Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Το γράμμα… | του Αντώνη Κουκλινού


Εποχή του 70…

Δύσκολη ζωή και πείνα…

Μνια φαρφουλιά αθρώποι ήτονε πομεινάρικοι στο κάθε χωργιό…

Οι αποδέλοιποι εγενίκανε χασόφτερα.

Επχιάσανε τσοι φάμπρικες στσοι Γερμανίες και τα Βέλγια.

Κοπέλια ξεσκολισμένα του δημοτικού, αντί να πάνε να ξεστραβωθούνε στα γράμματα, εφύγανε μούτσοι, στα καράβγια.

Μνια σκαπεθιά γης ήτονε του κάθα νους το χάκι, ήντα να σου κάμει, πώς να τα βγάλεις πέρα.

Δυο γαϊδάρους και τα ζιγάλετρα θέλει σιρμαγιά να κάμεις χωράφι, μα τα χωράφχια πούντα απού ’ναι, όλο τσούρες και ξεροπέτρι…, άντε δα να κάμεις καλιμέντο και να προκόψεις.

Ήκαμα και του λόγου μου φαμεγιάκι εδώ κι εκεί σαν εξεσκόλισα, μα σαν ήπχιασα τα δεκαφτά έκαμα και το καπετάνιο.

Το πρώτο μπάρκο το ’καμα με ένα χωργιανάκι μου.

Εννιά μήνες εκάμαμε και πχιάσαμε λιμάνι στην Ελλάδα και φύγαμε.

Τα λεφτά που μας-ε δίνανε θυμούμαι ήτονε 70 λίρες το μήνα.

Με τη γ-καρδιά μου ένα γρόμπο, εξεκίνησα να κάμω αμοναχός μου το δεύτερο μπάρκο.

Πρώτη μου φορά ’θελα φύγω ολομόναχος απού το σπίτι μας, να μη γνωρίζω άθρωπο.

Όντε ν’ έβγαλα το φυλλάδιο, έπρεπε να γατέχω κολύμπι…, εγώ δεν εγάτεχα και για να μπαρκάρω, έβαλα τον αφέντη μου και υπόγραψε για να με πάρουνε…, τάξε άνε μου τύχει η κακή ώρα, δε θα πάρουνε, αρθούνι, αποζημίωση.

Με χίλια βάσανα και ταλαιπώργιες έφυγα από την Ελλάδα για την Ισπανία.

Από τη Μαδρίτη έπρεπε να μπούμε σ’ ένα τραίνο και σε δεκαπέντε ώρες θα φτάναμε στο λιμάνι της Κιχών απού ήτονε το καράβι.

Κοπελάκι ακάτεχο σε μνια ξένη χώρα…, οι αθρώποι παράξενοι στα μάθια μου ετσά απού τσοι ξάνοιγα από εκειά που εκαθούμουνε.

Ήκαμα να μιλήσω με άθρωπο δυο μέρες, όσο εβάσταξε το ταξίδι.

Ήμουνε μαζί με άλλους τέσσερεις νομάτους, απού πηγαίναμε στο ίδιο καράβι «Ευγενία Νιάρχος» το λέγανε, γκαζάδικο.

Παράξενοι αθρώποι…

Δε μου δώκανε σημασία σε ούλο το ταξίδι…

Μούδε στο αεροπλάνο, μούδε στο τραίνο.

Αυτοί μεταξύ ντος ήτονε γνωστοί και τα κουβεδιάζανε…, μηχανικοί, λαδάδες και ηλεχτρολόγοι… Εγώ πέρα πέρα, ωσάν το νεοσύλλεκτο, με ένα βαλιτσάκι στη μ-ποδιά μου.

Ίσα, ίσα, δυο αλλαξές ρούχα έβανε μέσα, μα και παραπάνω να ’βανε, δεν είχα να του βάλω.

Σαν εφτάξαμε στο καράβι, με πήρε ένα καμαρωτάκι να με πάει στη καμπίνα μου.

Εκατεβαίναμε σκάλες, σκάλες, σκάλες, σάμε που φτάξαμε σ’ ένα μπουντρούμι.

Μνια γωνιά ήτονε η καμπίνα μου, κοντά στο μηχανοστάσιο, απού χαλούσανε το γ-κόσμο οι μηχανές.

