Χρόνος ανάγνωσης περίπου:22 λεπτά

Αγαλιανά οι αροδαμοί… (πρώτο μέρος) | της Ζωής Δικταίου



Πέρασαν τα χρόνια, φτερούγισαν μακριά, μα όσο κι αν τούτη την απόσταση την όρισε μεγάλη ο χρόνος, στην καρδιά μου δεν μέτρησε ποτέ. Αγαλιανά οι αροδαμοί ξανανθίζουν με την πρωινή πάχνη στη σκέψη. Δεν είναι αναπόληση, ούτε νοσταλγία. Απλά παίζω. Ξεθάβω μια εικόνα από τη μνήμη και λέω μέσα μου, εδώ στάσου κάτι θα έχει σωθεί για να σε σώσει, με κάτι θα γελάσεις, με κάτι θα κλάψεις, κάτι απ’ τα καλά κρυμμένα θα θυμηθείς, κάπου θα βρεις ένα σημάδι. Από το ελάχιστο γεννιέται το θαύμα. Τραβάω το σκουριασμένο σύρτη της παλιάς πόρτας. Το τρίξιμο έχει μια πρόκληση.

Κατεβαίνω στα υπόγεια τής ψυχής. Ανάβουν χιλιάδες φανάρια. Φέγγουν ακόμα οι νύχτες μου. Και τα φεγγάρια όμως, κοιμούνται στ’ ακριβό ατλάζι τ’ ουρανού κι όταν τα ξυπνήσει η Όστρια τρέχουν και κρέμονται θριαμβολογώντας στο φεγγίτη. Και πιάνουν κουβέντα με τα γιασεμιά. Όλα ίδια τα βλέπω. Καμιά φορά φορτώνουν τα μάτια δάκρυα. Η κόκκινη κορδέλα δεμένη στα μαλλιά, οι κιτρινισμένες σελίδες στο σημειωματάριο μυρίζουν κανέλλα, τα χέρια ζυμάρι ζεστό. Επιμένω να μην αλλάζω ό,τι μού αρέσει. Δεν είναι μισοσβησμένες μορφές. Στο παχνισμένο τζάμι τού χρόνου ζωγραφίζω καινούρια άστρα, ξαναγράφω συμπληρωμένα τα ίδια ονόματα, σημαδεύω το φως. Αγαπώ αυτά τα ταξίδια πίσω απ’ τον καιρό. Βρέξει, χιονίσει, αυτό το ταξίδι στο μετερίζι τής αγάπης μυρίζει γιασεμί.

Η Φεβρώνα, αδειάζει το νερό στο σιδερένιο κουβά, γυρίζει τη σκάφη αμπούμπουρα, έτσι το λένε στην Κρήτη, για να στεγνώσει, δένει σφιχτά το κεφαλομάντηλο κι απλώνει την μπουγάδα στην ταράτσα. Τα ρούχα στοιχημένα σε παρέλαση. Μπροστά τα τρίριγα σεντόνια, πίσω οι μαξιλαροθήκες, παραπίσω οι πετσέτες και τα σεμέν, μετά οι ζέρσεϊ κιλότες τής Φεβρώνας. Τελευταία τα τριμμένα σώβρακα τού Προκόπη, οι ποδιές του καφενείου και οι τρύπιες κάλτσες του. Ο μπάρμπα Δήμος κρεμανταλάς και χωρατατζής, παρατηρεί τάχα μου τη μπουγάδα, περαστικός από τη γειτονιά μας και την πειράζει, τη Φεβρώνα, αστειευόμενος τραγουδιστά:

Τη Δευτέρα βάνει πλύση
Και την Τρίτη την απλώνει
Την Τετάρτη τη στεγνώνει
Και την Πέμπτη τη μαζώνει
Την Παρασκευή μπαλώνει
Το Σαββάτο σιδερώνει
Και την Κυριακή αλλάζει
Και ο κόσμος κάνει χάζι
Φεβρωνιά μου, δεν πειράζει!

Η θεια Ελπινίκη με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο και τα πολλά μπιμπίκια, εκεί πίσω από το κουρτινάκι τής κουζίνας, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι ως συνήθως κι ας νομίζει πως είναι αθέατη. Όταν παρατηρήσει κάτι που τής κινεί την περιέργεια, την προδίδει ο βήχας. Ο βήχας της που περιέχει και ένα περίεργο, σύντομο μγκ, ανάμεσα στα γκούχ, γκουχ.

Το ίδιο και η Μυράνθη στο διπλανό σπίτι, μόνο που εκείνη δεν βήχει. Και η θεια Κλεονίκη όμως δεν πάει πίσω. Από το παραθυράκι του οντά κατασκοπεύει τα πάντα. Η Αρσινόη πάλι δεν κρύβεται. Κάθε φορά που ψάχνει να μάθει νέα, γυρίζει όλη τη γειτονιά με το λιβανιστήρι της. Παραμιλάει κι από πάνω. Η φλυαρία της ξεσηκώνει τις πιο απίθανες λεπτομέρειες.

