθρώποι στα χωργιά, σε κάθε εποχή εκαλλιεργούσανε, απ’ ούλα τα μαγεροψήματα.

Κουκιά, ροβίθια, φασούλες, φακές, μπιζέλια, αρακά, τα όσπρια ετούτα-νέ, συνήθως εμαγερεύγανε.

Μα εψήνανε και μπίζι (λαθούρι, αλλού το λένε μαναρόλι), παπούλες, (καμπλιές).

Πόσες φορές δεν εθωρούσαμε, να ποξεραίνουνε στα δώματα, κουκιά, φασούλες και ροβίθια στον ήλιο κι απός με τη κοπανίδα τα κοπανίζανε και τα ξελουβίζανε.

Tα κουκιά ήτονε το καλύτερο φαϊτό του χειμώνα, μα και το καλοκαίρι, γιατί τα τρώγαμε-νε χλωρά και ξερά.

Τη νηστεία του Πάσχα, τα χλωρά κουκιά με τσοι χοχλιούς ήτονε το καλύτερο φαΐ.

Απίς θελά μεστώσουνε τα ποξερένανε στο δώμα και τα μαγερεύγανε οι νοικοκεράδες πολλώ λογιώ.

Θυμούμαι να βροντά, να ρίχνει καρεκλοπόδαρα κι εμείς στο σοφρά να τρώμε-νε κουκιά ζουμάτα, η φαβόκουκα, με ένα κρομύδι, παξιμάδι και σταφιδολιές.

Όντε ’θελα περισσέψουνε τα κάναμε και στο τηγάνι με κρομύδι και ντομάτα.

Τα κουκιά τα μαγερεύγανε και με τσοι ασκορδουλάκους.

Σαρδέλες αρά και που εγοράζαμε από το μπακάλικο, λεφτά δεν είχαμε, εδίδαμε αυγά και παίρναμε σαρδέλες και μπελτέ στη λαδόκολλα, όπως και για τα κοπέλια το χελιβά (χαλβά) να τον-ε φάμε-νε στο σκολιό.

Τσοι φασούλες τσοι ψήναμε ταχτικά, πολλώ λογιώ, βραστές, γιαχνί, φασουλόριζο, όπως και τα ροβύθια, απού τα αλέθανε και σάζανε ροβυθοκεφτέδες.

Η μάνα μου έψηνε και μαγεργιά, ετσά τα λέγανε που βάνανε μέσα στάρι, φακές και διάφορα άλλα μέσα, τα ψήνανε βραστά κι από τουτανά εκάναμε και το φωτοκόλυβο να νηστέψουνε.

Με το στάρι αλέθανε στο χειρόμυλο κι εκάνανε χόντρο, για να ψήνουνε με τσοι χοχλιούς και σάζανε και ξυνόχοντρο με το γάλα και τον-ε ποξεραίνανε στσοι τάβλες στα δώματα, μα εζυγώνανε τσοι κάτες γιατί τον-ε τρώγανε.

Εκεινά την εποχή, δεν εδιαλέγαμε ήντα θα ψήσωμε, γιατί εμ δύσκολη η επιβίωση, εμ ότι βρίχναμε το τρώγαμε θέμε δε θέμε-νε.

Το κρέας το ’χαμε στο τραπέζι σε κιαμνιά γιορτή κι αν-ε λάχει.

Μνιαν αίγα την είχαμε για το γάλα τω γκοπελιώ, ή να ’χουμε κιανένα τυροζούλι.

Ακόμη και την όρνιθα, την-ε θέλαμε για τ’ αυγό και μόνο αν ήτονε γρια και δεν έκανε μπλιο αυγά, τη σφάζανε να κάμουνε σούπα.

Είχανε και κουνέλια όσοι μπορούσανε, μα όσοι δεν είχανε τόπο, δεν τα θέλανε γιατί ανοίγανε τρύπες και κάνανε τα σπίθια ολοβρώμεστα.

