Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Οι βρούβες | του Αντώνη Κουκλινού


Στα μαύρα ντυμένη, εδά και χρόνους.

Η μοίρα τσή ’πεξενε άσκημο παιχνίδι, έχασενε τον άντρα τζη και πόμεινε χήρα, με τρία ορφανά.

Εφύγανε και οι γονέοι τζη κι επόμεινε πεντάρφανη.

Βοήθεια δεν είχενε από ποθές.

Ένα φτωχόσπιτο είχενε μόνο, ίσα ίσα να στένει όξω το νερό και τη κρυγιώτη.

Τα κοπελάκια τζη μικρά και θένε φροντίδα, μα κάνει τα πάντα, να μη γονατίσει.

Μνια δεμαθιά ξύλα και ένα τσικάλι νερό στη παρασιά να βράζει τσοι βρούβες, είναι σχεδόν το καθημερνό τζη τραπέζι.

Ετσά κουτσοβολεύγει την ορφάνια.

Και σήμερο τα ίδια σα κι οψές και κάθα μέρα.

Έστεσε το τσικάλι να βράσει τα χόρτα και σα ξημερώσει Χριστόγεννα έχει ο Θεός.

Το μόνο απού την-ε γνοιάζει, τα κοπέλια τση να ’χουνε την υγειά ντος και κιανείς δε χάνεται.

Απαραπόνευτη μνια ζωή, δεν εκακοκάρδισε αθρώπου.

Όπως όπως τα μεγάλωνε, τα ξετζητζήκωσε και τα ’χει μαθημένα να μη ζητούνε.

Να ’ναι καλά και οι καλοί αθρώποι απού τη βοηθούνε πότες πότες…

Όπχιος μουσαφίρης ’θελα φανεί στο σπίτι, ετρυπώνανε μέσα τα κοπέλια και δεν εγροίκας μούδε τσάχαλο.

Παραμονή Χριστουγέννω και κάθε γειτονιά είχενε τσοι δικές τση μυρωδιές.

Οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τα Χριστόψωμα και κάθε λοής γλυσολοΐδι ετοιμάζανε οι νοικοκεράδες.

Οι χοίροι τσοι τελευταίες μέρες ονειρεύγονται το μαχαίρι και γρυλίζουνε οι μαύροι, απού κοντοσημώνει η ώρα ντως.

Απού τη χώρα ήτονε ερχομένη και η Μαργιώρα, να κάμει Χριστόγεννα στση αμπλάς τση το σπίτι.

Παραμονή και ετοιμάζανε τη τζιλαδιά, τα λουκάνικα και γεμίζανε σίγλινα τη κουρούπα.

Οι καμινάδα εκαπνίζανε το απάκι με τσοι φασκομηλιές και είχανε γοργό, να ποσαστούνε μπλιο.

Είπενε η Μαργιωρή να βγει όξω μνια βόλιτα, να ιδεί κιανένα χωργιανό, απού λείπει σαφή και δε πολυσμίγουνε.

Σαν επέρασε απόξω απού τση χήρας το σπίτι, εμύρισε τσοι βρούβες απού βράζανε.

Επαραξενεύτηκε, ετέθιο βράδυ και βράζουνε βρούβες;

Εχτύπησε τη πόρτα για μνια καλησπέρα και εβγήκε όξω στην αυλή να τη χαιρετήξει…

-Καλώς τη Μαργιωρή…, έλα πέρασε μέσα…

Εμπήκενε στο παρακούζινο και θωρεί τα κοπέλια να κάθουνται στα πεζουλάκια τση παρασιάς.

-Ήντα κάνετε παιδάκια μου πως είσαστε;

Εσηκωθήκανε έναένα και τση φιλήσανε τη χέρα…

Δεν ήκαμενε λάθος, το τσικάλι έβραζε τσοι βρούβες για να φάνε.

Δεν ήθελε να ρωτήξει το γιάιντα, μα έκαμενε άλλη σκέψη.

