Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Ομογενείς | του Αντώνη Μάρταλη



Ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο κακός, όσο χαλασμένος και βλάκας. Βλάκας όχι στη δουλειά του, μα έξω απ’ αυτή. Μέσ’ στο μπακάλικο ή μάλλον στο παντοπωλείον του, των αδυνάτων αδύνατο να τον γελάσει κανείς ή έμπορος ήταν ή πλασιέ ή κλεπτομανής ή πεινασμένος. Μα έξω απ’ το μαγαζί του έφτανε να του κάνεις ένα μικρό κομπλιμέντο για να γίνει σκλάβος σου ως στην οξώπορτα, βέβαια, του παντοπωλείου του.

Μ’ όλο πούχε τελειώσει γυμνάσιο ή μάλλον επειδή τέλειωσε τέτοιο γυμνάσιο, τούλειπε εκείνο που λέμε κοινή κρίση και που τόχουν οι περισσότεροι αγράμματοι άνθρωποι.

Καλός οικογενειάρχης, δηλαδή αυστηρός. Όχι σαν μερικούς που δεν τους σέβεται ή μάλλον που δε σέβουνται την οικογένειά τους. Αυτός με ματιές και με χειροδικίες κατάφερνε να την υποτάζει και να τη συγκρατεί.

Κι αν έδιωξε σήμερα το πρωί το γιο του απ’ το σπίτι, ήταν γιατί δεν εννοούσε – κοτζάμ μαντράχαλος – να εργαστεί. Η αλήθεια είναι πως ο κοτζάμ μαντράχαλος, δυο μήνες τώρα που αποφοίτησε απ’ το γυμνάσιο, έσπαζε τα πόδια και τα μούτρα του για ναύρει μιαν οποιαδήποτε δουλειά, μα όλοι τους, λες και βάλτηκαν να σέβουνται το 1 και 82μπόι του και την κλασική του μόρφωση, και δε θέλανε να τον εκμεταλλευτούνε.

Καλά, κι ο πατέρας του; Γιατί δεν τον έπαιρνε στο μπακάλικο μαζί του;

Στη γειτόνισσα που πρόστρεξε στη φασαρία και που τόλμησε να ρωτήξει με τόσο «χυδαίο» τρόπο, κοιτάζοντάς την άγρια απάντησε: «Πρέπει να ξενοδουλέψει για να καταλάβει πώς βγαίνει το ψωμάκι».

Αυτά για τη γειτόνισσα. Μα μυστικά και εχέμυθα σκεφτόταν και υπολόγιζε: «Η υπόθεση θα καταντούσε Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει. Θα εξακολουθούσε να τον ταΐζει και να τον ποτίζει με τα λεφτά του. Και θάπρεπε να του δίνει και χαρτζιλίκι. Ενώ έξω, αν εννοούσε και αν επέμενε, θαύρισκε ένα καλό μισθό, να τον δίνει στο σπίτι, κι εκείνος η κεφαλή της οικογένειας δε θα τον αδικούσε. Θα τούδινε κάθε Κυριακή το χαρτζιλίκι του».

Αυτά σκεφτόταν κι αυτά έλεγε και, στο μεταξύ, το παιδί περπατούσε πάνω κάτω στη μεγάλη γέφυρα, όχι βέβαια ρεμβάζοντας, κι η μάνα δερνόταν κρυφά στο σπίτι για τ’ άδικο που γίνηκε στο παιδί.

Κάποτε, στην αρχή, πήγε κι αυτή να πάρει κάποια πρωτοβουλία μέσ’ στο σπίτι της, μα εκείνος το χαρακτήρισε όπου λαλούν πολλοί πετεινοί, αργεί να ξημερώσει σαν πάτημα ποδαριού, και με το ξύλο της παράδεισος έβαλε τα πράματα στη θέση τους. Όμως την είχε μ’ όλα της τ’ αγαθά. Η «δούλα» δεν της έλειψε. Κι αυτηνής πάλι δεν της έλειπε τίποτε. Τη θεωρούσε, εκάστοτε, μέλος της οικογένειας και φρόντιζε ο ίδιος προσωπικώς για όλα, μα για όλα της. Άνθρωπος ήταν κι αυτή, και εφόσον ζούσε μέσ’ στο ιερό περιβάλλον της εστίας του έπρεπε εκείνος να εποπτεύει την εσωτερική της ζωή, δηλαδή να την παραμονεύει και να την τακτοποιεί. Το ίδιο έκαναν κι οι παλιοί άνθρωποι. Η Βίβλος είναι γεμάτη παραδείγματα.