Η γριά Αριστέα ξεμωραμένη εντελώς θα χορεύει με την κατσίκα της στο δώμα. Γρυλλού τη φωνάζει γιατί τα μάτια της είναι τεράστια. Δυο ολοστρόγγυλα μάτια πολύ κοντά στα κέρατα που νομίζεις δεν κλείνουν ποτέ. Η Γρυλλού, φοράει χαϊμαλιά και φιόγκο. Όταν ακούει παλαμάκια μπεμπερίζει και χοροπηδά, όπως η γριά Αριστέα. Ο Μανώλης, που είναι μεγάλος, αλλά ποτέ δεν έχει περπατήσει, γελά βλέποντας τα καμώματά τους από ψηλά. Κάπου – κάπου τραβά δυο δοξαριές στη λύρα του ενθαρρύνοντας έτσι το χορό τους, μα η Αριστέα είναι σχεδόν κουφή και δεν ακούει. Το καταλαβαίνει από τη Γρυλλού που ξαφνιάζεται, παίρνει φόρα και την κουτουλάει μαλακά. «Άδηηηηηηηη, να μη γνωρίσεις ποτέ», λέει και σέρνει το «η», μέχρι εκεί που δεν έχει άλλη πνοή.

Ο Μανώλης κάθεται στην καρέκλα του και ακούει τραγούδια στο ραδιόφωνο. Δεν παραπονιέται ποτέ. Όλοι πηγαίνουμε και τού κάνουμε παρέα. Είναι μεγάλο πειραχτήρι. Μας κάνει φάρσες και γελάει καλόκαρδα. Γελάμε κι εμείς. Τού αρέσει να βγάζει φωτογραφίες τον κάμπο με τους ανεμόμυλους. Έχει και εκείνος ανεμόμυλο στην αυλή του. Μόνος του τον έχει φτιάξει. Κάνει πολλά πράγματα και ας μην περπατάει. «Η ζωή δεν έχει μόνο πόδια», συμβουλεύει, «ζωή είναι ο νους». Το σπίτι του, έχει τα πιο πολλά λουλούδια και την καλύτερη θέα από όλα τα σπίτια τής γειτονιάς.

Ο Δράκος, ανιψιός τής θειας μου, τής Ευτυχίας, μένει λίγο πιο πέρα προς τη μεσοχωριά. Κοιτάζει όλο τον κόσμο με συμπάθεια. Φοράει μια παράξενη στρατιωτική χλαίνη και δεν μιλάει πολύ. Συνέχεια λύνει ασκήσεις. Ο Δράκος λένε, είναι αυθεντία στα μαθηματικά! Εμένα, μια μέρα στο αλώνι τού μπάρμπα Μπαεράμη, όταν λίχνιζαν το στάρι τους, μού είχε μάθει, σχεδόν δηλαδή, τον πιο δύσκολο πολλαπλασιασμό, αυτόν του οκτώ. Η φωνή του, όταν μιλά για κάτι άλλο από αριθμούς, γίνεται αλλιώτικη, σαν να είναι ηθοποιός σε θέατρο. Νομίζεις πως θα κλάψει, μα όχι, μόνο στο βλέμμα του το καταλαβαίνεις, κρέμεται κάτι από λύπη στις άκριες των ματιών.

Η Μαλαματένια με το αυτί πίσω από το πράσινο πανωπόρτι με το μπρούτζινο κερκέλι, σίγουρα δεν χάνει κανέναν ήχο και κανέναν ψίθυρο. Έξω από την πόρτα της έχει ένα ασβεστωμένο πεζούλι. Εκεί, εκτός από τη θειά Αρχοντούλα που είναι πολύ γριά, κάθονται για να ξαποστάσουν και οι περαστικοί. Απέναντι είναι ένας πολύ ψηλός κύριος, ο Γιάννης του γιατρού. Είναι καλός άνθρωπος αλλά κάπως τρομακτικός όταν τον δεις για πρώτη φορά. Φοράει ένα μαύρο πετσάκι στο μάτι του, γιατί τον είχε χτυπήσει νάρκη στα σπίτια των Γερμανών, στη Σελένα. Ο ίδιος διηγείται πως αυτή του η εμπειρία είναι η πιο άγρια θύμηση. Η γυναίκα του η Αρτεμισία, όταν τον ακούει να μιλάει γι΄αυτό, του λέει συχνά: «Σώπα Γιάννη, μην παραπονιέσαι μα και πάλι περισσεύει σου το γέλιο».

Τα μεγάλα παιδιά, η Αρετή, ο Λεωνίδας, ο Ζαχάρης, η Ουρανία, η Έλλη, η Φαίδρα, η Πολυτίμη, ο Πολύβιος, διαβάζουν κρυφά τα περιοδικά που με στέλνουν να αγοράσω από τον Ρουσσέτο. Ο Ρουσσέτος, όταν είναι και άλλοι στο μαγαζί του, μού λέει να πω χαιρετίσματα στη νονά μου την Γιαννούλα και πως είναι η πιο όμορφη από όλες τις κοπέλες. Τότε, μού δίνει άλλο ένα περιοδικό το οποίο δεν τού έχω ζητήσει, για να τής το πάω δώρο. Άσε που έχει χαζέψει και λέει στους άλλους πως η νονά μου με στέλνει να τής πάρω όλα αυτά τα περιοδικά. Πάντως, έχω καταλάβει πως τα παιδιά διαβάζουν κρυφά, γιατί φοβούνται τον Γυμνασιάρχη. Εκείνος δεν το επιτρέπει επειδή είναι και παππάς. Κάποιες φορές μάλιστα περνά από τα σπίτια και κάνει έλεγχο με τον αστυνόμο. Τότε φοβάμαι κι εγώ και ας μην πηγαίνω στο γυμνάσιο. Η γιαγιά μου η Γαρυφαλλιά είχε πει ένα βράδυ στον πατέρα μου όταν τρώγαμε: «επεράσανε οι δυο κεφαλές τού χωριού καμαρωτοί – καμαρωτοί, ποιος κατέχει ίντα γυρεύγουνε πάλι μόνο να ’χεις τ’ αμέντε σου». Ο τρόπος που το είπε ήταν αλλιώτικος από ό,τι συνήθιζε. Αυτός ο παράξενος τρόπος που έκρυβε φόβο και αγανάκτηση από τη μια και η Λερναία Ύδρα που μόλις είχα μάθει στην ιστορία από την άλλη, έγιναν η αιτία που έφτιαξα μια απίστευτα τρομακτική εικόνα για τις «κεφαλές του χωριού…»

