Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Ο Σινάν | του Βασίλη Λιόγκαρη



Δεν μπορώ τους παραδείσους σας. Θα δραπετεύσω. Κι ακόμα χειρότερα την κόλασή σας δεν μπορώ. Θα δραπετεύσω. Έτσι το ’πε και το ’κανε ο Σινάν, πνιγμένος από αναθυμιάσεις μιζέριας και καταπίεσης.

Η μάνα σήκωσε τ’ ακουστικό και γιόμισε το σπίτι γέλιο. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά κι έπιασε να καθαρίσει το σπανάκι.

Η Γεωργία άνοιγε το φύλλο από καλοπλασμένο σταρένιο αλεύρι. Το καυτό λάδι τσουρούφλιζε τη γέμιση από φέτα και μπαχαρικά. Μυρουδιές και πυκνοί υδρατμοί ντουμάνιασαν στο ταβάνι.

Η Μαργαρίτα δεν έδωσε εξηγήσεις. Της απόμεινε ακόμα το ευτυχισμένο χαμόγελο απ’ την ανάμνηση του τελευταίου τηλεφωνήματος.

«Πες μας και μας να γελάσουμε!». Μουρμούρισε, πάντα περίεργη, η Γεωργία με μια δόση πίκρας κι απαίτησης, πως σαν φιλενάδες που είναι με τη Μαργαρίτα θα ’πρεπε από μόνη της να της πει ποιος ήταν στο τηλέφωνο κι όχι η ίδια ν’ αναγκαστεί να ζητήσει εξηγήσεις.

«Ο Σινάν καλέ. Ο Σινάν ήταν απ’ το Λονδίνο. Πόσο μεγάλωσε που παντρεύεται κιόλας».

– Μάμα εσύ έρτσι γάμο μου. Εγώ στείλω λεφτά και ο πάπα και ο Τάσος και ο Δημήτρης όλοι.

– Βρε Σινάν, βρε αγόρι μου. Είναι εύκολο όπως το λες; Μα πώς να γίνει; Η ώρα η καλή να ’ναι. Καλά στέφανα και καλό χαΐρι να ’χεις, μα πώς να ξεσηκωθούμε χειμώνα καιρό;

Κι έπειτα ο Κώστας δε δουλεύει. Ξέρεις δα, η οικοδομή έκλεισε. Τα γιαπιά χάσκουν στους ανέμους ακυβέρνητα. Οι μαστόροι όλοι περνάνε τον καιρό τους στους καφενέδες. Και τα μαστορόπουλα!!! Θυμάσαι και συ Σινάν, που έκανες το μαστορόπουλο κι έλεγες πως έγινες ξεφτέρι στο καλούπωμα κι αντίλογο δε σήκωνες;

Έσκασε στα γέλια ο Σινάν.

Ο Σινάν τώρα φοράει τη λαμπερή στολή του γκρουμ, που κρύβει άλλους «παραδείσους», το ίδιο σκληρούς κι απάνθρωπους. Ο Σινάν τώρα φοράει παπιόν με μαύρο γιλέκο, κόκκινες πιέτες κι ένα καμπανάτο στρατηγικό καπέλο με πορτοκαλιά σιρίτια.

Ο Σινάν δεν κοιμάται πια κάτω απ’ τις σκαλωσιές και τις μαρκίζες.

Ο Σινάν τώρα παντρεύεται μια δεύτερη ξαδέλφη που κατάφερε κι αυτή να φτάσει στο Λονδίνο απ’ το μακρινό Κουρδιστάν. «Εγκώ μάμα. Θέλω έρτσις. Νο problem». H Γεωργία άπλωσε το φύλλο στο ταψί κι έκοψε την πίτα σε μικρά κομμάτια. Η περιέργειά της ικανοποιήθηκε. Η συζήτηση άλλο για τον Σινάν δεν την ενδιέφερε. Μπορούσε και κείνη να μιλά με τις ώρες για δικούς της ανθρώπους. Κι αυτό έκανε πριν, αν δεν τη σταματούσε το χτύπημα του τηλεφώνου και γιόμιζε το σπίτι απ’ την παρουσία του Σινάν. Όλος ο Σινάν ήταν δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια, κι ένα μελαγχολικό χαμόγελο σ’ ένα αποστεωμένο χνουδωτό πρόσωπο. Στο ήρεμο βλέμμα του διέκρινες την απόγνωση του πρόωρα γερασμένου παιδιού.

