Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Μια λιβελούλα στη χώρα των ελεφάντων | Παραμύθι της Άννας Τακάκη

Μια φορά, πριν από πολλά πολλά χρόνια ζούσε μέσα στο δάσος ένα κοριτσάκι με τους γονείς του. Το λέγανε Ηλιοστάσια. Σαν τον ήλιο χρυσά ήταν τα μακριά του μαλλάκια, και ροδαλό σαν την αυγούλα ήταν το προσωπάκι του. Το φτωχικό σπιτάκι τους ήταν μια καλύβα φτιαγμένη από ξύλα, καλάμια και χόρτα ανάμεσα στα ψηλά και πυκνά δέντρα. Η Ηλιοστάλακτη δεν είχε αδελφάκια. Είχε όμως φίλους της όλα τα ζώα και τα πουλιά του δάσους. Ο πατέρας της ήταν κυνηγός και ξυλοκόπος και η μητέρα της μάζευε χορτάρια, βοτάνια και φρούτα από το δάσος. Μαγείρευε στη φωτιά, έπλενε στο ποτάμι και περιποιόταν το μικρό κοριτσάκι με τα χρυσά μεταξένια μαλλάκια και το ροδαλό προσωπάκι. Η Ηλιοστάλακτη έπαιζε μέσα στο δάσος με τα άγρια ζώα, τα πιθηκάκια και τα πουλιά και ήταν πολύ ευτυχισμένη.

Μια μέρα που έπαιζε και γελούσε με έναν νεαρό πάνθηρα, τον ακολούθησε μέσα στο δάσος ώσπου απομακρύνθηκε από την καλύβα της. Εκείνη όμως μέσα στη χαρά του παιχνιδιού δεν κατάλαβε πως έφυγε τόσο μακριά. Μόλις άρχισε να βραδιάζει έτρεξε να γυρίσει πίσω αλλά χάθηκε μέσα στο πυκνό δάσος. Τότε το καημένο κοριτσάκι άρχισε να κλαίει, να κλαίει απαρηγόρητα. Εκείνη τη στιγμή μέσα σ’ ένα ξέφωτο είδε να πετά στον ουρανό ένα παράξενο φωτεινό αντικείμενο κι ύστερα να χαμηλώνει, όλο να χαμηλώνει ώσπου ήρθε και στάθηκε δίπλα τoυ.

Η μικρή Ηλιοστάλακτη αμέσως γέμισε από χαρά. Πίστευε πως αυτοί που ήταν μέσα σε αυτό το ιπτάμενο όχημα θα την έπαιρναν να πετάξει μαζί τους πάνω στο δάσος για να βρουν τη μικρή της καλύβα.

-Σας παρακαλώ θα με πετάξετε μέχρι το καλύβι μου; Χάθηκα στο δάσος και δεν ξέρω να γυρίσω πίσω. Σε λίγο νυχτώνει και φοβάμαι…έλεγε την ώρα που άνοιγε η μεγάλη πόρτα. Με μεγάλη της έκπληξη η μικρή είδε να βγαίνουν έξω δυο αλλόκοτα και ψηλά πλάσματα σαν τεράστια έντομα με μεγάλα και γουρλωτά μάτια. Το κορίτσι δεν φοβήθηκε κι ας ήταν τόσο διαφορετικά πλάσματα από τους ανθρώπους. Δεν φοβήθηκε, γιατί πίστευε πως θα την λυπότανε και θα την βοηθούσαν να γυρίσει πίσω.

-Μπες μέσα μικρούλα, είπαν τα δυο παράξενα πλάσματα. Η Ηλιοστάλακτη χάρηκε τόσο πολύ που θα την έπαιρναν μαζί τους. Θα έβλεπε από ψηλά την μικρή καλύβα στο δάσος και θα την κατέβαζαν να είναι πάλι με τους γονείς της και τα αγαπημένα της ζώα. Όμως το ιπτάμενο όχημα ανέβαινε, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, στον ουρανό.

-Πού με πάτε; Άρχισε να τους λέει και να τους παρακαλεί να την κατεβάσουν κάτω.

Μα εκείνοι την πήγαιναν όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο ψηλότερα, ώσπου χάθηκε από τα μάτια της η Γη.

– Μην πετάτε άλλο ψηλά! Πνίγομαι εδώ πάνω, συνεχίζει να λέει το κοριτσάκι..

