Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (πρώτο μέρος) | της Άννας Τακάκη


Νύχτα ως πάραργα1 η αυλόπορτα άνοιγε σιγά-σιγά, να μην τρίξουνε οι μεντεσέδες κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω, ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε «τ’ άδειασε όλα!» στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του.

Κρατεί καλά και το πεσκέσι του, ένα κατωκαύκαλο και μισό γουλίδι2 τυρί, να φάει την επαύριο, μπεκιάρης3 άθρωπος ως ήτανε. Το πανωκαύκαλο δηλαδή, μόλις που τ’ απομάσησε με λάδι, αλάτσι και μυζήθρα της κουρούπας4, ξελιμπαρισμένος5, μαθές, από τα ερωτικά του «τσαλίμια».

Δεν ήτανε μόνο οι νύχτες οι πλια μπιστικές, για να καλαφατίζει6 τη Ζουμπουλιά ο βαρβάτος νεαρός. Μα και μέρα μεσημέρι την-ε κουκούριζε7, όπου την-ε πετύχαινε ή στο κηπούλι να ποτίζει ή στο θέρος να θερίζει ή στο φούρνο να φουρνίζει ή να πλύνει στη σκάφη. Αμοναχή μόνο να την αντάμωνε. Κι εκείνη μετά χαράς άνοιγε χέρια, πόδια και τον περιποιότανε.

Φαίνεται, ο μυαλός τούτης της νιας ήτανε ολίγον αρύς8 και το ένα της μάτι αλλοιθώριζε. Τα χέρια όμως, τα πόδια, το κορμί της ήτανε γερά. Ολίγον αμπάσα9 στις κινήσεις, μα δουλειές δεν άφηνε πίσω, μήδε και νοικοκυριό ακατάστατο. Νοικοκερά και παστρική ήτανε η Ζουμπουλιά.

Κιανείς όμως δεν ήθελε να την-ε παντρευτεί, για τα κουσούρια απού ’χε. Μήδε γνωστικός, μήδε και παζαβός10. Δεν ήτανε, μαθές, κι άσκημη κοπελιά. Μια σταλιά παζαβή ήτανε.

Δυο αδερφούς απού ’χε τους μαγέρευε, τους έπλυνε και κατάστενε το σπίτι. Μα ’κείνοι, πούρι, τον πλια πολύ καιρό, ελείπανε στα μετόχια ντως, απού ’χανε οζά και περουσίες κι η αγαθή κοπελιά επόμενε ολομόναχη κι ήντα να κάνει!

Η μάνα τους ήτανε, αποθαμένη χρόνους κι η Ζουμπουλιά είχε μάθει να τα κάνει όλα. Μέχρι απού ’μαθε και το «κοκό»11 κι εγλυκάθηκε. Σάμπως και δεν εκάτεχε η έρμη πως ο κορακομάτης ο Ηρακλής επήγαινε για να βγάλει τα σώψυχα και τα ξώψυχά του. Κι εκείνη η αγαθιάρα του σύμπασχε κι αρεσκότανε σ’ όλες του τσ’ ορέξεις.

Άμα του ’κανε τη δύσκολη, της έλεγε πως το ’χε σκοπό να την-ε στεφανωθεί κι εκείνη με το λίγο μυαλό, απού ’χε, τον πίστευγε και του καθότανε, σαν την όρνιθα. Το κατέχανε και τ’ αδέρφια της, το νταλαβέρι απού ’χε με τον Ηρακλή, μα σου λέει μια του κλέφτη δυο του κλέφτη θα τον-ε πιάνανε στα πράσα, για να του την-ε πασάρουνε. Περιουσία είχανε καλή να την-ε πανωπρουκήσουνε12.

Δεν ήτανε δα κι ολότενα για τη Σούδα13; Το ό,τι γειτόνευγε ο Ηρακλής τη Ζουμπουλιά το γνωρίζανε κι οι χωριανοί κι έλεγε ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του.

-Που κατέχεις; Μπορεί και να την-ε πάρει. Ας είναι μια ολιά παζαβούλα. Νογά όμως από νοικοκεριό… Ντα δεν είναι δα κι εκείνος πλια καλός! Πώς κατέχει να την-ε… γειτονεύγει;

-Κοντό14, να την-ε πάρει την παζαβή, απού ’ναι και μεστωμένη15; Ελέγανε άλλοι.

-Δεν τον-ε θωρείς πως πετά το μάτι του και ξανοίγει τα κοριτσόπουλα; Εκείνος εβρήκε να περνά την ώρα του. Ήβρηκε τον… κουβά ν’ αδειάζει τ’ ασκάγια του, κι απόι, άιντε γεια σας… Άιντε γεια σας κι αέρας στα πανιά σας!