Ταξίδια αλαργινά. Σε κάποιες πανσέληνες νύχτες επιστρέφουν οι εξόριστοι ίσκιοι και οι ψυχές ξεκουμπώνουν το πουκάμισο να φέγγει η αγάπη. Νομίζω πως στα χέρια μου κρατώ τις μέρες και τις νύχτες εκείνες και τις ξεφυλλίζω από την αρχή με περισσότερο ενδιαφέρον. Συλλαβίζω ανθισμένα γιασεμιά. Η αγάπη τρέχει και χτυπά ρόπτρα και πορτοπαράθυρα. Ο κόσμος νυχτώνει αλλιώς, με παλιά τραγούδια και ξημερώνει μετρώντας απουσίες και ονόματα. Ξανακοιτάζω την ασβεστωμένη αυλή με τα λουλούδια και τη μικρή σκάλα που ανεβαίναμε στο πατρικό μας. Οκτώ πλατιά σκαλοπάτια όλα κι όλα, μια κορνίζα πηχτός ασβέστης γύρω από κάθε σκαλί και πάνω της, Ιούνιο μήνα, να χορεύουν οι κηλίδες τού ήλιου όταν το καταμεσήμερο περνούσε από την πυκνή φυλλωσιά του πρίνου στο χαράκι και στόλιζε βούλες – βούλες ολόκληρη τη γειτονιά του αγίου Χαραλάμπους στο Τζερμιάδων.

Ο ξάδελφος μου ο Γιώργης είναι εκεί. Ακούω το γέλιο του, σαν να μην έσβησε ποτέ, σαν να μην έφυγε τόσο ωραίος και τόσο νέος για το μεγάλο ταξίδι. Η ματιά του πέφτει γεμάτη λαχτάρα πάνω στην Αρτεμισία, την χαρούμενη κοπελίτσα που μαθαίνει μοδιστρούλα στο ραφτάδικο τής Λαναρούς. Κυρία Μαρία την λένε τη μοδίστρα, αλλά το «Λαναρούς», τής πάει πιο πολύ, την κάνει Παριζιάνα. Η ματιά του Γιώργη, είναι η αιτία που κάνει την Αρτεμισία να κοντοστέκεται στο κατώφλι και να χαμογελάει ντροπαλά. Μετά του πετάει ένα φιλί στον αέρα κι εκείνος κάνει πως τεντώνει τα χέρια ψηλά για να το φτάσει. «Τό ’πιασα, να μην πέσει κάτω και λερωθεί», τής ψιθυρίζει σιγανά, να μην ακούσει η θεια μου η Θωμαή. Όμως, είναι και κάτι που βλέπω πίσω από το γέλιο και πίσω από το βλέμμα του και με τρομάζει. Θαρρείς και ένα μικρό σκοτεινό σύννεφο σηκώνεται ξαφνικά από το πουθενά και από το βάθος της σκέψης του και απλώνεται για να θολώσει τη χαρά του. Μπορεί να φταίει που είναι άρρωστος και το ξέρει, μπορεί και κάτι άλλο.

Η θεια Σοφία που δεν έχει παιδιά, δυσκολεύεται να ντυθεί, να μαγειρέψει, να σκουπίσει, να πλύνει, να κατέβει τη σκάλα της. Δυσκολεύεται και να πάρει ανάσα πολλές φορές και βήχει ασταμάτητα. Έχει γίνει τεράστια, είναι και γριά. Κάνει το σταυρό της κοιτάζοντας τον ουρανό και παρακαλάει: «Λησμονιά και συμπόνεση κι ας είναι στα ξωκέντια, τίποτα άλλο». Κάποια μέρα είχε πει στη γιαγιά Γαρυφαλλιά: «Για εμένα ο κόσμος είναι εξορία, τίποτα από όσα ζήτησα δεν αλήθεψαν». Ακαταλαβίστικο μού είχε φανεί.

Η άλλη θεια Σοφία, κάθεται στο μπεντένι τής εκκλησίας με άλλες γυναίκες, όλες τους γριές. Φοράει μαύρα ρούχα, μαύρο τσεμπέρι, τα χοντρά της μαύρα επίσης γυαλιά και πλέκει με το βελονάκι άσπρη κουβέρτα για την εγγονή της που και αυτή την φωνάζουν Σοφία. «Τον άντρα της, τον Τσαμαντουρογιάννη τον συγχωρεμένο, τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί στην κατοχή, μαζί με τον Καρνόλη και τους Πυθαρούληδες. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που φανιστήκανε θυγατεράκι μου», έλεγε με πόνο, η άλλη μου γιαγιά, η Κατερίνα που ήταν αδελφή της.