– Τώρα είναι αργά. Είμαστε στο διάστημα, Ηλιο… στάλακτη. Δεν χαίρεσαι που είσαι ψηλά πάνω στ’ αστέρια;

-Ναι, πάντα μου άρεσε να κοιτάω τ’ αστέρια.

-Μα σας παρακαλώ! Εγώ θέλω τη Γη μου…θέλω να με κατεβάσετε, να πάω στην καλύβα μου. Θα με ψάχνουν οι γονείς μου.

-Μη φοβάσαι της λένε τα εξωγήινα πλάσματα… Να χαίρεσαι, κοριτσάκι, που είσαι εδώ γιατί θα σε πάμε να δεις το μέλλον σου. Να δεις πώς θα είναι οι άνθρωποι μετά από κάποια χρόνια. Ο κόσμος σας θα χαθεί κι εσείς οι άνθρωποι θα γίνετε έντομα και θα τρέχετε να κρυφτείτε βαθειά μέσα στο χώμα, και βαθιά μέσα στις λίμνες, στα ποτάμια και στις θάλασσες. Εκεί θα είναι πια η ζωή σας, γιατί ο ήλιος θα εξαφανισθεί, θα σβήσει από τον ουρανό, θα σβήσουν κι όλα τα άλλα αστέρια και ένα βαθύ σκοτάδι θα απλωθεί παντού. Το ίδιο έγινε και με μας στον δικό μας κόσμο. Ξαφνικά χάθηκε ο ήλιος από τον πλανήτη μας και γίναμε έντομα. Περάσανε εκατομμύρια χρόνια για γίνουμε αυτό που βλέπεις τώρα.

– Όχι, όχι, μα γιατί να χαθεί ο ήλιος; Κι ύστερα τι με νοιάζει εμένα το μέλλον; Δε με νοιάζει τι θα γίνει μετά από χρόνια. Εγώ θέλω τώρα να είμαι με τους γονείς μου. Θέλω τώρα να ζω με τα αγαπημένα μου ζώα και να ακούω τα πουλάκια να κελαηδούν. Τους απάντησε το κοριτσάκι κι άρχισε λιγάκι να σκέφτεται όλα αυτά τα περίεργα που άκουγε από τα ξωτικά πλάσματα. Μα ώσπου το καλοσκεφτεί κι ώσπου να τα παρακαλέσει πάλι να την κατεβάσουν στη Γη, τα παράξενα εκείνα μαγικά όντα την είχαν κιόλας μεταμορφώσει σε μια λιβελούλα με χρυσόλευκα φτερά. Μόνο πως εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες λιβελούλες. Στο κεφαλάκι της ξεχώριζε ένα τόσο δα λαμπρό αστεράκι.

Ύστερα τα παράξενα όντα άρχισαν να κατεβάζουν πάλι το όχημά τους στη Γη ώσπου την άφησαν ελεύθερη να πετάξει στο αγαπημένο της δάσος.

Εκείνη την ώρα άρχιζε να ξημερώνει και η Λιβελούλα με τα μεγάλα χρυσά φτερά και το αστεράκι της, βρέθηκε να πετά μέσα στο δάσος πάνω από μια αγέλη από ελέφαντες. Ένιωσε τόσο μικρή ανάμεσα σε αυτά τα τεράστια πλάσματα, μα ποτέ δεν ένιωσε ασήμαντη. Αν και τόσο μικρούλα είχε κι εκείνη μερίδιο στη ζωή, είχε μερίδιο στη χαρά σ’ αυτόν τον απέραντο γήινο κόσμο.