Έτσι ο άνθρωπός μας δεν υστερούσε σε τίποτε από ένα παλιοάνθρωπο.

Το λοιπόν, η παροικία, εκτιμώσα την κοινωνικήν, δηλαδή την παντοπωλειακή του θέση τον ετίμησε με την εκλογή της. Πρόκειταν για ένα λαμπρό Σωματείο. Προηγήθηκαν κάτι βολιδοσκοπήσεις και σφυγμομετρήσεις, δηλαδή κάτι μου σου, και τον βρήκαν κατάλληλο για άνθρωπό τους.

Αυτό θα τον εξύψωνε χωρίς να τον ζημιώνει οικονομικά. Τ’ αντίθετο μάλιστα. Όλος ο αφρός της παροικίας θα γινόταν τακτικοί πελάται του. Είπε πως θα σκεφτεί και θ’ απαντήσει. Κι εκείνη τη μέρα βέβαια τα μάτια του και τα χέρια του ήταν στη δουλειά, ο νους του όμως ανακεφαλαίωνε τα μου σου που διαμείφθηκαν. Κατά το μεσημέρι σαν άνθρωπος τακτικός έβγαλε το συμπέρασμά του: «Δε χρειάζεται ακράδαντη πεποίθηση, ούτε καν πεποίθηση, σε κάτι για να το υποστηρίξεις ή μάλλον να το καλλιεργήσεις και να το προωθήσεις. Οι δισταγμοί είναι συναισθηματικότητες, δηλαδή ζημιά. Η πίστη είναι συνήθεια, δηλαδή θ’ ακολουθήσει. Και γιατί, σας παρακαλώ, ο σκοπός να εξαγιάζει τα μέσα κι όχι τα μέσα το σκοπό;». Εδώ σταμάτησε το μυαλό του. Η τελευταία αυτή φράση ήταν μέσ’ στα μου και σου που διαμείφτηκαν και του άρεσε πολύ, μα δεν μπορούσε να την καταλάβει.

Κι όπως στεκόταν αμήχανος, ξαφνικά γιόμισαν τα μάτια του και το μαγαζί αφρό. Έναν ωραίο και πολύχρωμο αφρό από μια βρωμερή ζύμωση.

– Ένα κιβώτιο ουίσκι, σας παρακαλώ. Στείλτε το σπίτι.

– Μάλιστα, εγώ παρακαλώ.

– Έχετε καλό αυγοτάραχο;

– Μάλιστα θαυμάσιο, Ρούσικο, με το συμπάθιο.

Άρπαξε το τηλέφωνο σα σανίδα σωτηρίας. Τηλεφώνησε στον παροικιακό παράγοντα, τον κύριο των μου και σου. Μέσα σε δυο λεφτά η αγοραπωλησία τέλειωσε.

Σήμερα είναι εξωφρενών, γιατί απόντος του πάρτηκε απόφαση να γίνει ένα μικρό στοκ – 100 κουτάκια – οδοντογλυφίδες, για το Κυλικείο του Σωματείου τους.

Έπρεπε εφόσον πρόκειται δι’ αγοράς να τον ειδοποιήσουν να παραστεί στη συνεδρίαση εξάπαντος. Ή μπας και δεν τον λογαριάζαν ο πήξης κι ο δείξης, που, καλύτερα να μην άνοιγε το στόμα του. Δεν πρόκειται για τις οδοντογλυφίδες. Πρόκειται για την περιφρόνηση και το κακό προηγούμενο. Γιατί, πρώτα απ’ όλα, οδοντογλυφίδες, κείνος δεν είχε, μα θα μπορούσε να τους τις προμηθέψει και σαν ειδικός να προσέξει να μην τους γελάσει κανένας άλλος.