-Πάρε τα κλειδιά τση καμπίνας και σε δυο ώρες να παρουσιαστείς στο καπετάνιο, μου λέει.

-Πώς θα κοιμούμαι με ετόσο-νά βρούχος έπαε μέσα…, του κάνω.

-Δεν είναι πράμα θα το συνηθίσεις, θα ιδείς…

Έπχιασα το βαλιτσάκι μου και το ’βαλα στο κρεβάτι απάνω.

Ανοίγω να βγάλω τα ρούχα μου να τα κρεμάσω στη ντουλάπα…

Δυο μπλούζες, δυο ποκάμισα, δυο πατελόνια κι ένα ζευγάρι παπούτσα.

Μέσα όμως στη βαλίτσα είχα πάρει μαζί μου την υπόληψή μου και μνια φωτογραφία του πατέρα μου.

Εκράτουνα τη φωτογραφία στα χέργια μου κάμποση ώρα, βουβός.

Από το βρούχος τση μηχανής και τη παράξενη μυρωδιά του καραβγιού, μ’ έπχιασε το παράπονο και εντακάρανε τα μάθια μου να βουρκώνουνε.

Άνοιξα το φιλιστρίνι και έβγαλα τη γ-κεφαλή μου όξω να ιδώ που εξορίστηκα.

Ένα μουντό καιρό είχενε και δεν εθώρουνε πράμα ομπρός μου.

Ένοιωσα την ανάγκη να γράψω ένα γράμμα…

Ένα γράμμα τ’ αφέντη μου…

Εξεκίνησα να γράφω και ένα παράξενο συναίσθημα εντάκαρε να με ηρεμεί…

Έγραψα για το ταξίδι…

Πώς εμπήκα σε αεροπλάνο πάνω από τρεις ώρες και ύστερα σε τραίνο μνια νύχτα ολάκερη, σάμε να φτάξω εκειά που είναι το καράβι.

Ήλεγά του να μη στενοχωράται και πως εγώ μπορεί να είμαι μνια μπουκιά άθρωπος, μα είμαι δυνατός και θα τα καταφέρω.

Έλεγά του πως θα του παίρνω από κάθε λιμάνι και ένα μ-πακέτο τσιγάρα να του τα βαστώ, να ’χει να καπνίζει «ξένα» τσιγάρα, πολλές μάρκες, να κερνά και στο καφενείο.

Έταξά του πως όντε θα γιαγύρω στο χωργιό, θα ’χω λεφτά και θα κατεβούμε μαζί στη χώρα, να του πάρω μνια καλή πατερίτσα, να τον-ε στηρίζει να σαλεύγει πλια καλά.

Ήγραψά του πως δε θα μετανιώσει που μ’ άφηκε να φύγω μικιός, από το σπίτι μας.

Είπα του πως έχω παρμένη τη φωτογραφία ντου και την έβαλα δίπλα στο κόνισμα τση Παναγίας και του ζήτηξα να μου ανάφτει η μάνα μου ένα κερί στον Άη Γιώργη τσοι Κυργιακές να με βλέπει.

Στο μνυαλό μου είχα τα λόγια ντου και τσ’ ευκές του όντεν έφευγα.

Εκάτεχα πως μέσα ντου δεν ήθελε να φύγω και πως υπόγραψε με βαργιά καρδιά και άνε πάθω πράμα θα του κοστίσει, διπλά.

Όσο έγραφα τα δάκρυά μου επέφτανε απάνω στο χαρτί και το μουτζουρώνανε.

Σαν εγέμισε η κόλλα, πάντα κι άλλη, εζήτηξα να μου τσοι φιλήσει ούλους στο σπίτι και να δώσουνε χαιρετισμούς και στσοι γειτόνους γιατί το κατέχω πως θα μ’ ανεζητούνε.

Έκλεισα το γράμμα στο φάκελλο και πήγα να γράψω τη σύσταση…

Εκείνη-νά την ώρα απού ήγραφα τ’ όνομά ντου, εθυμήθηκα πως ο πατέρας μου δε γατέχει γράμματα…, άρα… θα του το διαβάσει η μάνα μου…

Λες να τη νε στενοχωρήσω απου δε ντό ’γραψα αφτινής;

Δεν ήχασα χρόνο και πχιάνω μνια κόλλα και τση γράφω κι εκείνης ξεχωριστά άλλο γράμμα…

Τση μάνας μου τση τα ’λεγα πλια λιανά…

Πως είμαι καθαρός, πως τρώγω καλά και πως κοιμούμαι μνια χαρά.

