Η κεντήστρα | της Άννας Τακάκη   Μάνα, τα όσα μου ’λεγες ονείρατα πομείνα, αέρας ήτανε, θαρρώ, αέρας στα μουντάνια κι εγώ σου γροίκου, μάνα μου, κι ήμνωγα στσι βουλές σου. -Κόρη μου, κέντα κι όπου γιας θα να ’ρθει ο καλός σου, άρχοντας θα ’ναι φουμιστός, σάξε χρυσό το ξόμπλι να του το στρώσεις να πατεί για να σεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Πού να βρω τόπο να σταθώ… | της Άννας Τακάκη Γιάδες καιρούς τσι βρήκαμε, γιάδες καινούριους τρόπους, να γράφομε τα θέλω μας σε γυάλινο τεφτέρι, να λέμε το χαιρετισμό σε γυαλικά που σπούνε, βουβοί δίχως τα χείλη μας πλατειά ν’ ανοιγοκλειούνε. Γυάλινος είναι κι ήσπασε, μπόχικος, και φτηνιάρης, χωρίς ψυχή, χωρίς πνοή… Κόσμε, κάνε στην μπάντα! Να ποσταθώ σε μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τούτα φέραν κείνα και κείνα φέραν τ’ άλλα | της Άννας Τακάκη Ξαφνικά άστραψε και βρόντηξε κι έγινε η μέρα μισοσκότεινη. Κι ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού κι η γης επότισε, ήπιε, ήπιε και χόρτασε η διψοκεντημένη. Κι ύστερα ανοίξανε κι οι καταρράχτες της γης, οι ποταμοί, οι παραπόταμοι και πλημμύρισε ο τόπος. Λίμνιασαν οι δρόμοι, οι πλατείες, σ’ έναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τοπίο αλλιώτικο | της Άννας Τακάκη . Είναι αλλιώτικο το τοπίο μας, μάνα. Αυτός ο πίνακας που κάποτε ζωγράφιζαν τα μάτια σου, έγινε τώρα πέλαγος απέραντο, να ταξιδεύω με την ευχή σου: «Πάηνε, παιδί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα». Πάντοτε ήθελα να φεύγω, κι όλο φευγάτη είμαι, μα όλο εδώ θέλω να ξαναγυρίζω. Στο τοπίο μας. ΊδιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι σπηλιές των θεών | της Άννας Τακάκη Κάποτε, πολύ πριν από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι ζούσανε μέσα στις σπηλιές, πριν αρχίσουν να σάζουν τις καλύβες τους. Κι όταν φύγανε οι άνθρωποι, τότε ήρθαν να μείνουνε οι Θεοί. Κατεβαίνανε από τον Ψηλορείτη κι εκάνανε μια σπεράδα στα πιο χαμηλά βουνά, βοηθούσανε τσ’ ανθρώπους στις δύσκολες ώρες και διανυχτερεύανε στιςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μέρες καλοκαιρινές | της Άννας Τακάκη . Αγάπησα τη θάλασσα του καλοκαιριού, την καυτή άμμο, το τραγανό της βότσαλο, να γαργαλά τα γυμνά μου πόδια. Αγάπησα τον ήλιο του Ιούλη, τις μέρες τις ζεστές και τις έναστρες υγρές νύχτες. Αγάπησα τ’ ανοιχτά παράθυρα με το φεγγάρι στη θάλασσα, με το φεγγάρι στον κήπο και τις Αυγουστιάτικες φεγγαροβραδιές. Αγάπησα το ξέφρενοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ατζί μερί το πάτησε | της Άννας Τακάκη Η γνώση και τα γράμματα ήτονε το πρώτο έγνεμα τσ’ Αρτεμούλας. Μαθήτρια άριστη από την πρώτη του δημοτικού. Μόλις ήμαθε να διαβάζει, αντί για παιγνίδι επροτίμα να βρει κιανένα ξωσκολικό βιβλίο, γιατί τα σκολικά τα διάβαζε εν τω άμα και το θάμα. Και πού να το βρει; Στο σκολειό υπήρχανε τρία τέσσεραΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ήσυχη που ’ναι η νύχτα Ποιητή μου! | της Άννας Τακάκη . Χορεύουν τ’ άστρα στον τροπικό της Σαπφούς. Νυχτερίδες και τριζόνια λίγο μου ταράζουν τη γαλήνη. Όπου να ’ναι θ’αρχίσω κι εγώ το νυχτοτράγουδο. Φέρτε μου λύρα κρητική κι ένα παλιό νταούλι! Κι εγώ θα τραγουδώ τη σκοτεινιά μου, εδώ θα τραγουδώ τη μοναξιά μου. Να μερώνουν τ’ άγρια,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός φιλιούνται οι συμπεθέροι | της Άννας Τακάκη Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός φιλιούνται οι συμπεθέροι | της Άννας Τακάκη Ο Σωκράτης με το Δημοκράτη ήτονε στα μαχαίρια. Χρόνια και χρόνια φαονώτανε για μια οργιά χωράφι. Εχάλα ο ένας το σύνορο, το ’σαζε ο άλλος. Κι αρχίζει τον συνοράτορά του ο Δημοκράτης:ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…