Μόνο τα Χριστόγεννα ετρώγαμε κρέας, γιατί ανεθρέφαμε χοίρο και για ένα διάστημα εκαλοπερνούσαμε.

Κάθε σπίτι για να περάσει, έκανε κουμάντο και εφύτευγε απ’ ούλα.

Στη Κρητική Γη όμως φυτρώνουνε, τα ελέη του θεού.

Πόσοι και πόσοι δεν αναθραφήκαμε με τσοι βρούβες, τα βρουβάσταχα τα ψήναμε με τα χλωρά κουκιά.

Αγριόχορτα πολλώ λογιώ τσιγαρολάχανα, εβγαίναμε όξω και βρίχναμε ασκολίμπρους, ραδίκια, τσόχους, σταμναγκάθι κόμη και τσοι χοιρομουρίδες ετρώγαμε.

Είχαμε ταιργιάξει πολλές συνταγές με τσοι χοχλιούς και ξεγελούσαμε πως τρώμε κρέας.

Στα περβολάκια με τσοι πεζούλες, είχαμε τα λαχανικά μας, που τσοι πλια πολλές φορές τα ποτίζαμε, η από το πηγάιδι η από τσοι ποταμούς με τσοι καταπότες.

Μνια αλυσίδα ήτονε ούλα στη ζωή μας, που μας έκανε υπεύθυνους για το βιοποριστικό μας, που σήμερο δυστυχώς έσπασε και στα χωργιά.

Οπροθές ήμουνε στο χωργιό μου, να ιδώ την αμπλά μου.

Εκειά που έπινα το γκαφέ μου τη ταχινή, γροικώ το μούζικο του μανάβη, να καλεί τη γειτονιά να πουσουνίσει.

Το σοκάκι στενό και κακοβολιά για το αμάξι κι όμως αυτός δεν αφήνει σπίτι αμαγέρευτο.

Σε μνια ολιά τα ίδια με το ψωμί και το παξιμάδι, απόξω απού τη πόρτα ο φούρναρης.

Σάμε το μεσημέρι νάσου και το ψαρά και έπαθα πλάκα που είδα και το γ-κασάπη να φωνιάζει για μπριτζόλες.

Εγέλασα και μου κάνει η αμπλά μου…

-Γιάντα γελάς; Ήντα θυμήθηκες;

-Ήντα μρε Θεόνη να θυμηθώ… Στο Ασήμι κάνουνε ντελίβερι με τσοι καφέδες και τα σουβλάκια, επαέ θωρώ και σας τα κουβαλούνε, ούλα στο πχιάτο!

-Είδες εξέλιξη η Γληγοργιά!

Ήθελε να μου πει πως έχουνε απ’ ούλα στα χωργιά και μάλιστα στη μ-πόρτα ντος.

Βέβαια και παλιά είχαμε τσοι μανάβηδες με τα μουλάργια, απού εφέρνανε μαναβικά και φρούτα το πλείστον καρπούζες και πεπόνια.

Από τη μνια μεργιά, ένα δίκιο το ’χουνε, γιατί επολιγάνανε τα νερά και δε φυτεύγεις εύκολα κήπο, μα εγώ θα πω πως οι αιτίες είναι πολλές.

Και η ζωή μας το δείχνει…

Κάπχοι θα πούνε…χμμμ, τί μας-ε λες πάλι Κουκλινέ…, να πάει και να μη ξανάρθει ετουτηνά η εποχή!

Δεν έχετε άδικο…

Όντε καλομάθεις στα έτοιμα, ούλα τα υπόλοιπα σου φαίνουνται βουνό…

Και η σκαλίδα χρειάζεται και χέργια να χουνε όρεξη να σκάφτουνε.

Καλημέρα σας φίλοι μου και καλές μαγιεργιές…

Αντώνης Κουκλινός


[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι του δημοσιογράφου και φωτορεπόρτερ του περιοδικού «Life», Ντμίτρι Κέσελ (Дмитрий Соломонович Кесельман, 1902-1955), από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1948]


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:347