Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Γιάννης Ρίτσος, 32 χρόνια από την «αναχώρηση» του ποιητή της Ρωμιοσύνης | του Διογένη Σινωπέα

 

«Έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα το 1990, σε ηλικία 81 ετών.

Ο Γιάννης Ρίτσος (01/05/1909 – 11/11/1990) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά και είχε τρία μεγαλύτερα αδέλφια, τα οποία πρωταγωνιστούν στα έργα του. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, η οποία θα καταστραφεί οικονομικά στη δεκαετία του 1920. Το 1921 πεθαίνουν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων, με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Λόγω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα του, φεύγει μαζί με την αδελφή του Λούλα για την Αθήνα, όπου θα κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, όπως δακτυλογράφος, διορθωτής, ηθοποιός, χορευτής, κ.ά. Το 1926 αρρωσταίνει από φυματίωση. Στη συνέχεια, θα νοσηλευτεί πολλές φορές, Αθήνα, Χανιά, και στη διάρκεια της Κατοχής θα είναι, λόγω της ασθένειάς του, κατάκοιτος. Η προσχώρησή του στο μαρξισμό μάλιστα σχετίζεται άμεσα με την ασθένειά του, αφού από το 1927 ως το 1930 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου γνωρίζει και μαρξιστές διανοούμενους της εποχής και τη Μαρία Πολυδούρη. Τη διετία 1927-1928, σαράντα νεορομαντικά του ποιήματα, που κινούνται στο κλίμα μελαγχολίας και νοσταλγίας του μεσοπολέμου, δημοσιεύονται στο Λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Τα ποιήματα αυτά ανήκουν σε συλλογές που δεν θα εκδοθούν ποτέ – Στο παλιό μας σπίτι, Δάκρυα και χαμόγελα. Τον Οκτώβρη του 1931 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, όπου σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Είναι μια από τις καλύτερες περιόδους της ζωής του, αφού τόσο η υγεία όσο και τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά, με τη βοήθεια της αδελφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες της Αριστεράς και δουλεύει αρχικά στο εμπορικό θέατρο, ενώ στη συνέχεια πηγαίνει στο Εθνικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή, όπου δουλεύει από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 μέχρι και την Κατοχή.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Τρακτέρ, εκδόθηκε από τον Γκοβόστη το 1934. Την ίδια χρονιά προσχωρεί στο ΚΚΕ. Στην Κατοχή, παρότι κατάκοιτος, δραστηριοποιήθηκε στον μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ και, στα Δεκεμβριανά, κάηκε σχεδόν ολόκληρο το αρχείο του, που είχε δοθεί προς φύλαξη. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη-Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Επισκεπτόταν συχνά τις σοσιαλιστικές χώρες και ασχολούνταν ενεργά με την προβολή της λογοτεχνίας τους στην Ελλάδα. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο και το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας.

Το 1970 βρέθηκε για λίγο στην Αθήνα, για να πάρει διαβατήριο. Λόγω όμως της άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου, δεν του χορηγήθηκε το διαβατήριο για το Λονδίνο, όπου θα πήγαινε προσκεκλημένος σε παγκόσμιο συνέδριο ποίησης, και έτσι επέστρεψε στη Σάμο, καθώς δεν είχε αρθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου με πολλές διακρίσεις: το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Biennale του Knokke-Le-Zout 1972, το Διεθνές Βραβείο Δημητρώφ 1975, το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης Alfred de Vigny, το Βραβείο Λένιν 1977, το Διεθνές Βραβείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης 1979, το βραβείο Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης του ΟΗΕ, το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων 1987, το Μετάλλιο Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη 1989, τον Μεγάλο Αστέρα της Φιλίας των Λαών ΓΛΔ, το μετάλλιο Ζολιό-Κιουρί 1990. Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της ΟΔΓ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης 1975, Μπέρμιγχαμ 1978, Karl Marx της Λειψίας 1984, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας 1987.

Τα ποιήματα που έγραψε στο διάστημα 1987-1989 εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα». Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Άφησε πίσω του πενήντα ανέκδοτες συλλογές. Συνδυάζοντας τις μεγάλες αφηγήσεις με τα ολιγόστιχα ποιήματα, τις ευρείες συνθέσεις σχετικά με μεγάλες στιγμές της Ιστορίας με τους μονολόγους ή τα μικρά ποιήματα για την ανθρώπινη μοίρα και τη λειτουργία της τέχνης, ο Ρίτσος κάλυψε πραγματικά ολόκληρο το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών.

Παρακάτω θα διαβάσουμε μερικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, που δεν είναι τόσο γνωστά στο αναγνωστικό κοινό.


