Χρόνος ανάγνωσης περίπου:1 λεπτά

Το τραγούδι του ξενιτεμού | της Άννας Τακάκη



Γιε μου, και να μου φέρνανε οι ανέμοι τα μαντάτα
πως ήφηκες οπίσω σου τση ξενιτιάς τη στράτα.

Τα ξένα πως αρνάσαι τα και δεν ξαναμισεύγεις
τση Κρήτης χώμα ανεζητάς, τον ήλιο τζη γυρεύγεις,

Ας ήτονε να σούντανε πόρτες και παραθύρια
να γκρέμιζε ο τρελός βορράς πέτρες και κεραμίδια.

Να ξελογιάσω να γνοιαστώ πως είναι η δύναμή σου
πως είν’ ο αέρας τση δροσάς που’ βγανε το κορμί σου.

Κι ως θα σφυρίζει ο βορράς, ωσάν το σφύρισμά σου
θα παίξω μια να σηκωθώ μπας ’κούσω τη λαλιά σου.

Παιδί μου, πού ν’αποσταθώ και πού ν’αποσταγιάξω
που βρέχομαι χωρίς βροχή, σε ποια γωνιά ν’αράξω;

Που κρυγιαδώνω ολημερίς δίχως να’ναι κρυγιάδα
τσι νύχτες ρίγος με βαστά σα σκέφτομαι αράδα…

Πού πορπατείς, πού στένεσαι, πού ξημεροβραδιάζεις
ποια να’ναι η γλώσσα που μιλείς, με πόσους ροζωνάρεις;

Ποιος παίρνει από τη γνώση σου, και ποιος απ’ τση ψυχής σου
κομμάτι μαλαμάτινο να ρέγεται μαζί σου;

Κι εγώ που’ σ’είχα δίπλα μου στύλο τω γερατιώ μου
και σ’ είχα «φως φανάρι μου» και φως των ομματιώ μου΄

ξανοίγω την ανατολή, σαν ήλιος ξεπροβαίρνει
και βγάνω αναστεναγμό κι εκείνος μου τον παίρνει.

Και λαχταρίζω το βορρά την πόρτα μου ν’ ανοίγει
να ξεφυσά στα μέσα μου να φεύγουνε τα ρίγη.

Μα κι ο βορράς εσώπασε κι ανέμοι δε σφυρίζου
αλλάζου, γιε μου, οι καιροί κι όλα μεταγυρίζου.

Άχι, και να μου φέρνανε οι ανέμοι τα μαντάτα
πως ήφηκες οπίσω σου τση ξενιτιάς τη στράτα.

(ανέκδοτο)

Άννα Τακάκη 


[Η φωτογραφία που συνοδεύει το ποίημα είναι του Αυστραλού Edward Lefevre Cranstone και η λήψη της έγινε την 15/12/1939 στη Μελβούρνη]


Άννα Τακάκη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:58