Κι αν πεινούσε, κι αν διψούσε, κι αν δούλευε, τα μάτια μόνο άνοιγε και σε κοιτούσε. Και μέσα απ’ το θλιμμένο χαμόγελο, άφηνε να ξεγλιστράνε μια μια οι πίκρες σαν καταχωνιασμένοι χοχλασμοί στα βαθιά της ψυχής του. Κι αν του μιλούσες κι αν ρώταγες το κάθε τι, απαντούσε το χαμόγελο και κάτι σαν ήχος θαμπός και σιωπηλός.

«Νο problem».

Γιατί ο Σινάν τότε δεν ήξερε γρι ελληνικά.

– Ο Σινάν φάνηκε ένα καυτό μεσημέρι του περασμένου καλοκαιριού στο γιαπί στα Μελίσσια και ζήτησε τον πατέρα. Φορτώναμε με τον Δημήτρη τα μαδέρια απ’ τη σκαλωσιά. Να καλουπώσουμε, ώστε με το σούρουπο να πέσει το μπετόν. Ο πατέρας μισόγυμνος και ιδρωμένος κατέβηκε δυο – δυο τις σκάλες απ’ τον δεύτερο όροφο κι έσφιξε τον Σινάν στην αγκαλιά του. Τον τράβηξε τρυφερά και τον κάθισε σε μέρος σκιερό πάνω σ’ ένα άδειο τσουβάλι τσιμέντου. Ύστερα πρόσταξε να φέρουμε ό,τι αναψυκτικό είχε απομείνει απ’ το μεσημεριάτικο φαγητό.

Ο Δημήτρης είχε κρύψει μια κόκα – κόλα στη φιλόξενη κόχη δυο τούβλων. Μια κόκα – κόλα που δεν άργησε όμως ν’ αλλοιωθεί από μαγνητικά κύματα ζέστης και να γίνει μια μαύρη χλιαρή άχνα. Έτσι προσφέρθηκα εγώ να πεταχτώ στ’ αντικρινό καφενεδάκι κι εκμεταλλευόμενοι όλοι τον ερχομό του Σινάν βρήκαμε ευκαιρία να δροσιστούμε και να ξεδιψάσουμε.

Ο πατέρας δε μας είχε μιλήσει ποτέ για τον Σινάν. Ίσως γιατί δεν το ’φερε η κουβέντα. Ίσως γιατί ποτέ δεν πίστεψε πως ο Σινάν θα κάνει χρήση της πρόσκλησής του, πως αν βρεθεί στην Αθήνα να ’ρθει να τον βρει.

Ίσως επειδή είχε περάσει πολλά και δεν ήθελε να θυμάται τις σκληρές στιγμές της φυλακής στα Διαβατά Θεσσαλονίκης.

Πάντως δεν είχε πει κουβέντα.

Κι όταν με τον Δημήτρη κοιταχτήκαμε απορεμένοι στα μάτια, είπε: «Άντε τώρα συνεχίστε τη δουλειά σας και σαν θα ’ρθει η ώρα θα τα πούμε. Μόνο τηλεφώνησε στη μάνα σου, να ζεστάνει νερό, να ετοιμάσει στρωσίδια κι όμορφο φαγητό, γιατί σήμερα έχουμε μουσαφίρη». «Ένα Τουρκάκι;», έκανε έκπληκτη η μάνα από την άλλη άκρη του ακουστικού, αφήνοντας μακρόσυρτο χασμουρητό, σημάδι πως της κόψαμε τον ύπνο.

Ένα Τουρκάκι. Μιας μπουκιάς άνθρωπος, καν 15, καν 16, ποιος ξέρει ίσως και 17. Ένα Τουρκάκι βρώμικο, ξυπόλυτο και πεινασμένο. Ένα Τουρκάκι συνομήλικό μας, ανάμεσα στον Δημήτρη και μένα.