Ζβουν…ζβουν… έκαναν τα φτερά της Λιβελούλας, πάνω από τα κεφάλια των γιγάντων της ζούγκλας. Ζβουν ζβουν! Πόσο ήθελε να την προσέξουν, πόσο ζητούσε μια παρέα, μέσα σε εκείνη την τεράστια πράσινη χώρα με την πυκνή βλάστηση! Κανείς δεν θέλει να είναι μόνος του. Εκείνη ήταν μια τόσο δα μικρή, ελαφριά κι ευαίσθητη Λιβελούλα που πετούσε από κλαδί σε κλαδί. Κι οι ελέφαντες ήταν τόσο μα τόσο τεράστιοι! Όμως εκείνοι έβαζαν μπροστά την προβοσκίδα τους και προχωρούσαν. Σιγά μην έδιδαν σημασία σε ένα ζβουν μιας τόσο δα μικρής Λιβελούλας. Σαν είδε πως δεν έριχναν ούτε καν μια ματιά προς το μέρος της άρχισε να γίνεται πιο ενοχλητική, μήπως και αυτό τους κάνει τουλάχιστο να την προσέξουν. Άρχισε τότε να περιφέρεται και να κάθεται πότε στη ράχη τους, πότε στην κοιλιά, πότε στην ουρά τους. Σιγά και μην την καταλάβαιναν ολόκληροι ελέφαντες! Τότε σκέφτηκε να γίνει ακόμη πιο ενοχλητική. Έβγαλε ένα πιο δυνατό σβουν! με τα μεγάλα φτερά της και πήγαινε και κάθιζε πότε μπροστά στην προβοσκίδα, πότε στο ελεφαντόδοντο, πότε έμπαινε μέσα στα αυτιά, πότε στη μύτη, πότε στα μάτια τους. Τα γαργαλούσε, τα τσιμπούσε μα τίποτε πάλι οι ελέφαντες. Ούτε καν που αντιλαμβανότανε την παρουσία της. Τότε η μικρή μας Λιβελούλα μην έχοντας να κάνει κάτι άλλο σκέφτηκε να τους τραγουδήσει. Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της και με την καλύτερη και πιο γλυκιά φωνούλα τους έλεγε μελωδικά:

Είμαι μια Λιβελούλα, όμορφη τρυφερούλα,

κι έχω έν’ αστεράκι στο μικρό μου κεφαλάκι.

Πρώτα ήμουν παιδάκι, μικρό κοριτσάκι,

μα μ’ έχουν μαγέψει και μ’ έχουν παιδέψει,

μαγικά αερικά, κάποια πλάσματα κακά.

Τότε οι ελέφαντες άρχισαν να ξαφνιάζονται. Έκαμαν πάνω την προβοσκίδα τους, τέντωσαν τα αυτιά τους, γρούλωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν τη μικρή Λιβελούλα. Τόσο μικρή και χαριτωμένη που ήταν με το λαμπρό αστεράκι της και τα χρυσόλευκα φτερά της που έκαμαν όλοι ένα κύκλο και τη έβαλαν στη μέση. Η Λιβελούλα δεν σταμάτησε να τους τραγουδά γλυκά και να τους χορεύει στον αέρα, που ακόμη και αυτά τα τεράστια πλάσματα της ζούγκλας νιώσανε τόσο δα μικρά και τόσο ασήμαντα. Ένιωσαν τόσο δα μικρά, γιατί δεν είχαν τη δύναμη να πετάξουν, ούτε το χάρισμα να τραγουδήσουν, ούτε καν να κάμουν μια σκέψη. Από τότε οι ελέφαντες και η Λιβελούλα γίνανε αχώριστοι φίλοι. Κι η μικρή Λιβελούλα πετούσε από κλαρί σε κλαρί μέσα στο δάσος, μα δεν ξεμάκραινε από την αγέλη των ελεφάντων. Τους ακολούθησε στο μακρύ ταξίδι τους και τους διασκέδαζε κάθε τόσο με το τραγούδι και τον χορό της. Πήγαιναν, πήγαιναν λοιπόν βαθιά μέσα στο δάσος ώσπου έφθασαν σ’ ένα ποτάμι για να πιουν νερό. Η Λιβελούλα μόλις είδε το ποτάμι και τον ήλιο να λάμπει μέσα έβγαλε μια δυνατή φωνή από τη χαρά της. Ύστερα έβαλε τους φίλους της να κάμουν ένα τεράστιο κύκλο και τους είπε να χορέψουν. Εκείνη στη μέση τους τραγουδούσε και χαίρονταν όλοι μαζί πλάι στο ποτάμι.

Σ’ ευχαριστώ ποτάμι μου και δροσερό νεράκι

που ήρθα με τους φίλους μου εδώ να δροσιστούμε,

στην όχθη σου να κάτσουμε και να ξεκουραστούμε.

Τριαλαλό τριαλαλό, δροσερό είναι το νερό.

Στο ποτάμι ήταν μια γυναίκα που έπλενε ρούχα και όπως έπλενε έκλαιγε. Έκλαιγε και στάζανε τα δάκρυά της μέσα στο νερό κι όλο γέμιζε κι όλο μεγάλωνε το ποτάμι.

