Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Τα γιορτινά καλούδια | της Άννας Τακάκη


Ήμουν εκεί…

Πάντα θα είμαι εκεί, χρονιάρες μέρες…

Στα καλούδια της μάνας μου. Σαν τελείωνε τις δουλειές της καθόταν και τ’ αποκαμάρωνε.

Τα κουλουράκια μου, έλεγε, αστραύτουνε ωσάν τον ήλιο. Τούτα ’ναι σαν τα κοπελιδάκια! Όμορφα στρουμπουλά κι αφράτα, που γελούνε και παίζουνε στον ήλιο…κι ύστερα παίρνουνε το χρώμα του. Λίγο άσπρο, και λίγο χρυσαφί… ανατολή και δύση.

Τ’ ανεβατά κουλουράκια της, στο σχήμα του κύκλου… Κύκλος είναι όλα, έλεγε. Κι ο χρόνος τον κύκλο του κάνει, κι ένας νέος σχηματίζεται, από ξαρχής. Έτσι όπως πλάθονται και σχηματίζονται και τα κουλουράκια.

-Ξάνοιγε καλά, παιδί μου, πως τα πλάθω!…Μην τα κάνεις στραβοδίβολα. Στρογγυλά να τα κάνεις. Να πάει καλά η καινούρια χρονιά. Ν’ ανοίξει και να κλείσει, όπως πρέπει!

-Όλα πρέπει να είναι σόμπογα, όι άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα. Και πρόσεχε! με τη σειρά να τα βάνεις στην τάβλα. Με σειρά και μέτρο πρέπει να είναι το κάθε τι στη ζωή.

Κάτι τέτοιες παρατηρήσεις άκουγα από τα σοφά χείλη της μάνας μου, καθώς ήθελα ν’ ανακατεύομαι κι εγώ στις ζύμες, μια οργιά άνθρωπος.

Κι ύστερα σειρά είχαν τα μελομακάρουνα. Μύρισε η κανέλα με το μέλι και το καβουρδισμένο σισάμι. Μύρισε το ξυσμένο πορτοκάλι, από την πορτοκαλιά μας, το ελαιόλαδο από το ευλογημένα μας λιόδεντρα, το θυμαρίσιο μέλι από τα μελίσσια μας! μύρισε όλο το σπίτι μοσκοβολιά γιορτών. Γιατί μόνο αυτές τις μέρες η μάνα μας έφτιαχνε τα μελομακάρουνα. Ποτέ άλλοτε δεν θυμάμαι. Γι’ αυτόν το λόγο το έχω συνδέσει ως γλύκισμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

-Έλα Ζαχαρώ να δικιμάσεις τσι μελομακαρούνες μου. Φώναζε στη γειτόνισσα. Μα άιντε να δεις και τα κουλούρια μου, π’ αστράφτουνε σαν τον ήλιο. Να, πάρε δυο να τα δοκιμάσεις.

Κι εκείνη αφού δοκίμαζε, είχε να πει πόσο πετυχημένες ήταν οι μελομακαρούνες και πόσο αφράτα τα κουλουράκια της.

-Λιώνουνε στο στόμα, τα μελομακάρουνά σου, γειτόνισσα. Καλοφαωμένα! Και του χρόνου με υγεία!

Κι η μάνα μου καμάρωνε για τα μελομακάρουνά της σειραδιασμένα στις πιατέλες. Τι όμορφες κοπελούδες κι αυτές! Φουνταλλαμένες με τα ξομπλιαστά τους πανωφόρια. Καμάρωνε και για τα κουλουράκια της αραδιασμένα και σκεπασμένα στις τάβλες. Τόσοι πολλοί κύκλοι ζωής!…

Μα δεν τέλειωνε εδώ η μάνα μου, όπως και η κάθε μάνα στα χωριά μας. Σειρά είχαν τώρα τα ξεροτήγανα. Οι φλογέρες του νέου έτους. Τα θιαμπόλια κατά τη διάλεκτό μας. Για τη γιορτή, για τη χαρά της ζωής. Έτσι για να μπει, ο νέος χρόνος μουσικάντης, γλυκός και τραγανός.

Το φύλλο το άνοιγε πάντα η γιαγιά μου, η Αννίκα. Μαστόρισσα ήταν στο άνοιγμα. Στα χέρια της το ξυλίκι γινόταν εργαλείο επιτηδειότητας. Λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο ήταν το χειροτέχνημά της, που το έκοβε σε μεγάλα τετράγωνα κομμάτια. Κι ύστερα άναβε η γαζιέρα μας. Κι άλλο τόσο επιτήδειες ήταν οι μαστόρισσες, που τύλιγαν το φύλο σε φλογέρες μέσα στο καυτό λάδι. Τα μόνα εργαλεία τους, δυο πιρούνια. Πάντα είχαμε βοήθεια στα γλυκούδια των εορτών. Η γειτονιά όλη συνέδραμε.

Τις άκριες από το φύλλο το έκαναν φιογκάκια για μας τα παιδιά. Μέλι, κανέλλα και καβουρδισμένο σισάμι πάνω στα φιογκάκια μας. Όμορφα και λαχταριστά στολίδια της αμετάλλακτης παιδικής γεύσης μας!

Πάντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η μάνα μας έφτιαχνε τη βασιλόπιτα.

Πάνω στο τραπέζι έτοιμα, το φρέσκο βούτυρο, τα αμύγδαλα ξεφλουδισμένα, η ζάχαρη, το αλεύρι, τα αυγά, τα μπέικιν, το κονιάκ. Μια ξεχωριστή πίτα του χρόνου ψημένη στον ξυλόφουρνο. Φουσκωτή, φουσκωτή, όμορφη και ροδαλή σαν την ροδοκόκκινη αυγή. Κι η μάνα την καμάρωνε που πέτυχε στο φούσκωμα. Κι εμείς τα παιδιά πολύ τη λιγουρευόμαστε.

Δεν είμαι σίγουρη αν η μάνα συνήθιζε να βάζει καμιά κοσάρα ή καμιά δραχμή για φλουρί, μα τα χρόνια εκείνα δεν δίναμε σημασία σε κάτι τέτοια.

-Πότε θα την κόψομε, μαμά!

-Πρώτα να ’ρθει ο Αι Βασίλης, παιδί μου… Πρώτα να μπει ο καινούριος χρόνος, γιατί δεν κάνει….

Μάλλον τα πρώτα κομμάτια ήταν για τους Αι Βασίληδες. Δηλαδή τους καλαντηστάδες που ερχότανε με το έμπα του καινούριου χρόνου να ψάλλουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, με συνοδεία βιολιού και κιθάρας. Τότε θα σηκωνόταν η μάνα μου να κόψει την πίτα, να τους κεράσει, να τους βάλει μια τσικουδιά, να τους προσφέρει κι από τα γλυκούδια που είχε φτιάξει για τις γιορτές. Ν’ ανταλλάξουν «Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά», κάνοντας και το ποδαρικό.

-Με το καλό να μασε μπει ο χρόνος! Υγεία κι ευλογία στο σπιτικό σας!

-Ευχαριστούμε! και του χρόνου να ’στε καλά, να μασε ξαναπείτε τα κάλαντα.

Κι η μάνα τους έδινε κάποιο μπουναμά και λίγα από τα γιορτινά καλούδια της.

Άννα Τακάκη


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:62