Πράγματι, ο πατέρας δεν ήθελε να θυμάται εκείνες τις φριχτές μέρες της φυλακής, που τόσο τον ταλαιπώρησαν. Γέμιζε η ψυχή του οργή κι ώρες ώρες ένα θανατερό μίσος ανέβαινε απ’ το στήθος κι έφραζε το λαρύγγι να τον πνίξει. Πώς τον κατάφεραν έτσι; Δαίμονες ήταν! Κάτω απ’ τα καλοραμμένα κοστούμια και τις μεταξένιες γραβάτες, μαέστροι ήταν της κομπίνας και της μπαμπεσιάς. Και τον ξεγέλασαν. Του ’ταξαν λαγούς με πετραχήλια. Επιχειρήσεις κι αφεντιλίκια του ’ταξαν, ώσπου να καταφέρουν να πάρουν την υπογραφή του. Εκείνος υπέγραφε τα δάνεια απ’ την τράπεζα κι εκείνοι τσέπωναν τα λεφτά. Κι όταν ήρθε η ώρα της πλερωμής, μην τους είδατε. Άφαντοι γίνανε. Πάνε οι επιχειρήσεις, πάνε κι όλα. Πάει κι η όμορφη κοντρολαρισμένη με το καθημερινό ζωή. Κι εκείνος με τη ρετσινιά «των ακάλυπτων επιταγών» να βολοδέρνεται σ’ έναν πνιγηρό χωρίς παράθυρα χώρο μαζί με μια δεκαπενταριά κλεφτρόνια, πρεζόνια, νταβατζήδες, μπαταχτσήδες και νταήδες.

Μέχρι που ένα πρωί άνοιξε η πόρτα και ο δεσμοφύλακας έσουρε καταγής ένα υπόλειμμα ανθρώπου, ακίνητου και φοβισμένου. Τα υγρά μάτια και το σμάλτο απ’ τ’ αστραφτερά του δόντια λάμπανε στο μισοσκόταδο.

Κούρνιασε πλάι στον πατέρα. Ένας λυγμός χωρίς ήχο, άτονος και σπασμωδικός, ταρακουνούσε το κορμί του.

Ήταν ο Σινάν.

Ο πατέρας άγγιξε το μέτωπό του και τον καθησύχασε. Κυματισμός ρεύματος ενεργοποίησε το ναρκωμένο σιωπητήριο των συναισθημάτων του.

Εγερτήριο μνήμης για τα δυο του παιδιά, τα μάτια και το χαμόγελο του λυπημένου Σινάν.

Τον αντάμειψε με τη συντροφιά του. Ξεθάρρεψε ο Σινάν απ’ το στοργικό χάδι του πατέρα και σε λίγες μέρες έγινε ο μικρός φίλος του κελιού.

«Σαν βγεις, σαν βγούμε από δω μέσα, θα κατέβεις στην Αθήνα να με βρεις. Κι ό,τι μπορώ θα κάνω για σένα». Έσφιξε στη χερούκλα του το μικρό χεράκι του Σινάν και τον χάιδεψε στα μαλλιά. Ύστερα η πόρτα της φυλακής άνοιξε για τον πατέρα, μια και κατάφερε να πληρώσει τα χρέη του.

Ο Σινάν έπρεπε να εκτίσει την ποινή του για πλαστό διαβατήριο και παράνομη έξοδο απ’ τη χώρα.

Μπροστά στο παλιό Βόλβο στριμωχτήκαμε τώρα και οι τέσσερις, σαν γυρίζαμε κατακουρασμένοι απ’ τη δουλειά το βραδάκι στο σπίτι.

Έτσι αχαμνός, ανάμεσα στον Δημήτρη και μένα, ο Σινάν δεν έπιανε καθόλου τόπο. Από το βαθύ χάραμα που κινούσαμε για τη δουλειά μέχρι αργά που ’γερνε ο ήλιος, γινόμασταν μια συντροφιά, που δεν άργησε σε λίγο ν’ ανταλλάσσει καρπαζίτσες για το ποιος θα πει τη μεγαλύτερη κοτσάνα. Καμιά φορά ο πατέρας μουρμούριζε πως τον εμποδίζαμε στο σοφάρισμα.

«Ρε μπαγάσηδες, θα σταματήσετε καμιά φορά;».

Η μάνα έδειξε στην αρχή ένα ξάφνιασμα. Ποιός ήταν κι από πού ξεμύτισε αυτό το Τουρκάκι; Όμως τα μάτια και το χαμόγελο του Σινάν ήταν αφοπλιστικά κι η μάνα άνοιξε την αγκαλιά της να τον υποδεχτεί σαν παλιό αγαπημένο πρόσωπο, σαν το τρίτο της παιδί.

Ο Σινάν ήταν απ’ το Κουρδιστάν, αλλά κι εμείς τότε δε γνωρίζαμε που ήταν αυτός ο μυστηριώδης κι απλησίαστος τόπος. Με τις μέρες όμως, μας έγινε τόσο οικείος, σαν να ’χαμε ταξιδέψει, σαν να ’χαμε ζήσει πολύ καιρό εκεί.