Αναμνήσεις. Θύμησες. Στιγμές που άντεξαν και ξανάρχονται αναπάντεχα με ένα μόνο πισωγύρισμα τής μνήμης. Καταστάσεις, γεγονότα, εικόνες, πρόσωπα, μυρωδιές, ήχοι, φωνές που δεν θάφτηκαν στην αθάλη τής λήθης. Όλα είσαι εσύ, όλα ζουν μέσα σου. Στέκεσαι στην άκρη τού δρόμου τής ψυχής και αφήνεις να περνούν από μπροστά σου, όπως περνούν τα κάρα, τα ποδήλατα, τα τροχοφόρα. Κάπου – κάπου ανάβεις το κόκκινο φανάρι τού φωτεινού σηματοδότη και διαλέγεις ποιες θα σταματήσουν έστω για λίγο.

«Οι αναμνήσεις βολτάρουν στη ρούγα τής καρδιάς δυο – δυο, μια χαιράμενη και μια πονεμένη. Τσιτώνουν τα χείλη να γελάσουν με το στοχασμό τής μιας και προλαβαίνει, να εκεί στο χίντι – χίντι η άλλη και στρογγυλοκάθεται στυφή σαν τ’ άγουρο κυδώνι πάνω στο ράφι, μα έχει και αυτή τη μυρωδιά της», είχε πει κάποτε ο θείος μου ο Στεφανής, αδελφός του πατέρα μου.

Αποβροχάρης ήλιος, παλιές γειτονιές. Χαλάλι ο καιρός. Μέτρησε η αγάπη βλέμματα. Είναι που κρατούν ακόμη τριαντάφυλλα εκεί που τα παράπονα αγιάζουν.

Μεσημέριασε. Μοσχοβολούν τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα. Στην κερασιά μας, κρέμονται ακόμη κάτι μεγάλα κατακόκκινα κεράσια Δεν τα φτάνω. Δεν πειράζει, ας τα φάνε τα πουλάκια. Εμένα η γιαγιά Γαρυφαλλιά θα μου δώσει ένα δροσόμηλο. Ίσως και κάτι άλλο, όπως ένα λουκούμι με άρωμα τριαντάφυλλο.

Το θιαμπόλι που ακούγεται αποσπά την προσοχή μου. Έχω ήδη ξεχάσει και τα κεράσια και το δροσόμηλο και το λουκούμι. Είναι πολύ ωραία η μελωδία. Ο θείος ο Γιάννης τής Ψυχογίνας, όταν παίζει θιαμπόλι και είναι νύχτα χαμηλώνει ο ουρανός και ακούει και τότε πέφτουνε τ’ αστρουλάκια στο σοκάκι κι όταν πάλι είναι μέρα, τρίζουν οι ρίζες των δέντρων και ξεπετάγονται στα κλαδιά καινούριοι αροδαμοί. Ο θείος ο Γιάννης, ό,τι σκέφτεται, ό,τι ονειρεύεται, ό,τι νιώθει, ακόμη και ό,τι συμβαίνει το κάνει σκοπό και τραγούδι.

Φύσηξε δροσερό το αεράκι κατεβαίνοντας από τη Σελένα ανάμεσα από φασκομηλιές, ρίγανη και ασφοδέλους. Φούσκωσε την καρδιά και την πλισέ μου φούστα. Γυρίζει το αδύνατο κορμάκι, μια σβούρα με τα χέρια απλωμένα. Χορεύω, χορεύει κι ο νους, χορεύει. Μπροστά από τα μάτια τρέχουν πόρτες, παραθύρια, καμάρες, αυλές, βρύσες, δέντρα, ξερολιθιές, άνθρωποι. Γεμίζουν τα μάτια αλμύρα. Τα παιδιά τής γειτονιάς ξαναμαζεύονται. Όλα μαζί, να ξοδέψουμε τη λαχτάρα μας για τη ζωή, εδώ στο κατώφλι τής φλούδας τού δικού μας κόσμου.

Ο ήλιος έχει τραβήξει μια τεράστια πινελιά λευκό φως ψηλά προς τη Δίκτη. Τα μάτια ανοίγουν διάπλατα στο σταυροδρόμι κι ύστερα κλείνουν απαλά. Ο χρόνος περνά και ξαναπερνά από τα βλέφαρα φορτωμένος απαλή πούδρα και ροζ κορδέλες. Το θιαμπόλι ακούγεται αγαλιανά, πιο κοντά μου, μέσα στην ψυχή ένα σιγανό μυστικό. Ξυπνά τα κρυμμένα. Μια μαντινάδα με γυρίζει πίσω από όλες τις στράτες :

Το δάκρυ είναι δυο λογιώ,
ένα των πονεμένων
και τ’ άλλο τση συνάντησης
των πολυαγαπημένων.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έφυγα. Μπορεί τότε αλλάζοντας φόρεμα να άλλαξα και ζωή, όμως αυτό δεν με εμποδίζει περιφρονώντας τις συνήθειες των πολλών, να επιστρέφω, να δηλώνω παρούσα στη συνάντηση αυτή και χαίρομαι. Τελικά δεν ξέρω να μετρώ απουσίες. Στο φρύδι του καιρού τής αγάπης όλα ξαναγίνονται παρόν.