Ποιητής – Χορευτής | του Γιάννη Ρίτσου

Εγώ, της Τέχνης εραστής, με κρόταφους στιλπνούς
από του Ωραίου τον ασπασμό και των Ιδεών το ασήμι,
δύω στου κενού στομάχου μου τους δύσοσμους καπνούς
και, κολοβός αετός, πηδώ στη ρούμπα και στο σίμμυ.

Εγώ, που ο στίχος μου άξιζε της γης το θησαυρό,
αντί να πλάθω αμέριμνος και να φτερώνω σ’ οίστρο,
καρφώνω στης αμείλιχτης ανάγκης το σταυρό
την έμπνευση, και κροταλώ για μια δραχμή το σείστρο.

Κι αν είμουν ανυπόταχτος, σαν Καραγκιόζη οιχτρό
με διευθύνουν άβουλοι ξένοι, κρυμμένοι σπάγγοι
κι ο νους το σώμα μου κοιτά σαν άσπονδό του εχτρό,
ενώ στο δράμα μου γελούν γελοίοι ουρακοτάγκοι.

Στων προβολέων την πυρκαγιά, στον τάφο της σκηνής,
πλέκω τα μέλη στους ρυθμούς ορχήστρας που καγχάζει
κ’ είμαι χορευτικός σπασμός μιας πόρνης ηδονής
κ’ είμαι του αξέστου ο εμπαιγμός και του ηλιθίου το χάζι.
(…)
Του ανθρώπου την κατάρρευση στον εξευτελισμό
της ομορφιάς, του πνεύματος και της χαράς διακρίνω,
μα εγώ με λυρικό κασμά το χάλκινο δεσμό
σπάζω, και μες στο βόθρο σας λευκό ανεβαίνω κρίνο.
(…)
Μα στο κελλί μου όταν γυρνώ με βδελυγμό κρεμνώ
την πανοπλία του γέλιου μου στης νύχτας την κρεμάστρα,
είμαι κατάδικος της ζωής και πάνω στο γυμνό
στήθος μου η πέννα μου κεντά γοργόνες κι άνθη μ’ άστρα.

Εμένα που θα σέβονται των αιώνων οι στρατιές,
το βάδισμά μου ειρωνικά μιμείται ως κ’ ένα αλάνι.
Σπαθιές πισώπλατες ηχούν στο διάβα μου οι ματιές
και βάφω την οργή μου οκνά με λυρικό μελάνι.
(…)
Μα εγώ το θάρρος το ύστατο στο τέρμα καταχτώ,
κι όρθιος, με δίχως θώρακες, κι ωραίος, με δίχως κράνη,
έξω απ’ το φρούριο στέκομαι τα βέλη να δεχτώ
καλωσορίζοντας στο φως κι όσους μ’ έχουν πικράνει.

[Από το πολύστροφο αυτοβιογραφικό του ποίημα, από τη συλλογή «Τρακτέρ», Γκοβόστης, 1934]


Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα

Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.

Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.

Λέρος, 22.ΙX.68

[Γιάννης Ρίτσος. 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος]


Για τον Ιόλαο

Κείνο το βράδυ, που καθόμασταν στον κήπο, αναίτια λυπημένοι,
σαν καρτερώντας κάτι αόριστο, κι ακούγοντας αμίλητοι πέρα
το κάλεσμα κάποιου πουλιού (σίγουρα: κούκος), ο Θανάσης
έκοψε τη σιωπή αναπάντεχα:
«Ο Ιόλαος, —είπε—
πολλά γραφτήκανε γι’ αυτόν· — δεν τα ’χω διαβασμένα· ελάχιστα
γνωρίζω για τη ζωή του — δε μου χρειάζονται πιότερα. Το μεσημέρι
είδα το συντριμμένο ανάγλυφο της σκηνής του Θεάτρου. Εκεί, ο Ιόλαος,
ωραίος, γυμνός, με βλέφαρα γερμένα, στέκεται στην άκρη
σα να προσεύχεται μέσα του. Κι απέναντί του ο Ημίθεος,
γυμνός κι εκείνος, να κοιτάζει προς αυτόν, πάνω απ’ τις χαίτες
των άγριων, χαλκοσάγονων αλόγων του Διομήδη.
Κι άξαφνα
κατάλαβα τα πάντα — και το πάθος του ήρωα και τη μεγάλη αποκοτιά του,
το νόημα της φιλίας και το ποιά η πηγή της έμπνευσής του και της πράξης,
ποιά η μυστική λαμπρότητα των τρομερών ηράκλειων άθλων.
Τριγύρω το τοπίο ήταν λευκό, εκτυφλωτικό, με κίτρινα μεγάλα αγκάθια».

Σταμάτησε ο Θανάσης. Τίποτα δεν καταλάβαμε. Σωπαίναμε.
Και κείνο το πουλί, στο δάσος πέρα, να φωνάζει ανόητα πάλι και πάλι.