Μεγάλη φαμίλια, η φαμίλια του Σινάν. Στόματα πολλά, που δεν μπορούσε να θρέψει ο πατέρας του. Τόσο που ’παψε πια να τον νοιάζει και να περνά τις ώρες του στο καπηλειό πίνοντας ρακί. Να ’ρχεται μεθυσμένος στο σπίτι και να ξεθυμαίνει στην άμοιρη μάνα του και τα μικρότερα αδέλφια. Μέχρι που δε βάσταξε τη μιζέρια η μεγάλη αδελφή, έφυγε απ’ το Κουρδιστάν και βρέθηκε παντρεμένη στο Λονδίνο. Τώρα πώς έγιναν όλα αυτά, ήταν δύσκολο για τον Σινάν να μας εξηγήσει με περισσότερες λεπτομέρειες. Πάντως, η μεγάλη αδελφή ήταν στο Λονδίνο κι ήταν πόλος έλξης. Μαγνήτης όνειρου κι ελπίδας. Να λακίσει το κάθε παιδί απ’ την αθλιότητα και την κακομοιριά, να θάψει στη θύμησή του τη γιομάτη πίκρα γενέθλια γη και να ξενιτευτεί προς τη γην της «επαγγελίας» με πολλά ερωτηματικά. Ένας τόπος με την ιστορία και τις παραδόσεις του, τα ήθη κι έθιμά του, που δεν μπόρεσε όχι μόνο να τους θρέψει, αλλά και να τους εξασφαλίσει τη λευτεριά και την ανεξαρτησία, μια κι ασφυκτιούσαν κάτω απ’ τον βραχνά του Τούρκου αφέντη και δυνάστη. Ο Σινάν πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τα βρόντηξε κάτω κι έφυγε. Κίνησε ν’ ανταμώσει το όνειρό του. Το πανέμορφο Λονδίνο, όπως μαυλιστικά φάνταζε μες το μυαλό του.

Τα όνειρα των ανθρώπων είναι πλατύτερα από στεριά και θάλασσα και κόστος και τελειωμό δεν έχουν.

Έφυγε απ’ την πατρίδα του μ’ όποιες μικρές οικονομίες μπόρεσε να εξασφαλίσει απ’ το φτωχό κομπόδεμα της μάνας, που μαζί με το φιλί της του ευχήθηκε καλή στράτα και καλή προκοπή.

Συντροφιά με δυο τρεις πατριώτες βρέθηκαν ύστερα από κάποιες περιπέτειες και ταλαιπωρίες στο Αϊβαλί, όπου μ’ ένα λαθραίο καΐκι κι αφού πλέρωσαν γενναίο μπαχτσίσι στον καπετάνιο πέρασαν στην απέναντι στεριά, τη Μυτιλήνη.

– Οι Τούρκοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάνουν τα στραβά μάτια. Κούρδος είναι! Ας τον να πάει στην ευχή του Αλλάχ. Ένας λιγότερος. Ένας βραχνάς λιγότερος. Ένα αγκάθι λιγότερο να βελονιάζει το πληγωμένο κορμί της κυριαρχίας τους. Ο Σινάν βρέθηκε στην Αθήνα, όπου τα οργανωμένα κυκλώματα των συμπατριωτών τού προμήθευσαν ένα ελληνικότατο διαβατήριο μ’ ένα ηχηρό ελληνικό όνομα, αφού γι’ αντάλλαγμα κατέθεσε και τις τελευταίες οικονομίες του. Έλληνας ο Σινάν, χωρίς να μιλά ελληνικά, πήρε το expres πούλμαν για το Λονδίνο. Όπου στα σύνορα οι μάγκες οι δικοί μας τον γράπωσαν. Πλαστό διαβατήριο, λαθραία έξοδος απ’ τη χώρα. Τ’ απορημένα μάτια και το πικραμένο χαμόγελο της ελπίδας που χάνεται δεν ήταν αρκετά να πείσουν τους δύσπιστους φύλακες. Μια σειρά από διαδικασίες εξακρίβωσης είχαν σαν συνέπεια να τον κουλουριάσουνε και δίχως να το καταλάβει να βρεθεί στα Διαβατά, σε μισοσκότεινο κελί, κουρνιασμένος πλάι στον πατέρα, συντροφιά με μια δεκαριά μαντραχαλάδες που φωνασκούσαν, έβριζαν και κάπνιζαν. Ήταν όμως τυχερός. Ο πατέρας κι ο Αντώνης (ένας άλλος για χρέη κι αυτός κρατούμενος) πήραν τον Σινάν υπό την προστασία τους κι έτσι οι μαύρες μέρες του άρχισαν να γκριζάρουν. Σε μερικές μέρες, οι δεσμοφύλακες ανακάλυψαν πως ο Σινάν ήταν ανήλικος κι από λάθος βρέθηκε στο κελί του πατέρα. Μεταφέρθηκε με συνομηλίκους του. Ένιωσε εντελώς μόνος κι απομονωμένος. Σαν σουρούπωνε, έβγαινε στο μικρό καγκελωτό παράθυρο κι από απέναντι χαιρετούσε μ’ ένα μαντίλι τον πατέρα. Εκείνος με νοήματα τού ’δειχνε να κάνει κουράγιο κι υπομονή.