Κάτω από το σπίτι μας, οι τρεις θείες γεροντοκόρες οι Χαριθιανές, η Καλλιόπη, η Χαρίκλεια και η Κατίνα, είχαν ανάψει όπως το συνήθιζαν, με κλημοτόβεργες έξω στη δική τους αυλή, που δεν είχε πουθενά ούτε ένα πράσινο φύλλο, την πυροστιά. Οι φλόγες έγλειφαν ολόγυρα το μαυρισμένο βαθύ τηγάνι. Καθόμουν στο σκαμνάκι, με το εμαγιέ πιάτο στα χέρια και περίμενα.

«Καλή ’ναι η φωτιά χειμώνα καλοκαίρι», θαύμασε η θεια Δόξα, άλλη μια γεροντοκόρη που περνούσε εκείνη την ώρα και αφού προσκλήθηκε με ενθουσιασμό από την Καλλιόπη, συμπλήρωσε την παρέα. Η θεια Δόξα παρεμπιπτόντως είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Ηράκλειο, στο μέγαρο του Φυτάκη, εκεί εργαζόταν και δεν ήταν Χαριθιανή, ήταν Γρυνοκοκολίνα, από το σόι του πατέρα μου.

Οι πρώτες πατάτες είχαν κιόλας ροδοκοκκινίσει. «Βάλε τού κοπελιού να φάει πρώτο», έδωσε εντολή η Χαρίκλεια. Η Καλλιόπη έστρωνε μέσα στη μεγάλη κάμαρα το σοφρά. Είχε ήδη βάλει το βάζο με τις ελιές, το τσουκάλι με τη φάβα, έβλεπες τον λάκκο στη μέση γεμάτο κρεμμύδι ψιλοκομμένο και λάδι, μια μοσόρα πήλινη μαρουλοσαλάτα, ένα πιάτο ασκορδουλάκους, τέσσερα κομμάτια ξερό ανθότυρο, τις μαραθόπιτες, τα βραστά κολοκύθια και δυο ντάκους εφτάζυμο ψωμί.

Η Κατίνα έτρεξε να ανταποκριθεί στην εντολή τής Χαρίκλειας, αφού πρώτα φύσηξε και σκούπισε τη μύτη της που έσταζε σαν χαλασμένη βρύση στο κεντητό μαντηλάκι. Ύστερα, σήκωσε την αριστερή άκρη από το μακρύ της φουστάνι και αφού καμάρωσε με νάζι την ακόμα σφιχτή γάμπα της παρά το προχωρημένο τής ηλικίας, το μάζεψε με μια παραμάνα στη μέση και πλησίασε με την τρυπητή κουτάλα να βγάλει τις πατάτες από το λάδι. Πρόλαβα τη ματιά της γεμάτη καλοσύνη πριν μού γεμίσει το πιάτο. Τής ανταπέδωσα ένα βλέμμα ζαχαρένιο. Την ίδια στιγμή ο σκύλος μας, ο Μπόμπης, άρχισε να γαυγίζει χαρούμενος κουνώντας την ουρά.

«Ω αναγκεμένο σώπα και να σού φέρω θέλει κι εσένα ό,τι περισσέψει», μάλωσε η Κατίνα τον σκύλο, αλλά χωρίς αγριάδα στον τόνο τής φωνής.

Ο σκύλος συνέχισε να γαβγίζει κουνώντας την ουρά, αδιάφορος για τις τηγανιτές πατάτες. Η γιαγιά Γαρυφαλλιά τον άκουσε, άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας έξω πλησίασε και τού χάιδεψε το κεφάλι.

«Ποιός έρχεται και χαίρεσαι;» τον κανάκεψε ρίχνοντας τη ματιά της λοξά στο χωματόδρομο.

Δεν άργησε να φανεί ο πατέρας μου και πίσω του, αμέσως μετά, ένα αυτοκίνητο που τότε έμαθα πως το λένε ταξί.

Εκείνη την ημέρα θαρρείς ο ήλιος είχε φτάσει στις πιο ασήμαντες μακρινές γωνιές τού σπιτιού μας. Όλα ντυμένα στο φως. Πρώτα ανέβηκε τη σκάλα η μητέρα κρατώντας την αδελφή μου στην αγκαλιά της, μετά η γιαγιά Γαρυφαλλιά και ακολούθησε ο πατέρας. Ήμουν η τελευταία που μπήκε στο σπίτι κι ας ήμουν η πιο ανυπόμονη. Πλησίασα με βήματα αργά στην κούνια και αντίκρισα την καινούρια ζωή που χαμογελούσε. Η γιαγιά έλεγε ευχαριστημένη, πως είχε πέσει το γέλιο από τα χείλη τού Θεού στα κεραμίδια μας κι από εκεί γλίστρησε και βρήκε τρόπο να κάνει θριαμβευτική είσοδο μαζί με το μωρό από την πόρτα.

