Το τραγούδι του ξενιτεμού | της Άννας Τακάκη Γιε μου, και να μου φέρνανε οι ανέμοι τα μαντάτα πως ήφηκες οπίσω σου τση ξενιτιάς τη στράτα. Τα ξένα πως αρνάσαι τα και δεν ξαναμισεύγεις τση Κρήτης χώμα ανεζητάς, τον ήλιο τζη γυρεύγεις, Ας ήτονε να σούντανε πόρτες και παραθύρια να γκρέμιζε ο τρελός βορράς πέτρες και κεραμίδια. Να ξελογιάσω ναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τσ’ αδικιάς το κρίμα | της Άννας Τακάκη Όχεντρη, ξεφρένιαστη, τροζή, ανεμαλλιασμένη, φουργιόζα που δραμουντανά και των γκοράκω κράζει… Κόμπρα η γλώσσα τζη τρυπά κι η μπούκα τζη μολέρνει φαρμάκι πικροθάνατο που σφάζει και σκοτώνει. Κι έχει τη μούρη δράκαινας, το γροίλισμα του τίγρη, τω δε ποδιώ τζη οι ζαλιές μοιάζουνε τω δαιμόνω. Αλί και τρισαλλίμονο σ’ όποιονε κακομοίρη τονΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η τραπεζαρία μας | της Άννας Τακάκη Το τραπέζι της κουζίνας είναι αναμφίβολα το πιο σπουδαίο σε καθημερινότητα έπιπλο του σπιτιού μας. Εκεί θα πάρουμε το πρωινό, θα πιούμε τον καφέ ή το γάλα, θα φάμε μεσημεριανό και βραδινό. Εκεί σμίγει όλη η οικογένεια. Πάνω εκεί ακόμη η νοικοκυρά θα προετοιμάσει το φαγητό, θα παρασκευάσει τις πίτες ή τα γλυκάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μια χιονισμένη Πρωτοχρονιά | της Άννας Τακάκη Γυρίζοντας πίσω την κλεψύδρα του χρόνου κάτι τέτοιες μέρες, έρχονται οι μνήμες οι μάγισσες να μου θυμίσουν μια Πρωτοχρονιά στο χωριό μου, μια λευκή κατάλευκη Πρωτοχρονιά του 1963. Εκείνο το πρωί ξύπνησα κι ήταν όλα λευκά. Λευκά και παραμυθένια. Τα σπίτια, οι στέγες, τα δέντρα, οι φράχτες λες κι ήταν όλα ψεύτικα κιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα ανεβατά κουλουράκια | της Άννας Τακάκη Ήταν κάτι τέτοιες μέρες… Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Οι νοικοκυρές των σπιτιών ετοίμαζαν τα παραδοσιακά γλυκά για να υποδεχτούν τον νέο χρόνο. Πρώτα έφτιαχναν τα ανεβατά κουλουράκια, που είχαν και κάποια διαδικασία ως προς το ανέβασμα του προζυμιού. Είχαν όμως κι έναν συμβολισμό. Αυτόν του κύκλου. Ένας χρόνος κλείνει τον κύκλο του κι ένας άλλοςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα γιορτινά καλούδια | της Άννας Τακάκη Ήμουν εκεί… Πάντα θα είμαι εκεί, χρονιάρες μέρες… Στα καλούδια της μάνας μου. Σαν τελείωνε τις δουλειές της καθόταν και τ’ αποκαμάρωνε. Τα κουλουράκια μου, έλεγε, αστραύτουνε ωσάν τον ήλιο. Τούτα ’ναι σαν τα κοπελιδάκια! Όμορφα στρουμπουλά κι αφράτα, που γελούνε και παίζουνε στον ήλιο…κι ύστερα παίρνουνε το χρώμα του. Λίγο άσπρο, καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ευτυχώς, που άστραψε! (Χρονογράφημα) | της Άννας Τακάκη Μόνο ένα φως ήφεγγε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα στο χωριό. Ήτανε το φως του λουξ στο ραφτάδικο του μπάρμπα –Λευτέρη. Ο ηλεκτρισμός άργειε πολύ να ρθει ακόμη στην περιοχή. Και όποιος είχε λουξ, είχε πολυτέλεια στο φως. Τα σπίτια τότε φωτίζονταν με λυχνάρια και οι πιο ευκατάστατοι, ας πούμε, είχαν λάμπες πετρελαίου.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ένα καλάθι όνειρα | της Άννας Τακάκη Δεν ξέρω αν χωρούν ή έχουν θέση τα όνειρα μέσα σ’ ένα καλάθι, αλλά ξέρω πως το καλάθι με ακολουθεί από τα μικράτα μου. Μέσα εκεί στο περίτεχνο πλέξιμό του έχει ωριμάσει κάποιο μέρος των ονείρων μου. Κάπου εκεί έχουν περιπλεχθεί και πάμπολλες αναμνήσεις, σε μια εποχή όπου ο καλαθάς ως δημιουργός καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γκρέμισμα θες από τα Μεγάλα Σύνακρα | της Άννας Τακάκη Ο Σήφης με τη Σήφαινα φαώνονται. Εκείνη δε θέλει να παραδεχτεί ότι ο κύριος τση έχει γεράσει και δεν είναι άξος μπλιο να κάμει δουλειά. Εκείνη νεότερη κατά δεκαπέντε χρόνια εγροίκα ακόμη τη τζέρα τζη, που λένε, κι ήτονε όλο διαταγές. Σηφαλιό πήγαινε να ξετζενώσεις τσ’ αίγες να φάνε τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…