Κι έτρεχε, έτρεχε το νερό μαζί με τα δάκρυα της γυναίκας. Τόσο πολύ συγκινήθηκε η μικρή Λιβελούλα μόλις την είδε, πού πήγε και κάθισε πάνω στον ώμο της. Ήθελε να της τραγουδήσει, ήθελε να την κάμει να ξεχάσει τη στεναχώρια της.

-Τι έχεις καλή μου γυναικούλα και κλαις; Τη ρώτησε με την γλυκιά και τρυφερή φωνούλα της.

Η γυναίκα, κοίταγε δεξιά, αριστερά, και δεν ήξερε από πού ερχόταν αυτή η παράξενη φωνούλα.

Όμως με το που ακούμπησε τη γυναίκα η Λιβελούλα ένιωσε κάτι ανθρώπινο. Κάτι πολύ δυνατό έκαμε την καρδούλα της να χτυπά πάλι σαν ανθρώπινη καρδιά.

Αμέσως κατάλαβε πως εκείνη η γυναίκα ήταν η μητέρα της. Η καρδιά της μάνας ακούμπησε τόσο μαγικά στην ψυχούλα της, που την μεταμόρφωσε και της έδωσε πάλι την ανθρώπινη μορφή. Έγινε και πάλι η μικρή Ηλιοστάλακτη με τα ηλιόχρυσα μαλλιά και το ροδαλό προσωπάκι.

-Αχ, να! ..το παιδί μου! το χαμένο παιδί μου!

-Ηλιοστάλακτη, κοριτσάκι μου! Πού ήσουν; Φώναξε έκπληκτη η μητέρα και την αγκάλιασε με τα βρεγμένα χέρια της.

-Μανούλα μου, γλυκιά μου μανούλα! Φώναξε το κοριτσάκι και τη φιλούσε με χαρά. Ύστερα άρχισε να της λέει για εκείνα τα περίεργα πλάσματα, για το ιπτάμενο όχημα και το ταξίδι της στον ουρανό με τα πολλά αστέρια.

-Μανούλα, να φανταστείς πως είδα τ’ αστέρια από κοντά! Ήταν τόσο λαμπερά και μεγάλα!…μα εγώ ήθελα τη Γη μου, το δάσος μου…

Της έλεγε πως δεν φοβήθηκε αυτά τα παράξενα όντα που έμοιαζαν σαν τεράστια έντομα, αλλά την έκαμαν να σκέφτεται και να προσέχει πιο πολύ στη Γη. Ακόμη κι όταν την έκαμαν έντομο προσπάθησε να περάσει όμορφα και με αγάπη σ’ αυτόν τον μικρό της κόσμο.

Η μητέρα της τη χάιδεψε τρυφερά και της είπε:

-Η αγάπη παιδί μου σ’ έφερε πάλι εδώ κοντά μου. Η αγάπη σου για κάθε πλάσμα της Γης.

Και το κοριτσάκι της απάντησε:

-Η δική σου αγάπη με οδήγησε να έρθω πάλι εδώ και να σε βρω, μανούλα μου.

Οι ελέφαντες, μόλις είδανε το κοριτσάκι ν’ αστράφτει από ευτυχία δίπλα στο ποτάμι δεν πήγαν να πιουν νερό, αν και διψούσαν πάρα πολύ, γιατί το ξέχασαν από τη χαρά τους. Χάρηκαν τόσο με τη χαρά της Λιβελούλας τους, που ξανάγινε κοριτσάκι. Χάρηκαν τόσο πολύ που σήκωσαν όλοι πάνω τις μεγάλες προβοσκίδες τους, πάνω ψηλά στον ήλιο σαν να ευχαριστούσαν τον Θεό. Σαν να χειροκροτούσαν το θαύμα που έβλεπαν.

-Σας ευχαριστώ καλοί μου φίλοι που με φέρετε ως εδώ για να βρω τη μανούλα μου, τους είπε μ’ ευγνωμοσύνη, κι έφυγαν μητέρα και κόρη αγκαλιασμένες για το καλύβι τους.

Και η ζωή συνεχίστηκε στο μεγάλο δάσος.

*λιβελούλα: το πιο γρήγορο έντομο, με μεγάλα και λεπτά φτερά.

Άννα Τακάκη

 

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:80