Πολύ καιρό πριν γεννηθεί η αδελφή μου, ένα βράδυ μαζί με τη γιαγιά τής είχαμε δώσει όνομα, «Μαρία». Και όταν καμιά φορά με στρίμωχναν οι στενοί συγγενείς και οι γείτονες πειράζοντάς με: «Και αν είναι αγόρι;» απαντούσα κατηγορηματικά σίγουρη πως εμάς, έτσι μας είχε πει η Άφαντη Μαριγιά. Η γιαγιά με κοίταζε τρυφερά. Το βλέμμα της καθαρό, συνηγορούσε στην απάντηση μου κάθε φορά και κάθε φορά πιάναμε την ιστορία από την αρχή.

«Η Άφαντη Μαριγιά με την αφτερούγιστη καρδιά», άρχιζα πρώτη και συνέχιζε η γιαγιά: «Λίγοι την έχουν δει, αλλά περισσότεροι είναι εκείνοι που την έχουν ακούσει να ψιθυρίζει ονόματα. Όταν βγαίνει τις νύχτες στα περιβόλια και τ’ αμπέλια, κλώθει τον ουρανό με τ’ άστρα στ’ αδράχτι της. Μετά υφαίνει τις δικές μας νύχτες που είναι αλλιώτικες και τις απλώνει πάνω από όλο τον κάμπο του Λασιθιού. Γι’ αυτό, ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι, σ’ αυτό τον τόπο βλέπεις, μπορείς να δεις τα πάντα, εκτός από τη Μαριγιά. Εκείνη είναι άφαντη.

Φυλάει τα παιδιά και τη βρύση στη γειτονιά τού Αργουλιά. Όταν πας να γεμίσεις το σταμνί σου αν θυμηθείς να ψιθυρίσεις…»

«Ξέρω, το ξέρω, μην το πεις», τη διέκοπτα κι έλεγα με περηφάνια: «Aν είναι ντουσουμάνης μου η στράτα να πληθύνει, μα αν είναι ορτάκι, αλιμπερτά κι αγαλιανά να φτάξει κι η αθιβολή ντου πεθυμιά».

Μ’ αγκάλιαζε. Με φιλούσε στο κεφάλι. « Αφού τό ’μαθες, αύριο θα σού χαρίσει μια χούφτα ψιχαλιστό νερό από την κρυφή πηγή τής κορφής και ποτέ δεν θα διψάσεις τη ζωή και την αγάπη. Έτσι ανταμείβει εκείνη η κυρά Μαριγιά, η Άφαντη», με βεβαίωνε και η ιστορία δεν είχε ποτέ τέλος, γιατί όλο και κάτι καινούριο είχε να προσθέσει. Από όλη τη διήγησή της, άκουγα με περισσότερη προσοχή το παρακάτω: «Η Άφαντη Μαριγιά, ξέρει τον τρόπο που κάνει τη ζωή να μη στενεύει ποτέ. Είναι πιο φτωχή από τους αγγέλους, φοράει άσπρο φουστάνι ξεφτισμένο, αλλά τα κόκκινα σαντάλια της δεν χαλάνε ποτέ. Λένε πως όσο πιο πολύ περπατάει τόσο αυτά ξανακαινουριώνουν. Πατάει με το ένα της πόδι εδώ κι όσο να πεις κύμινο, έχει πατήσει με το άλλο στα σοκάκια στην Πανέθημο στα Χανιά, γιατί αγαπά κι εκείνο το χωριό με τα πολλά πλατάνια και την πέτρινη βρύση στην πλατεία. Από κουβέντες, αν τύχει και σού φανερωθεί δεν έχει πολλές, μετρημένες με το ζύγι. Η Άφαντη Μαριγιά είναι εκείνη που καθρεφτίστηκε στο πηγάδι τ’ αποδιαφωτίσματα και το νερό πρόλαβε και κράτησε την εικόνα της. Από τότε κάποιοι ξεγελιούνται και την ψάχνουν στο βασιλικό πηγάδι στον Μισό Ποταμό, μάταια.» Έπαιρνε βαθιά ανάσα κι έκανε πως δεν θυμόταν και την έβγαζα από τη δύσκολη θέση λέγοντας: «Ενώ εμείς ξέρουμε πως, την Άφαντη τη Μαριγιά, την ψάχνουν όλα τα χωριά, να λύσουν τη γλωσσοφαγιά, μα όλοι ξεχνούνε, ένα, να βάψουν με καραμπογιά του ονείρου τα γραμμένα…»

Όνειρο μου, να έχω κι εγώ μια αδελφή, όπως οι ξαδέλφες μου, η Αρετή, την Κατερίνα και η Νίκη, τη Γιαννούλα. Έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πρώτα πώς θα ήταν τα μάτια της, τα χέρια, η φωνή, τα μαλλιά της και μετά τα παιχνίδια μας. Το μικρό μας σπίτι γέμιζε με την παρουσία της στ’ όνειρο, ώσπου μπήκε το καλοκαίρι με τις τελευταίες παπαρούνες τού Μάη να απλώνουν την κόκκινη φορεσιά τους κάτω από τον ζεστό ήλιο των πρώτων παιδικών μου χρόνων.