Μια γειτόνισσα, η Φιλιά, την-ε δασκάλεψε:

-Ωρή Ζουμπουλιώ, εγώ θωρώ κι έχεις πολλά σύρε-ξέσυρε με τον Ηρακλή. Να σε πάρει θέλει;

-Άμα βγει, λέει, ο γάιδαρός μας στη σκια16, να ’χω τ’αμέντε μου για να ’ρθει να με ζητήξει από τσ’ αδερφούς μου. Κατέχεις, ελόγου σου, ποιο μήνα βγαίνουνε οι γαϊδάροι στη σκιά;

-Ε, κακομοίρικο, παίζει σε! Ήντα δουλειά έχει, ωρή, ο γάιδαρος στη σκια; Μπορεί να βγει εκειά πάνω; Πιάσε τον αδερφό σου, να του μιλήσει. Αν έχει σκοπό να σε στεφανωθεί, να κάμει την απόφαση και καλή περιουσία έχεις. Αλλιώς ήντα πράματα είναι τουτα-νά, κοπελιά αμάλαγη17 και να σ’ αφήσει «καταστρεμμένη18»; Κι αν-ε σ’ αφήσει, ωρή, κι αγαστρωμένη και φύγει, ήντα θα γενείς; Για να σε δω καλά, Ζουμπουλώ… Θωρώ και τρουλώνει19 η κοιλιά σου. Επάχυνες ωρή, γή έχεις πράμα αγάστρι;

-Ε, φαΐ.., φαΐ, φαίνεται πως επάχυνα, γιατί εδά τελευταία μ’ άνοιξε την όρεξη ο Ηρακλειός. Ντα, βάνω του κι αυτινού και τρώει μια πιατιά20 φαΐ κι απόι φεύγει.

-Δηλαδή, τον-ε καλοταΐζεις απ’ όλες τσι μπάντες21, ε;

Την άλλη μέρα πιάνει η Φιλιά από κοντά τον αδερφό της τον Αγησίλαο, γιατί ο άλλος ήτανε κι αυτός παρακατσευτός τση γνώσης! Λέει του να ’χει το νου του, γιατί ετούτο-να το νταλαβέρι απού ’χει η αμπλά του με τον Ηρακλή δε θα τση βγει σε καλό. Κι αν-ε την-ε γαστρώσει;

-Ε, άμα την-ε γαστρώσει, θέλει και δε θέλει θα την-ε πάρει, τσ’ απαντά κι αυτός.

[Ακολουθεί η συνέχεια]

Γλωσσάρι

1 Πάραργα = προχωρημένη ώρα της νύχτας.

2 Γουλίδι (το) = μεγάλο κομμάτι.

3 Μπεκιάρης (ο) = απάντρευτος, μοναχός.

4 Κουρούπα (η) = μικρό πιθάρι.

5 Ξελιμπαρισμένος (ο) = ξαλαφρωμένος, καθαρός.

6 Καλαφατίζω = φτιάχνω, επισκευάζω, προσεγγίζω ερωτικά.

7 Κουκουρίζω = ερωτοτροπώ.

8 Αρύς (ο) = αραιός, χλιαρός.

9 Αμπάσα (η) = αργοκίνητη, αργόστροφη.

10 Παζαβός (ο) = παλαβός, ελαττωματικός.

11 Το κοκό = αυγό στη γλώσα των παιδιών, «το… πονηρό», (μτφ.) το σεξ.

12 Πανωπρουκίζω = παρέχω περισσότερη προίκα.

13 Δεν ήτανε δα για τη Σούδα (ιδ. φρ.) = δεν ήταν για το τρελοκομείο.

14 Κοντό = λες να, μπορεί.

15 Μεστωμένη (η) = ώριμη, ηλικία της γυναίκας που έχει περάσει την πρώτη νεότητα.

16 Σκια (η) = η συκιά.

17 Αμάλαγη (η) = καθαρή, απείραχτη, ανέγγιχτη.

18 «καταστρεμένη» (η) = ξεπαρθενεμένη.

19 Τρουλώνει = τουρλώνει φουσκώνει.

20 Πιατιά (η) = ένα μεγάλο και γεμάτο πιάτο.

21 Μπάντα (η) = πλευρά.

Άννα Τακάκη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» της Άννας Τακάκη, Σβούρα Εκδοτική 2023, ISBN 978-618-86522-5-5


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:195