Και λέει τώρα το παράπονο και την αγανάκτηση της τσαλαπατημένης ειδικότητάς του σ’ ένα περαστικό παιδικό του φίλο πούχε χρόνια να τον δει και που η εκτίμηση γι’ αυτόν τον έκανε να τον αναφέρνει συχνά στο γιο του σαν παράδειγμα μορφωμένου και τίμιου ανθρώπου.

Στη γυναίκα του τον ανάφερνε σαν άνθρωπο έντιμο μέχρι βλακείας.

Κι από κουβέντα σε κουβέντα, από τις οδοντογλυφίδες στην κρίση της αγοράς κι από την κρίση της αγοράς στην πολιτική κατάσταση κι από την πολιτική κατάσταση στον πόλεμο που ετοιμάζει η Αμερική… για να σώσει την ειρήνη, εκεί που γελούσαν εγκάρδια για το χωρατό, γυρνά ο φίλος και καρφώνοντάς τον στα μάτια ρωτά:

– Κι εμείς τι κάναμε και τι κάνουμε μπροστά σ’ ένα τέτοιο τρομερό κίνδυνο που πάει να χτυπήσει όλη την ανθρωπότητα και να τη φέρει αιώνες πίσω;

Τι κάνουμε για να πάψουν οι άνθρωποι να γίνονται σωματικά και ψυχικά ανάπηροι; Τι κάνουμε για να πάψουν πια οι μάνες χαροκαμένες να ολολύζουνε στα πέρατα του κόσμου;

Έκλεισε τα μάτια του από τον ίλιγγο. Μα όλα αυτά θα περνούσαν και θα ξεχνιόντουσαν σαν ένα κακό όνειρο, αν ο ευλογημένος ο φίλος δεν τούλεγε: «Πες μου, τι θέση πρέπει να πάρουν οι άνθρωποι, οι τίμιοι άνθρωποι μπροστά σ’ ένα τέτοιο κίνδυνο; Όχι βέβαια να σταυρώσουν τα χέρια τους και να περιμένουν».

Μετά μίλησαν για τα μαθητικά τους χρόνια και για παλιούς φίλους που ξενητεύτηκαν ή πέθαναν. Θυμήθηκαν τον παιδικό τους φίλο το Χρήστο τον Καϊλή, με τα χωρατά του και τις φάρσες του, που σκοτώθηκε στον περασμένο παγκόσμιο πόλεμο κι άφησε μάνα, γυναίκα και παιδιά στο δρόμο. «Τι έκανε η «πατρίς» γι’ αυτούς; Έγραψε τ’ όνομά του «χρυσοίς γράμμασι» σε μια πλάκα και την ανήρτησε στον αυλόγυρο της εκκλησίας προς παραδειγματισμό».

Χωρίσαν με την ανάμνησή του σα δυο άνθρωποι που τρέχουν να γλυτώσουνε από μια θύελλα.

Έφυγε ο φίλος, κι ο άνθρωπός μας που δεν ήταν τόσο κακός, όσο χαλασμένος και βλάκας, βυθίστηκε σε βαθειά συλλογή. Το ερώτημα του φίλου του μιλούσε στ’ αυτιά του: Πες μου τι θέση πρέπει να πάρουν οι άνθρωποι, οι τίμιοι άνθρωποι μπροστά σ’ ένα τόσο τρομερό κίνδυνο; Κι ασυναίσθητα ήταν σα ν’ απαντούσε ο ίδιος: Όχι βέβαια να σταυρώσουν τα χέρια τους και να περιμένουν.

Ύστερα τον έπιασε ένας πανικός τι να κάνει, τι να κάνει; ήταν σα να σέρνουνταν ύπουλα φίδια στην έρημο για να μπουν στην πόλη. Και τα είδε και τόξαιρε μόνον αυτός κι έπρεπε να χυμήξει σ’ ένα καμπαναριό ν’ αρχίσει να χτυπά τις καμπάνες. Κι αρπάζει το τηλέφωνο και τηλεφωνά λαχανιασμένος στον παροικιακό παράγοντα, εκείνον που με τα μου και σου τον κατάφερε.

– Τα σέβη μου αξιότιμε κύριε… (δεν είχε σημασία αν ο αξιότιμος κύριος ήταν είκοσι χρόνια νεώτερός του).