Εκείνη τη μέρα, η θεια Δεσποινιώ με τα στρογγυλά χαρούμενα μάγουλα, καθισμένη στο χαμηλό σκαμνί τύλιγε ένα άσπρο κουβάρι λεπτή κλωστή. Δίπλα της, η Όλγα από την Πεδιάδα με τις χρωματιστές κλωστές πλεγμένες κοτσίδα στο λαιμό, έψαχνε την δαχτυλήθρα μέσα στο κουτί. Κουβέντιαζαν. «Εμείς εδώ πάνω στο Λασίθι, στο Οροπέδιο, ακούμε το χτύπο της καρδιάς μας και μ’ αυτόν πορευόμαστε για να ζήσουμε», έλεγε η θεια Δεσποινιώ, πριν πεταχτεί πάνω σαν ελατήριο. Μια ζεστή πνοή ανέμου πέρασε μαζί με το σμήνος των περιστεριών και διέκοψε την κουβέντα τους. Τα μάτια της στράφηκαν με ζωηρό ενδιαφέρον ολόγυρα. Αφού κοίταξε με το χέρι αντήλιο προς την κάτω πλευρά του δρόμου, «ήρθε η Καλλιόπη, η Καλλιόπη με το μωρό, νά ’ναι καλορίζικο και καλογραμμένο», φώναξε ενθουσιασμένη πολύ δυνατά, για να ακούσουν και οι άλλες γειτόνισσες το καλό νέο.

Εκείνη την ημέρα, στις δεκατρείς Ιουνίου του χίλια εννιακόσια εξήντα επτά, μία εβδομάδα μετά τη γέννηση τής αδελφής μου, καθώς είχα σκύψει πάνω από την κούνια και την αντίκρισα, θαύμασα το πόσο λαμπερή μού είχε φανεί. Όλο το πρόσωπό της έφεγγε και στη μέση εκεί στο σμίξιμο των φρυδιών, ένα ροζ αντιφέγγισμα όταν ζάρωνε κάπως το μέτωπο έπαιρνε το σχήμα ενός ρόδου.

Η μητέρα μου δεν χρειάστηκε να επιβάλει κανένα καθεστώς σεβασμού ως προς το νέο πρόσωπο της οικογένειας, δηλαδή την αδελφή μου. Είχε προνοήσει η γιαγιά Γαρυφαλλιά και είχε κάνει καλή δουλειά. «Το να μοιράζεσαι, είναι η ευκαιρία που σού δίνει η ζωή για να έχεις μεγάλο μερίδιο στην αγάπη», με συμβούλευε. Έκλεινα τα μάτια και σκεφτόμουν αυτό το «μεγάλο μερίδιο στην αγάπη», μια φέτα κίτρινο φεγγάρι που μύριζε κυδώνι. Ο τρόπος που την αγαπούσα, ήταν ο ίδιος τρόπος που γνωρίζαμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον στην οικογένεια.

Η μητέρα το ίδιο χαδιάρικα συνήθιζε ν’ απλώνει τα χέρια της, πότε πάνω στο μωρό και πότε πάνω σ’ εμένα. Κι ακόμα πιο χαδιάρικα μού φαινότανε κάποιες φορές τα φερσίματά της, όταν αισθανόμουν τη σιωπηλή μάχη που έδινε με τους σκοτεινούς κύκλους γύρω από τα μάτια της και γελούσε για να μην καταλάβω.

Η μητέρα με την εμπριμέ ρόμπα απέξω, την καφέ φούστα και το μπεζ πουκάμισο από μέσα, να σκύβει πάνω από την κούνια να πλένει με ροδόνερο το πρόσωπο τής Μαρίας κι ύστερα με τα μακριά της δάχτυλα να ισιώνει τις τούφες από τα μαλλιά της.

Η μητέρα να μουρμουρίζει με λεπτή, χαρούμενη φωνή λόγια προσευχής και μαντινάδες:

Πάρε το ύπνε το παιδί
κι άμε το στα περβόλια.
Γέμισε τα στηθάκια του
γαρύφαλλα και ρόδα.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη,
κοιμήσου με το μέλι
και νίψου με τ’ ανθόνερο,
που νίβονται οι αγγέλοι.

Η μητέρα να μού κρατά το χέρι και να ζωγραφίζουμε κύκλους και κορδέλες στον αέρα για να χορεύουν οι καλές Μοίρες. Κι ύστερα να με γαργαλάει στο λαιμό και να γελάμε, μαζί δυνατά, ν’ ακούσει η Κακή Ώρα και να μην χτυπήσει την πόρτα μας. Στη φαντασία μου, η «Κακή Ώρα», ήταν γυναίκα με ονοματεπώνυμο, έπαιρνε τρομακτική μορφή χωρίς ποτέ να βλέπω το πρόσωπό της. Την συνδύαζα με το ατύχημα του πατέρα μου στο ξυλουργείο. Είχε κλέψει και την ομπρέλα μου κι όταν την άνοιγε έπεφταν σταγόνες αίμα κι όχι βροχή. Η μητέρα να μιλά ακατάπαυστα για να κρύψει το αίσθημα ανησυχίας που είχε για την υγεία τού πατέρα μετά από αυτό το ατύχημα, που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή.

Η μητέρα προσπαθούσε με την καινούρια χαρά, να ξεχάσει τα ουρλιαχτά και τα κλάματα που την είχαν σημαδέψει σ’ εκείνο το άσχημο περιστατικό και τής ξέσχιζαν ακόμη την καρδιά όταν κάποιες φορές πεταγόταν τρομαγμένη στον ύπνο της, από τον ίδιο πάντα εφιάλτη και ζητούσε νερό.