Πως έπαέ στο καράβι έχουνε ούλα τα βιβλία του Καζαντζάκη και μπορώ να τα διαβάζω τζάμπα.

Πως θα τση ’γοράσω μνια ρόμπα, όντε θα βγαίνει στην αυλή μας, να τση ζηλεύγουνε οι γειτόνισσες και θα τση πάρω κι ένα καλό καρφίχτη στρογγυλό να τον έχει στη τζέπη για να σάζει καλά τσοι φουρκέτες στα μαλλιά τζη.

Ήγραψά τση πολλά και διάφορα για να μη στενοχωράτε και πως περιμένω γράμμα με τα νέα του χωργιού μας… και έκλεισα το φάκελο.

Μετά από λίγο έπρεπε να παρουσιαστώ στο γ-καπετάνιο, για να μου δώσει εντολή που θα πάω να δουλέψω.

Μόλις επαρουσιάστηκα μπροστά ντου και με ρώτηξε από πού είμαι και γιάντα έφυγα ετσά μικιός από το σπίτι μου, του είπα τσοι λόγους και φωνιάζει ντελόγο του καμαρώτου.

Έδωκε εντολή να είμαι εγώ το καμαρωτάκι του καπετάνιου και να δίδω λογαριασμό μόνο σ’ αυτόν.

Η καλύτερή μου…, από την κατάθλιψη που είχα πάθει όταν εμπήκα στο μπουντρούμι με τσι μηχανές να βουΐζουνε στ’ αφτιά μου, εβρέθηκα να κοιμούμαι δίπλα από τη σουίτα του καπετάνιου.

Πεντακάθαρη καμπίνα και χωρίς βρούχος και «μυρωδιές».

Επχιάσανε τόπο οι ευκές τ’ αφέντη και τση μάνας μου…

Όση ώρα τως έγραφα τα γράμματα, ετρέχανε τα μάθια μου παράπονο…

Μπορεί στο βλέμμα μου, ο καπετάνιος να το διάβασε κιόλας.

Στο επόμενο λιμάνι επήρα απάντηση τση μάνας μου και μου ’γραφε γιάντα κλαίω στο γράμμα του πατέρα μου και πως ήτονε μουτζουρωμένα τα γράμματα.

Ήκατσα και τση εξήγησα, πως ούλα εδά είναι καλά και πως η δουλειά που κάνω δεν είναι κουραστική…, πως είμαι στου καπετάνιου δίπλα και μ’ έχει συμπαθήσει.

Επέρασε ο καιρός…

Ήκαμα δέκα τρεις μήνες στο καράβι…

Ότι έγραφα τ’ αφέντη και τση μάνας μου, το ’πραξα κατά γράμμα.

Δε θα ξεχάσω την ώρα που μπήκα στο σπίτι μας…

Το βαλιτσάκι που είχα όντεν έφυγα δε ντο πέταξα…

Μέσα στη μεγάλη βαλίτσα σε μνια γωνιά, το ’χα βαρμένο, με τα ίδια ρούχα και την υπόληψή μου μέσα, αλλά και τη φωτογραφία τ’ αφέντη μου απάνω, απάνω.

Οι αγκαλιές και τα φιλιά δεν εσταματούσανε και ο πατέρας μου με τη γ-κούτα το μάλμπουρο στα χέργια έσερνε το γ-καπνό, σάμε τσοι φτέρνες…

Η ρόμπα τη μάνας μου εστραφτάλιζε απάνω τζη και ο κόκκινος καρφίχτης ολοστρόγγυλος, ίσα ίσα που χώργιενε στη τζέπη.

Τη Κυργιακή επήγα στην εκκλησά τ’ Άη Γιώργη να του ανάψω το κεράκι ντου και να τον ευχαριστήσω, απού η υπογραφή του πατέρα μου δεν επήγε στράφι…

Αν και κοπελάκι στα δεκαφτά μου, τον έβγαλα ασπροπρόσωπο.

Σετέμπρης του δεκαενιά…

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:234