-Είπετε σήμερο τα κάλαντα στο χωργιό;

-Δεν τα ’φηκα…, πολύ κρυγιώτη κάνει και να γυρίζουνε στη βροχή, καλιά να λείπει.

-Εδά όμως δε βρέχει και θα τα πάρω να πάμε στση αμπλάς μου να τα πούμενε μαζί, μόνο αν-ε θες άστα να τα πάρω και θα στα φέρω ντελόγω.

-Να ’σαι καλά Μαργιώρα, δε με γνοιάζει ας έρθουνε.

-Ελάστε παιδάκια μου να πάμενε να πούμενε για το καλό τα κάλαντα κι απός θα σας-ε γιαγύρω τση μάνας σας εγώ.

Επχιάσανε και τα τρία χεράκι-χεράκι και κλουθούνε τση Μαργιωρής.

Είχενε το σκοπό τζη, σαν εφτάξανε τως-ε λέει να ’νημένουνε απόξω, να μπει εκείνη μέσα και ύστερα να ντακάρουνε.

Επρόλαβε ’σάμε να ποκάμουνε τα κοπέλια τα κάλαντα, να ετοιμάσει τα ποχερίδια.

Τσιγαρίδες, λουκάνικο, κουραμπιέδες και ένα μερί χοιρινό, στο καλάθι σκεπασμένα.

Έδωκενε και το κατιτίς για τη καλή χέρα τω κοπελιώ και τα πήρε πάλι χεράκι-χεράκι, για το σπίτι τση μάνας τως.

Σαν εφτάξανε στην αυλή και τα θωρεί χαμογελαστά ν’ αγλακούνε στη μποδιά τζη, εκατάλαβε πως ο Θεός, έκαμενε πάλι το χρέος του.

-Μαμά! μαμά! Ιδέ παέ ξάνοιξε ήντα μας-ε δώκανε..!!!

Με δάκρυα επήρενε το καλάθι από τση Μαργιωρής τα χέργια και το ’φήνει απάνω στο τραπέζι.

-Άγιος άθρωπος είσαι Μαργιωρή, ήντα να σε ποχερίσω εδά, που δεν έχω, μόνο καφέ να σου σάσω, γη να σου βράσω μνια μαντζοράνα.

-Εμένα με χορτάσανε το (γ)κοπελιώ σου τα χαμόγελα και η αναθροφή ντως.

-Κατέχω το πώς είσαι περήφανη μάνα και δεν τα ’χεις μαθημένα να ζητούνε και να το κατέχεις πως ετουτονά θα ν’ είναι το σκολιό τσ’ αθρωπχιάς τως, γιατί θα εχτιμούνε το ψωμί ντως κ’ ετούτο να θα τα βοηθήσει να προκόψουνε.

-Εδά θα φύγω μα θα μου υποσχεθούνε, πως τη Πρωτοχρονιά θα ν’ έρθω να πάμενε πάλι να πούμενε μαζί, τα κάλαντα, ωσά και σήμερο.

-Ναι, ναι θεία, θα ν’ έρθεις να μας-ε πάρεις!

Δόξα το Μεγαλοδύναμο…

-Η Μαργωρή έκαμε τη καλή πράξη και τ’ Αη Βασιλιού.

Εφρόντισε και ένα παιχνιδάκι του κάθε κοπελιού για το καλό, να πάρει τη χαρά ντου.

Σαν εμπήκενε στο σπίτι με το Αγιοβασιλιάτικο σκουτελικό, είδενε απάνω στο τραπέζι ένα πγιάσμα βρούβες καθαρισμένες.

Οι βρούβες όμως για ετούτονέ το βράδυ, εχρησιμέψανε για σαλατικό.

Από ψηλά θα νοιώθει και ο μακαρίτης να φεύγει το βάρος από πάνω ντου…

Σάμε του χρόνου έχει ο Θεός…

Να σας ευχηθώ αγάπη στ’ εδικούς σας και σεβασμό στο ψωμί που τρώτε αγαπημένοι μου φίλοι…

Αντώνης Κουκλινός


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:192