Η μητέρα έβραζε άνθη χαμομηλιού σ’ ένα τεράστιο εμαγιέ μπρίκι πάνω στο πετρογκάζ. Το σούρωνε στην γυάλινη κανάτα. Μετά γύριζε προσεκτικά την κανάτα και γέμιζε ένα φλιτζάνι. Ο θείος ο Μήτσος ο αδελφός της, τής είχε χαρίσει εκείνο το σερβίτσιο από λεπτή πορσελάνη. Πρόσθετε ένα κουταλάκι μέλι, χτυπούσε το χείλος του φλιτζανιού ανεπαίσθητα με την ανάποδη του κουταλιού και το έπινε καθισμένη στο παράθυρο τής κουζίνας αργά – αργά. Με το υπόλοιπο, ανακατεμένο με χλιαρό νερό και λίγο ξύσμα από άσπρο σαπούνι, ή έπλενε το στήθος της ή, έκανε μπάνιο τη Μαρία μας. Περίμενα πως και τι εκείνη τη στιγμή. Θαύμαζα από την προετοιμασία μέχρι τη μυρωδιά που σκόρπιζε στο μικρό δωμάτιο η ευωδιά του χαμομηλιού. «Έτσι μυρίζει η αθωότητα», έλεγε και τύλιγε το μωρό μας με επιδεξιότητα στην υφαντή πετσέτα για να το στεγνώσει.

Ο πατέρας με το καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο, αδυνατισμένος μετά την περιπέτειά του αλλά πάντα όμορφος, με βλέμμα βαθύ γεμάτο καλοσύνη. Μέχρι και η τσάκιση στα μανίκια ξεχωρίζει. Για τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα του μιλούν ακόμα και στο καφενείο της Μερόπης και τον καλοτυχίζουν που έχει γυναίκα νοικοκυρά. Όρθιος στη μεσόπορτα, στηριγμένος στο μπαστούνι του ακόμα, χαμογελά ακίνητος. Σίγουρα έχει ξεφύγει τον κίνδυνο, όμως το τραύμα του απαιτεί πολλή προσοχή μέχρι να κλείσει.

«Έχει ο Θεός Καλλιόπη», λέει με εμπιστοσύνη στο όνομα εκείνου που επικαλείται και πλησιάζοντας φιλά πρώτα εμένα και μετά τη Μαρία στο κεφάλι.

«Εγώ δεν έχω φιλί;» Διαμαρτύρεται με νάζι η Καλλιόπη, η μητέρα, ρίχνοντάς του κλεφτές ματιές.

Μια τούφα από τα πυκνά μαύρα σγουρά μαλλιά της πέφτουν στο πλάι αριστερά. Δεν βλέπω το φιλί. Αισθάνομαι όμως την ανάσα τους, ζεστή, τρυφερή. Μετά ρωτάει και ξαναρωτάει για πολλοστή φορά: «Αριστείδη, δεν ήθελες να είναι γιός;»

«Να είναι καλά θέλω, να έχει καλή ζωή και καλό ριζικό», ο πατέρας αποκρινόμενος και το εννοεί. Σέρνοντας το πόδι, με αργά βήματα βγαίνει έξω στο μπαλκόνι συγκινημένος. Η γιαγιά Γαρυφαλλιά του μιλά χαμηλόφωνα. Η φωνή της είναι κάπως τραγουδιστή, ξεχωριστή. Χαράζεται εύκολα στη μνήμη. Τα μάτια της ακτινοβολούν ένα διαφορετικό φως. Αυτό το φως έρχεται από μέσα της, από την ψυχή της που ξέρει να μεταμορφώνει ακόμη και την τρικυμία σε γαλήνη. Και το σώμα της, γερασμένο ναι, αλλά δείχνει πάντα ψηλή και αρχοντική η κορμοστασιά της, αυτή τής τιμής, τής περηφάνιας.

Διατηρώ καθαρότατα εκείνες τις παιδικές αναμνήσεις. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που οι κόρες των ματιών μου έμοιαζαν κουμπιά. Και τής γιαγιάς όμως, και εκείνης έτσι είχαν γίνει οι κόρες των ματιών της, δυο κουμπιά γεμάτα μέλι.

Τη θυμάμαι να φτιάχνει καφέ, γλυκύ βραστό και να του κάνει παρέα, τού πατέρα μου, στο μπαλκόνι κάτω από το γιασεμί. Τα λαδοκούλουρα στο δίσκο μυρίζουν γνώριμα. Κανέλλα και πορτοκάλι, έτσι μυρίζει και το σπίτι μας. Χαμηλώνω τα βλέφαρα. Ανοίγω τα ρουθούνια. Παίζω με τον χρόνο. Γυρίζω πίσω. Είναι όλα εκεί. Η γιαγιά λυγίζει το σώμα και σκύβει προς το μέρος του. Συνεχίζει να του μιλάει χαμηλόφωνα, χαρούμενα μπορώ να καταλάβω. Εκείνος χαμογελάει. Τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Έχει ο Θεός», επαναλαμβάνει και σφίγγει αμήχανα το μπαστούνι στα χέρια του.

συνεχίζεται…

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]


Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:57