Τώρα οι μέρες του Σινάν γίναν άσπρες σαν τον αυγουστιάτικο ήλιο με μικρές μόνο φωτοσκιάσεις που του θύμιζαν κάποιο στόχο. Έχει αναλάβει αρκετές υποχρεώσεις. Να μάθει, εκτός από το «No problem», να μουρμουρίζει δειλά δειλά τις πρώτες ελληνικές λέξεις. «Καλημέρα! Τι κάνεις; καλά»! Έπειτα να μάθει να παίζει τάβλι, να γίνει ανταγωνιστικός απέναντι στον Δημήτρη και μένα, που περνούσαμε τα ζεστά απομεσήμερα κάτω απ’ την πυκνή φυλλωσιά της κληματαριάς της αυλής.

Μουρμούριζε η μάνα να μη χτυπάμε τα ζάρια και τα πούλια με μανία, γιατί ο κόσμος κοιμάται μεσημεριάτικα. Το βράδυ βγαίναμε στο σεργιάνι και κάναμε χάζι στις βιτρίνες και τους καφενέδες της πλατείας.

Τα καλοκαίρια βοηθούσαμε τον πατέρα στο γιαπί και το χειμώνα στο σχολειό. Έτσι είχαμε το χαρτζιλίκι μας. Πεντακάθαρος ο Σινάν. Στραφτολογούσαν τα πυκνά κατάμαυρα μαλλιά του και το χαμόγελό του είχε τώρα διαστάσεις θριάμβου. Εύρισκε πως τα μπλουζάκια του Δημήτρη του ταίριαζαν μια χαρά, αλλά κι άλλοι φίλοι μας το θεώρησαν αυτονόητη υποχρέωσή τους να συμπαρασταθούν στον Σινάν και να τον ενισχύσουν. Τόσο, που ο Σινάν άρχισε να κάνει τώρα τις επιλογές του, ποια πουκάμισα και μπλουζάκια ήταν μοντέρνα για να τα κρατήσει και πια όχι.

Πρωί ακόμα, πριν το χάραμα ροδίσει, μας ξυπνούσε η μάνα. Ετοίμαζε σε καθένα χωριστά το κολατσιό και πριν πιάσει η μεγάλη ζέστη – καθώς έλεγε – κινούσαμε για το γιαπί με γέλια και πειράγματα και οι τέσσερις στριμωγμένοι στο μπροστινό κάθισμα του Βόλβο.

Έτσι ο Σινάν, το μικρό Τουρκάκι απ’ το μακρινό Κουρδιστάν, έγινε ένα με μας, ένα με τους φίλους μας. Ένας άνθρωπος δικός μας.

Γιατί ο Σινάν ζούσε το σήμερα και δε γνώριζε από πολέμους μακρινούς, δε γνώριζε από μίση πατροπαράδοτα, δε γνώριζε για τον Ιμπραήμ Πασά, τον Κιουταχή, τον Κολοκοτρώνη και τον Καραΐσκάκη. Γιατί ο Σινάν ιδέα δεν είχε για μικρασιατικές καταστροφές και χαμένες πατρίδες. Μήπως κι ο ίδιος σε χαμένη πατρίδα, στην ίδια του την πατρίδα δε ζούσε; Και για μας μακρινά και ξεχασμένα στο παρελθόν που οι κιτρινισμένες σελίδες κάποιου παλιού βιβλίου απελπισμένα προσπαθούσαν να ξελαμπικάρουν τη θύμησή μας.

