Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός φιλιούνται οι συμπεθέροι | της Άννας Τακάκη


Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός φιλιούνται οι συμπεθέροι | της Άννας Τακάκη

Ο Σωκράτης με το Δημοκράτη ήτονε στα μαχαίρια. Χρόνια και χρόνια φαονώτανε για μια οργιά χωράφι. Εχάλα ο ένας το σύνορο, το ’σαζε ο άλλος. Κι αρχίζει τον συνοράτορά του ο Δημοκράτης:

-Ωρέ, που να σε φάει το χώμα, φάε πρώτα το δικό σου, που θες να χορτάσεις, να πας, μπάρε, χορτασμένος. Γιάντα μου πήγες τσι πέτρες παραμέσα, αφού είναι τούτονέ το σύνορό μου; Γιάε και τσ’ αχιμάδεςi που ’ναι από παλιά φυτρωμένες. Κι εσύ μου κάνεις κόκαii και μου τρως δυο μέτρα γης, φαγάνα! Μα κατέχω εσένα και τη φαμελιά σου. Ετσά ήτονε κι ο κύρης σου. Χωματάςiii!

-Εγώ είμαι, ωρέ, ο χωματάς γή ελόγου σου; Τσιγκενέiv; ε, τσιγκενέ! Απού δε δίδεις μούδε του κοπελιού σου φαΐ από τη τσιγκουνιά σου. Ελόγου σου ξανοίγεις μόνο ν’ αρπάξεις. Άθρωπο δε κερνάς ένα καβέ, και μου κάνεις τοσονά κουστουνιόv για δυο μέτρα γη, απού ’ναι εδική μου, πάτρο πατρώ, παίδιο παιδιώ. Απού να μη σ’ είχα σεφήvi, απού να μην ελάχαινες επαδά, ανάθεμε!

Όσο να πεις για τη Σωκράταινα με τη Δημοκράταινα είχανε κι εκείνες κρυγιές σχέσεις, και λόγω ετούνουδά του περιουσιακού αλλά και από παλιά δεν τως είχε περάσει η ζηλοφτονία. Όταν ήτονε κοπελιές, εδιαμοιράζανε τον ίδιο αγαπητικό, που εντέλει αποδείχτηκε πως τς’ ήπαιζε και τσι δυο. Κι εδά ένα παραπάνω, δεν χονεύγονται. Η Σωκράταινα ήκανε την αρχοντοχωριάτισσα και μύγια δεν επάτειε στο σπαθί τση. Όλο λούσο και μεγαλείο ήτονε κι επεργιέλα τη Δημοκράταινα απού ’τονε παραρημένη και κακοσυστηλωμένηvii, λιοκαμένη και κοκκαλιάρα. Ξερά κουκιά δεν ήπιανες από τα χέρια τζη. Έτσα λιάτικο*viii και κοκκαλιάρικο ήτονε και το Καστερινιό τζη. «Θώργιε μάνα, πάρε κόρη», που λένε.

Έλα σου δα που «άλλα ο κύρης μελετά κι άλλα ο αφέντης κάνει» …και το ’φερε ο καιρός και σεβνταλιστήκανε τα κοπέλια ντως! Την αρχή κρυβγότανε, μη τυχόν και μάθουνε πράμα οι γονέοι ντως και τσι ανεβαλώσουνεix. Μ’ απού ο βήχας, ως λένε, κι ο έρωντας δε κρύβγονται… Μπήκε, το λοιπός, στ’ αυτιά τση Σωκράταινας πως ο γιος ο κανακάρης τση, το μοναχόπαιδό τζη, ήτανε ξεκουζουλαμένος με τη θυγατέρα τση Δημοκράταινας.

-Δεν είχε, μαθές, κοπελιές, μόνο ίσα ίσα κεινιά τη μαυροτσούπα και την κακοντερένια επήγες ν’ αγαπήσεις; Δε θωρείς ότι φαώνεται ο κύρης σου με την κύρη τζη άτε στο γιαλό που’χομε τα χωράφια και μας έχει βάλει στα δικαστήρια;

Γροικά κι ο κύρης του, ο Σωκράτης τα μαντάτα και πυροκεφαλιάζει.