Ο άλλος του λέει πως ναι, πληροφορήθηκε για το ζήτημα των οδοντογλυφίδων και εξανέστη. Πως ήτο μεγάλη παράλειψις εκ μέρους των και θα διαμαρτυρηθεί.

Ο άνθρωπός μας τον ευχαριστεί θερμά, μα δεν πρόκειται, λέει, τόσο για τις οδοντογλυφίδες όσο για το ζήτημα του τρομερού πολέμου που ετοιμάζεται. Τι μπορούνε να κάνουνε… Τουλάχιστον για τους αναπήρους, δηλαδή…

Ο άλλος τον διακόπτει απότομα. Τι ανοησίες είναι αυτές, τι παραμύθια; Ναι, για τις οδοντογλυφίδες έχει απόλυτα δίκιο.

– Μα, τόλμησε ο άνθρωπος, τον άρχισαν κιόλας στην Κορέα… Όσον αφορά τους αναπήρους…

Η απάντηση έρχεται αποστομωτική: Αυτά δεν είναι δικιά μας δουλειά. Εν τοσούτω απορεί πως αυτός ένας, με το pardon, μπακάλης, δε θέλει να γίνει πόλεμος. (Γελώντας). Φαίνεται πως παραμάζεψε λεφτά. (Βιαστικά). Ν’ ακούσει ο αγαπητός του. Να του στείλει στο σπίτι ένα κιβώτιο από κείνες τις κονσέρβες αστακού που έχει, μαζί με το τιμολόγιο. Και, δεν του λέει, ποιος ήρθε και του ξεσήκωσε τα μυαλά;

Ο άνθρωπός μας μπρος στην παραγγελία του κιβωτίου από κείνες τις κονσέρβες του αστακού που έχει, μαζί με το τιμολόγιο, καταλαβαίνει μ’ όλη του τη βλακεία πως έκανε λάθος ν’ αποτανθεί σ’ αυτόν, και πάει ν’ αλλάξει κουβέντα: Θα σας τις στείλω αμέσως και…

Ο άλλος επιμένει να μάθει.

– Μπα, κάποιος παιδικός μου φίλος… ένα καλό παιδί… αστεία πράγματα.

Ο άλλος ανακριτικά τον ρωτά πώς λέγεται.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ: (αμήχανα) Μα… Χρήστος.

Ο ΑΛΛΟΣ: Χρήστος τι;

Ο άνθρωπός μας υποψιάζεται τώρα πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία και πως η επιμονή αυτή για να του πει τ’ όνομα του φίλου του δεν είναι για καλό του και του απαντά αποφασιστικά:

– Χρήστος Καϊλής.

– Χρήστος Κα-ϊ-λής, συλλαβίζει ο άλλος σα να σημείωνε ή μάλλον να κάρφωνε κάπου, για να τρομοκρατήσει τον ανθρωπάκο μας, που με αβρότητες και σέβη κλείνει το τηλέφωνο και κάθεται σα χτυπημένος. Θυμάται το Χρήστο Καϊλή, το χαρούμενο φίλο του πούτρεξε καμαρωτά και ηρωικά στη φωνή της πατρίδας κι άφησε μάνα, γυναίκα και παιδιά ορφανά στους δρόμους.

Ύστερα, πριν τη συνηθισμένη ώρα, κλείνει το μαγαζί και ξεκινά για το σπίτι του. Στο δρόμο ξαφνικά συλλογίζεται το γιο του και τον πλημμυρίζει παράφορη στοργή και βαρειά τύψη για τα πρωινά. Ανοίγει το βήμα του μ’ έγνοια.

Φτάνοντας στο σπίτι μαθαίνει απόνα σημείωμα πως ο γιος του κι η γυναίκα του θα κοιμηθούν απόψε στης αδελφής της. Ησύχασε. Πριν κοιμηθεί βάλθηκε να συλλογίζεται πάλι το Χρήστο Καϊλή, κι ό,τι δεν τολμούσε να παραδεχτεί στο ξύπνο του, το βλέπει στον ύπνο του.