Οι παρεκκλίσεις και τα λάβαρα πώς να καλύψουν την αραχνιασμένη σιωπή του ξεθυμασμένου χρόνου.

Ο Σινάν δείχνει ευγνωμοσύνη με το χαμόγελό του. Κι αγάπη περιμένει από μας γι’ ανταπόδοση. Εμείς διακρίναμε στον Σινάν όλη την ανθρώπινη υπόστασή του και δώσαμε σ’ αυτόν ό,τι ζητούσε. Δούλευε και δούλευε σκληρά ο Σινάν, ανάλογα το μπόι του, να μαζέψει τα χρήματα που θα τον έφερναν πιο κοντά στο στόχο του. Το μεγάλο όνειρο, να πάει στο Λονδίνο να βρει την αδελφή του.

Όλοι οι φίλοι πρόσφεραν στον Σινάν τον ρεφενέ τους. Ο θείος Μιχάλης, ο Θοδωρής, ο Βασίλης, ο Μπαζής. Όλοι απ’ το στέρημά τους.

Οι μέρες ήταν μετρημένες και ο Σινάν ήταν έτοιμος τώρα να ρισκάρει τη δεύτερη έξοδό του.

Κατέβηκαν με τον πατέρα στην πλατεία Βάθη, βρήκαν «τους γνωστούς», πλήρωσαν αδρά και το δεύτερο ελληνικό διαβατήριο μ’ ένα δεύτερο ηχηρό ελληνικό όνομα ήταν στη διάθεσή του. Βίζα από τη γιουγκοσλάβικη πρεσβεία χρειαζότανε και ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός.

Χαράματα ξυπνήσαμε τον Βασίλη ν’ αναλάβει αυτός την αποστολή. Περίμενε ώρες στην ουρά και κατάφερε να πάρει τη βίζα, προς μεγάλη χαρά του Σινάν που δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει.

Από βραδύς η μάνα οργάνωσε αποχαιρετιστήριο τσιμπούσι. Γνωστοί και φίλοι ευχήθηκαν στον Σινάν καλό ταξίδι.

Ο πατέρας τον συνόδεψε μέχρι το σταθμό Λαρίσης. Βρήκε τον οδηγό του πούλμαν του ’χωσε ένα τάλιρο στη χούφτα και τον παρακάλεσε να προσέχει το παιδί του, που πάει στο Λονδίνο για θεραπεία, γιατί ήταν ανάπηρο και βαριάκουε.

– Έγνεψε καταφατικά το κεφάλι.

Έσφιξε τον Σινάν στην αγκαλιά του.

Δεν είπανε λέξη.

Όλα καλά;

No problem

No problem… σαν άρχισαν οι ρόδες να κυλούνε.

Σινάν

Ίσως έρθει καιρός που όλα θ’ αλλάξουν.

Να το θυμάσαι.

Δε θα υπάρχουν κερκόπορτες κλειστές με φύλακες απ’ έξω. Εμείς δε θα διασχίσουμε τη γραμμή των οριζόντων με στολές παραλλαγής κράνη και πολυβόλα. Εμείς θα περάσουμε τα σύνορα με τραγούδια και κλαδιά ελιάς. Να το θυμάσαι!

Βασίλης Λιόγκαρης


Βασίλης Λιόγκαρης

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε Θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία, όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με μια γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ’ όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Εργα του που έχουν εκδοθεί:

«Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;» (1996) ISBN: 978-960-224-690-0
«Συνοικισμός Χαροκόπου» (1998). ISBN: 978-960-224-758-7
«Η μάνα του καλοκαιριού» (1998), ISBN: 978-960-224-177-6
«Το μεγάλο δίλημμα» (1998), ISBN: 978-960-224-818-8
«Αναζητώντας το χαμένο γάτο» (1999), ISBN: 978-960-224-853-9
«Ένα συνηθισμένο περιστατικό» (2001), ISBN: 978-960-224-884-3
«Τι είδε η Γιασμίν;» (2003), ISBN: 978-960-224-918-5
«Ιστορίες στοχασμού και αναψυχής» (2005, ISBN: 978-960-224-994-9
«Γλυκοχαράζει στον Ελλήσποντο» (Την μέρα της λευτεριάς) (2011), ISBN: 978-960-8318-64-9

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:340