-Δε ντρέπεσαι ωρέ, δυο μέτρα αντρακαράς; να βρεις ποια; Ένα κλωθρόx! Μια μαυροσουπιά και κατσασμένηxi! Ων αδικιάς και κρίμας τη λεβεντιά σου! Κι ας είναι δα…αλλά να πα μπεις σε μια φαμελιά που δε μασε χονεύγουνε; Μη γροικήσω μπλιο τέτοιο πράμα, μη με βάνεις σε άλλους φεσφεσέδεςxii, γιατί τρισαλίμονό σου!

-Δεν κατέχω είντα ’χετε ελόγου σας, γονέοι μου, μα εγώ θέλω το Κατερινάκι για γυναίκα μου και θα τηνε πάρω φωνιάζετε δε φωνιάζετε, φαώνεστε ξεφαώνεστε.

-Καλά, ελόγου σου δεν έχεις μάτια; Τονε κινά πάλι ο κύρης του. Δεν έχεις αυτιά να γροικάς; Τόσεσας κατάρες μασε δίδουνε και εδά θα τσι βάλομε και στη φαμελιά μας; Πόρισε όξω, ανάθεμε, να μη σου γροικώ!

Μαθαίνει κι η Δημοκράταινα με το Δημοκράτη, ότι η θυγατέρα ντως είναι ξεκουζουλαμένη με το γιο του Σωκράτη και τση «βάνουνε το σκύλο».

-Ω, απού να μη με γεραντίζανε στον κόσμο, είντα ’ναι τούτανα απού γροικώ; Ελόγου σου ένα αρνάκι, να πα μπεις στο στόμα του λύκου να σε χαυτεί; Ίδιος ο πατέρας του, πίζηλοςxiii, βλαστημιάρης και φωνακλάς είναι και ο νεαρός. Να σε κάνει, ωρή, να στέκεις με τον ένα πόδα; Τση λέει η μάνα.

– Αλίμονο κι είναι αλήθεια ετούτανά σου τα καμώματα, Κατερινιώ! Λάλειεxiv από κεινιά τη φάρα, γιατί θα σε τσιτσιρίσουνεxv. Κατέχεις είντα τσιγκενέδες είναι όλοι; Αποσώνει κι ο Δημοκράτης. Από τη τσιγκουνιά ντως μασε κλέψανε δυο μέτρα γη. Ο κύρης του είναι μεγάλο καλουποκάνταρο!xvi.

– Δε με γνοιαζει ειντά ’ναι οι γονέοι ντου, καλοί, κακοί, τσιγκούνηδες, ή βλαστημιάρηδες, μα εγώ κατέχω πως το Μιχαλιό μου είναι ένα μάλαμα. Αγαπώ τονε και θα τονε παντρευτώ, γούζεστε δε γούζεστε, φαώνεστε δε φαώνεστε.

Μια των ημερώ γροικάται στο χωριό ότι ήκλεψε ο Μιχαλιός το Κατερινιώ. Πού επήγανε; Κιανείς δεν εκάτεχε. Η μια και η άλλη μπάνταxvii ήτανε να σκάσει. Επέμπανε αποστολάτορες κι ελέγανε «τα σκολινά ντως», η μια φαμελιά τσ’ αλλονής, γιατί αν ήτανε να μονιάσουνε εμπόργειε και να σφαχτούνε.

Μετά από μια βδομάδα φανερώνουνε οι κλεμμένοι στο χωριό. Μα ο νεαρός είχε κανονίσει με τσι φίλους του να στήσουνε ολόκληρο γλέντι. Κι ως εφανερώσανε στην πέρα στράτα πάνε και τσι φέρνουνε με βιολιά και κιθάρες ώσαμε την πλατέα, κι ετραγουδούσα ντως μαντινιάδες:

«Έχει αγάπη δυο ρλιαλιώ κι έχει και δυο στο ρλιάλι

κι έχει και χίλιω χιλιαδιώ και λίγο να’ναι πάλι.

Έλα…

Απ’αγαπά δε ντρέπεται μήδε και δε φοβάται

και βάνει ομπρός τη νιότη ντου και δεν τηνε λυπάται».

Ύστερα στένουνε το χορό στη μέση τση πλατέας κι απόι πάνε στο καφενείο και συνεχίζουνε το γλέντι. Σιγά σιγά μαζώνεται όλο το χωριό για τα συχαρίκια, όλοι οι ντεληκανήδες με τσι κοπελιές και εξεφαντώσανε μέχρι το πρωί.

Οι γονέοι ντως ήτανε κλειδαμπαρωμένοι μέσα. Κι οι γειτόνοι εμπαίνανε κι εβγαίνανε μέχρι να τσι συβάσουνε.