… Σα να πουλούσε, λέει, σε κλουβιά κόκκινες πεταλούδες, σε βαρέλια του λαδιού πηχτό αίμα και κρέας βοδινό σε τσιγκέλια. Η παροικιακή προσωπικότητα στεκόταν μ’ επισημότητα αγοραστής και ξωπίσω του συνωστιζόντουσαν οι κύριοι σύμβουλοι του Σωματείου μ’ άλλες παροικιακές προσωπικότητες. Όλοι θέλαν ν’ αγοράσουν, μα αυτός δεν εννοούσε να πουλήσει με κανένα τρόπο. Τότες εκείνοι με το ζόρι άρχισαν να φορτώνουν σ’ ένα καμιόνι πετώντας του κατάμουτρα, όπως καθόταν πίσω απ’ το γραφείο του, αντίς για λεφτά κουτιά με κονσέρβες. Στο τέλος τον πλησίασε όπως ήταν θαμμένος σχεδόν στις κονσέρβες ο κύριος που με τα μου και τα σου τον κατάφερε να τους πουλήσει τη συνείδησή του, κι άρχισε να τον μπουκώνει μ’ οδοντογλυφίδες φωνάζοντας πως έννοια του και θα στον συγύριζαν αυτόν τον κύριο Χ ρ ή σ τ ο Κ α ϊ λ ή. Θα του σβήναν τ’ όνομά του από τη μαρμαρένια πλάκα του αυλόγυρου γιατί φέρθηκε αχάριστα. Ύστερα γυρνά και τι να δει. Το μαγαζί είχε αδειάσει. Στη μέση μόνο σ’ ένα τσιγκέλι κρεμόταν με το κεφάλι προς τα κάτω ο γιος του. Όχι δεν ήταν ο γιος του, ήταν ο Χρήστος Καϊλής και στάζαν, Θε μου, τα μάτια του αίμα.

Ξύπνησε μουγκρίζοντας. Άναψε τσιγάρο και βάλθηκε να σκέφτεται. Θυμήθηκε κάτι άλλες όχι και τόσο καθαρές ενέργειες του Σωματείου. Κι αιστάνθηκε πως δέχτηκε την υπόσχεση της οικονομικής ενίσχυσης των κυρίων αυτών με αντάλλαγμα σάρκες, αίμα και ψυχές.

Κ’ ένοιωσε μιαν αγωνία τρομερή πως δε θα μπορέσει πια να κοιμηθεί σ’ όλη του τη ζωή.

Αντώνης Μάρταλης


Αντώνης Μάρταλης

Ο Αντώνης Μάρταλης γεννήθηκε το 1911 στο Πορτ Σάιντ. Απόφοιτος της Αμπετείου Σχολής στο Κάιρο, τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την παράδοση μαθημάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας και εργασίες σχετικές με τη βιομηχανική χημεία. Είχε αγωνιστική δράση, με επιπτώσεις, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε στα 1960. Δραστήριο μέλος της Επιτροπής Δημοσίων Εκδηλώσεων της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μέχρι τη δικτατορία, μέλος του Δ.Σ. (1977-1979), μέλος της Συνδικαλιστικής Επιτροπής μέχρι τον θάνατό του, στις 21/8/85.

Ποιητικές συλλογές: «Αθάνατες ζωές», «Οι ντροπές μου», «Ποιήματα», «Ασυνέπειες», «Παράκαιρα και επίκαιρα», «Η ζούγκλα των αγγέλων», «Ο Αίσωπος στον καιρό μας», «Μπρος στο μέλλον», «Η άλλη Κοκκινοσκουφίτσα», «Εδαφικά», «Συνέχεια», «Βιβλίο από βιβλία».

Και σε δική του απόδοση: Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ, Από την αγωνιστική Αραβική ποίηση, ΜΟΧΟΥΑ (Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ), Νέγρικα και άλλα ποιήματα. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα ρωσικά, στα βουλγάρικα, στα αραβικά, στα τούρκικα.

Όλα τα βιβλία του είναι ποιητικές συλλογές. Το διήγημα «Ομογενείς» γράφτηκε για την προοδευτική εφημερίδα του Καΐρου «Η φωνή». Δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Μιχάλης Καϊλής την 1η Νοεμβρίου 1952.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:249