Λέρος, 24.III.68

[Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος]


Μη-ήρωας

Αυτός, που, ακούγοντας το βήμα των συντρόφων του
να ξεμακραίνει πάνω στα χαλίκια, μες στη μέθη του,
αντί να κατεβεί τη σκάλα που ’χε ανέβει, πήδησε ίσα
τον τράχηλό του κόβοντας, έφτασε πρώτος
μπροστά στο μαύρο στόμιο. Κι ούτε που χρειάστηκαν
εκείνες οι μαντείες του Τειρεσία. Κι ούτε που άγγιξε
το αίμα του μαύρου κριαριού. Το μόνο που ζήτησε
ήταν μια πήχη τόπος στ’ ακρογιάλι της Αιαίας
κι εκεί να στήσουν το κουπί του — εκείνο που ’λαμνε
πλάι στους συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, και δόξα
στ’ όμορφο παλικάρι. Αλαφρόμυαλο το ’παν. Ωστόσο
μήπως δε βοήθησε κι εκείνο κατά δύναμη
στο μεγάλο ταξίδι τους; Για τούτο, κιόλας, ο Ποιητής
το μνημονεύει χώρια, αν και με κάποια περιφρόνηση,
κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς με πιότερο έρωτα.

[Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, Αθήνα 1966, Κέδρος]


Της μοίρας

Ύστερ’ απ’ τις πολλές περιπλανήσεις του, ξαναγύριζε πάντα
στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημάδι (της μοίρας, όπως λένε).
Η αψιδωτή εσοχή του τοίχου, στην είσοδο, με τη γλάστρα,
και πίσω απ’ τη γλάστρα το κλειδί. Από δω ξεκινούσε
σε μια προσπάθεια να ξεχάσει το κλειδί, κι άλλοτε αναζητώντας το
κάτω από στρώματα πυκνά μεταμορφώσεων ή κάποτε
ξεχνώντας το στ’ αλήθεια. Κι άξαφνα,
η στάση ενός σώματος στο δρόμο, ο τρόπος του βαδίσματος,
τον έμπαζαν ξανά στο μυστικό του. Λίγο πιο πάνω,
ενώ βράδιαζε κιόλας, ακουγόταν ανέκκλητη
η ίδια φωνή απ’ τ’ αποδυτήρια του Σταδίου, μετά τους αγώνες.

[Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, Αθήνα 1966, Κέδρος]


Το τέλος των Σειρήνων

Τίποτα δεν πετύχανε οι Σειρήνες. Ο Ορφέας με το τραγούδι του
κράτησε τους συντρόφους του. Μονάχα ο Βούτης, ο ασυλλόγιστος,
ρίχτηκε στο νερό πλέοντας με γοργές οργιές για τ’ ακρογιάλι. Μα κι εκείνος
δεν κακοπέρασε. Τον περιμάζεψε η θεά απ’ τα κύματα
και πλάγιασε μαζί του. Έτσι γεννήθη ο Έρυκας. Όσο για τις Σειρήνες,
αυτές απ’ το κακό τους πέσανε στη θάλασσα και γίναν βράχοι.
Γύρω τους έπλεαν τα μεγάλα κίτρα που ’χανε κυλήσει απ’ το καράβι
κίτρινα κίτρινα σαν πρόσωπα πνιγμένων φόβων.

Σάμος, 16.Ι.65

[Γιάννης Ρίτσος. [1989] Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα, 1998, Κέδρος]


Αδελφοσύνη

Στον Αραγκόν
Εύκολα, μεταξύ τους, οι ποιητές αναγνωρίζονται — όχι
από μεγάλα λόγια που θαμπώνουν τους κοινούς, όχι
από ρητορικές χειρονομίες, μόνον από κάτι
ολότελα κοινό με μυστικές διαστάσεις, όπως η Ιφιγένεια
αναγνώρισε αμέσως τον Ορέστη μόλις της είπε:
«Εσύ δεν κεντούσες στο προαύλιο, κάτω απ’ τη λεύκα,
μ’ όμορφα χρώματα σε λευκασμένο υφάδι
τ’ αλλαξοδρόμισμα του ήλιου;» Και πιότερο ακόμη:
«Δεν ήταν στη γωνιά της κάμαράς σου φυλαγμένο
το παλιό δόρυ του Πέλοπα;» Και, τότε, εκείνη
έγειρε ευθύς στον ώμο του σφαλώντας τα μάτια
από ’να φως βαθύ, μειλίχιο, σαν να ’ταν ο ματοβαμμένος
βωμός, ακέριος σκεπασμένος μ’ εκείνο
το λευκασμένο υφάδι που η ίδια το κεντούσε
κάτω απ’ τη λεύκα, τα ζεστά μεσημέρια, στην πατρίδα.

Καρλόβασι, 30.V.69
[Γιάννης Ρίτσος, Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα, Αθήνα 1972, Κέδρος]

 

Επιμέλεια: Διογένης Σινωπεύς

.

.

.

.

.

.

.


 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:116