-Πάτε, μωρέ, στα φιαούταxviii, πάτε, μωρέ, να συγχαρείτε τα κοπέλια σας, να λήξει κι αυτό το θέμα του χωραφιού που σασε τρώει τα χρόνια. Μήδε δικαστήρια δα μήδε πράμα. Τα κοπέλια ελύσανε τη διαφορά, απού θα τα κληρονομήσουνε κιόλας…

Είντα να κάμουνε δα ύστερα οι γονέοι ντως, αφού εγίνηκε, πού γίνηκε; Να ’ναι ετούτοι παραχωσμένοι, κι αλλού γλέντια και χαρές, κοπελιές, νοικοκερές; Να ’ν’ το γλέντι εδικό ντως, να ’ναι και των κοπελιώ ντως; Παραιτούνε τσι μαλλιέςxix, τσι κακιές και τσι μπιχτέςxx, και παγαίνουν στα φιαούτα, με τσ’ ευκές μ’ αυτά και τούτα…

Να ζήσετε, κοπέλια μας, καλορίζικοι και κολοστεριωμένοι! Και τα στέφανα με το καλό!

Η Σωκράταινα με τη Δημοκράταινα, φουνταλλαμένες, κι αγαπημένες, ο Σωκράτης με το Δημοκράτη, σενιαρισμένοι κι αγκαλιασμένοι, φτού να μην αβασκαθούνε, δεν εποχορταίνανε να καμαρώνουνε το ζευγάρι.

-Ωρέ, ταιργιαστό μου φαίνεται δα, κερά, τούτονά το ζευγαράκι, κι εγώ το ’λεγα κλωθρό, το Κατερινιό, το ψιλομελάχρινο, λέει ο Σωκράτης στη Σωκράταινα. Δεν είναι, πούρι, σόμπογοιxxi, να ’ναι σαν τα κυπαρίσσα, μα η γυναίκα, αμα ’ναι πλια κοντή από τον άντρα, ξα τουxxii. Η ψηλή με τον κοντό πάνε σαν τον πονηρό.

-Μπρε καλά το κάμανε και κλευτήκανε τα κοπέλια, λέει κι ο Δημοκράτης τση κεράς του. Θώργιε, ένα ταιργιαστό ζευγάρι εκειδά που χορεύγει!

Πιάνουνε κι οι συμπεθέροι στο χορό, κι όλη νύχτα δεν εκόψανε.

-Νερό κι αλάτσι ό,τι πάμε συμπέθερε. Σύνορα μπλιο δε διαμοιράζομε.!

-Ό,τι ’παμε ας το πάρει ο αηγόςxxiii, συμπεθέρα!

Να μας εζήσει τ’ αντρόυνο, λένε η μια τς’ αλής και φιλιούνται. Σοφά το λέει ο λαός «σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός φιλιούνται οι συμπεθέροι».

.

 

Γλωσσάρι:

i     αχιμάδες: θάμνοι

ii     κόκα:εγκοπή

iii     Χωματάς: αυτός που ασχολείται υπερβολικά με τους αγρούς

iv     τσιγκενές: τσιγκούνης

v     κουστουνιό:πείσμα

vi     σεφής: γείτονας περιουσίας

vii     κακοσυστηλωμένη: με άχαρη κορμοστασιά

viii     λιάτικο: μικρό, αδύνατο

ix     ανεβαλώσουνε: αποτρέψουνε

x     κλωθρό: υποτιμητικό γυναίκας

xi     κατσασμένη: αδύναμη, με μικρή ανάπτυξη

xii     φεσφεσέδες: προβλήματα

xiii     πίζηλος: ιδιότροπος

xiv     λάλειε: φεύγα

xvτ     σιτσιρίσουνε: βασανίσουνε

xvi     καλουποκάνταρο: πονηρός άνδρας

xvii     μπάντα: μεριά

xviii     φιαούτα: μουσικά όργανα

xix     μαλλιές: μαλώματα

xx     μπιχτές: υπονοούμενα

xxi     σόμποργοι: στο ίδιο μπόι

xxii     ξα του: δεν πειράζει

xxiii     αηγός: αγωγός νερού

Οκτώβρης, 2019

Άννα Τακάκη

[διηγήματα από παροιμίες]

 

 

 

 

 

 

 

 


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:61