Η μαντινιάδα η φταίχτρα (δεύτερο μέρος) | της Άννας Τακάκη Την επαύριο, σαν εγύρισε από το μετόχι ο Αγησίλαος, καλεί το λεγάμενο στο σπίτι και του λέει φωνιαχτά και με μάνητα ότι ετουτα-νά δεν είναι πράματα σοβαρά και τίμια να γίνονται, να τα μαθαίνει ο κόσμος και να τους κατασύρνει1. Είναι ξεγιβέντισμα2 να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κοπελιάς, να τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (πρώτο μέρος) | της Άννας Τακάκη Νύχτα ως πάραργα1 η αυλόπορτα άνοιγε σιγά-σιγά, να μην τρίξουνε οι μεντεσέδες κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω, ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε «τ’ άδειασε όλα!» στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η αρρωστάρα | της Άννας Τακάκη Συνοραντρόυνο* ήτανε η Τριανταφυλλιά με τον Φιλάρετο. Μήνα δεν είχανε κλείσει ακόμη από τη στεφάνωσή ντως. Άνοιξη καιρού π’ αθούσανε και λουλουδίζανε οι κάμποι εβάλανε το στεφάνι. Περί τα τέλη τ’ Απριλιού, την επαύριο τση Λαμπρής είχανε το γάμο ντως. Εθέλανε να προλάβουνε να παντρευτούνε πριν από το Μάη, γιατί, λέει, το Μάη ζευγαρώνουνεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Γιαναμάθης | της Άννας Τακάκη Kείνους τους χρόνους τους καιρούς, –πάνε πολλά τέρμενα1 οπίσω– οι φαντάροι εκάνανε πολλά χρόνια στο στρατό. Σαν είχε φτάσει η ώρα ν’ απολυθούνε, γυρίζανε στα σπίτια τους κι εβρίσκανε τις γυναίκες τους ασούσσουμες2, αδύνατες και βασανισμένες, γιατί ’χανε να μεγαλώνουνε μωροκόπελα, που τους αφήνανε, είχανε και τη γης αμοναχές να τη δουλεύουνε για μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ομογενείς | του Αντώνη Μάρταλη Ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο κακός, όσο χαλασμένος και βλάκας. Βλάκας όχι στη δουλειά του, μα έξω απ’ αυτή. Μέσ’ στο μπακάλικο ή μάλλον στο παντοπωλείον του, των αδυνάτων αδύνατο να τον γελάσει κανείς ή έμπορος ήταν ή πλασιέ ή κλεπτομανής ή πεινασμένος. Μα έξω απ’ το μαγαζί του έφτανε να του κάνεις ένα μικρόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Σινάν | του Βασίλη Λιόγκαρη Δεν μπορώ τους παραδείσους σας. Θα δραπετεύσω. Κι ακόμα χειρότερα την κόλασή σας δεν μπορώ. Θα δραπετεύσω. Έτσι το ’πε και το ’κανε ο Σινάν, πνιγμένος από αναθυμιάσεις μιζέριας και καταπίεσης. Η μάνα σήκωσε τ’ ακουστικό και γιόμισε το σπίτι γέλιο. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά κι έπιασε να καθαρίσει το σπανάκι. Η ΓεωργίαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Χατζημπραήμης | της Άννας Τακάκη Από γενιά πάει το βασιλίκι, που λένε. Κι ετούτος απού θωρείς πήρε το παρατσούκλι Χατζημπραήμης από τον κύρη του κι από τον παππού του. Ένας ήτονε στο χωριό ο Χατζημπραήμης, που τ’ όνομά του το κανονικό δεν το γροίκας ποτέ. Μόνο στα χαρτιά ήτονε γραμμένο και στην ταυτότητα, το Νικηφόρος. Ο πάππος του ήτονεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Σα σκυλί | του Νίκου Νικολαΐδη του Κύπριου Πάνε μερικά χρόνια που κατοίκησα στη Λεμεσό, κι από τις πρώτες μέρες τον είχα παρατηρήσει που στεκόταν πάντα στον πυλώνα του «Ξενοδοχείου της Προκυμαίας», χωρίς να είναι ούτε θυρωρός ούτε λακές, μόλο που φορούσε κανελιά στολή με μπρούτζινα κουμπιά. Σε λίγον καιρό, ένας φίλος – γέννημα και θρέμμα της πόλης – άνοιξεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Όσοι χαρκομουζώνονται, θαρρείς χαρκιάδες είναι; | της Άννας Τακάκη Σε περαζόμενους καιρούς ήτονε ένας νεαρός σε χωριό τσ’ επαρχίας μας που τον παρομοιάζανε Βαβαλέ. Από μικιό κοπέλι φαινόντανε πως δεν εσκάμπαζε και πολύ, μα ήτονε, μαθές, κουτοπόνηρος. Σαν εμεγάλωσε δεν ήθελε να παντά τα οζά του πατέρα του, να ’τον-ε τρώει το ξεροβόρι, πότε ο χιονιάς, πότε η κάψα καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…