Με το γ-καφέ ντου έστεκε μπροστά στο πανωπόρτι, ο Μιχελής να ξανοίγει όξω τη ν’ αμυγδαλιά. Εντακάρανε και φουσκώνουνε τα κλαδιά τζη, γιατί ξεπετά τ’ αμάθια σιγά, σιγά ν’ ανθίσει.Στο καιρό τζη ανθισμένη είναι το στολίδι τση γειτονιάς. Απάνω στο ντράφο οι σπουργίτες ξετινάσου ντα φτερά ντως και τζιμπολογούνε τα ψωμόθρουλα από χάμε. Ένα γόνατο οι οξυνίδες γύρου, γύρου ώραΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ας μεταφερθούμε σε μία εποχή όχι πολύ μακρινή, ούτε πολύ κοντινή σε έναν τόπο παρθένο, τότε που τα ζώα μιλούσαν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι καταλαβαινόντουσαν όλοι μεταξύ τους. Η Ίζα ζούσε σε μια καλύβα μέσα στο δάσος, με τους γονείς της και τις τρεις αδερφές της. Υπήρχε ένα έθιμο τότε σε εκείνα τα μέρη όταν το κορίτσι πήγαινεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ήταν πρωινό του καλοκαιριού, και ο πατέρας μου ήθελε να με σέρνει μαζί του στα ξύλα, και λέω με σέρνει, γιατί δεν ήθελα να πάω. Αυτός επέμενε να πάμε πρωί-πρωί, να φορτώσουμε δυο δεμάθια ως συνήθως στη γαϊδάρα μας, και να γυρίσουμε αμέσως, να μη μας ε φάει η κάψα. Ήθελε τα ξύλα για να ζυμώσει. Ξεκινήσαμε αποδιαφώτιστα, εγώ πάντωςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η λογοτεχνία δεν υπάρχει μόνο για να αρέσει αλλά κυρίως για να εκφράζει. Την κοινωνική κατάσταση και τα παράγωγά της. Τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και την προσπάθεια για την αλλαγή τους. Τον αγώνα του ανθρώπου για μιά καλύτερη ζωή. Αγώνας στον οποίο οι λογοτέχνες πρέπει να πρωτοστατούν αν θέλουν να διαθέτει η γραφή τους την απαιτούμενη αυθεντικότητα και η θέσηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μέσα στην τύρβη και στον ορυμαγδό του σκοτισμένου ουρανού, του φθοροποιού άνεμου και της επιζήμιας βροχής, οι ποιητές ας διατυπώσουν ορθά, θεμελιακά και αξιόπιστα αυτό ακριβώς που εννοούν. Ας καταγράψουν τους οιωνούς κι ας αποκαλύψουν την αντίρροπη δύναμη που μάχεται το ζόφο και την κακουργία, για να εμπνεύσει τις δημιουργικές σκέψεις και τις ενάρετες πράξεις των θνητών όντων της δημιουργίας.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ένα μήνα τον βασάνιζαν τον Ζήση στην οδό Μέρλιν. Η μάνα του τριγυρνούσε ολομερίς εκεί γύρω μ’ ένα τενεκεδάκι φαγητό, μια κουβέρτα και μιαν αλλαξιά ρούχα. «Απαγορεύεται», της λέγαν, «Φερμπότεν»! Μα κείνη δεν το ’παιρνε απόφαση. Και ξαναγύριζε την άλλη μέρα, και σερνότανε στα σκαλοπάτια της Γκεστάπο βυθισμένη στις σκέψεις της: «Κάπου εδώ θα πάτησε και το παιδάκι μου. ΠίσωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Είχα βγει στο μπαλκόνι για να πάρω αέρα και να καπνίσω ένα τσιγάρο απόγευμα η ώρα 6 ακριβώς ο ήλιος σε λίγο θα αρχίσει να κρύβεται, κοιτάω κάτω στον δρόμο κάτι παιδιά που έχουν βγει και κάνουν ποδήλατο, ο απέναντι είναι στο μπαλκόνι κι αυτός και προσέχει τα παιδιά του από πάνω που τρέχουν λυσσασμένα στον δρόμο «τις μάσκες ναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Κώστας Αργυράκης στο Χαλασμένο Μπούσουλα προσπαθεί, με βάση και τη δική του 40ετή πείρα ως εργάτης της θάλασσας, να αποδώσει το σύνολο της ζωής των ναυτεργατών όπως την έζησε ο ίδιος. Οι δύσκολες βάρδιες, οι άσχημοι καιροί, η αγωνία για όσους άφησαν στη στεριά, η μοναξιά του ταξιδιού και οι θυσίες στο βωμό του κέρδους των εφοπλιστών για τηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ετοιμαστήκαμε στην μεγάλη κοιλάδα να πάμε όπου το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι θα αντικρίζαμε. Έξω, ένα μεγάλο ίσως περιφερόταν σαν σύννεφο πάνω από την πόλη σαν βροχή που έχει ξεχάσει να πέσει. Πήραμε τα λιγοστά υπάρχοντα μας για να πάμε στην μεγάλη πόλη της Γνώσης όπου εκεί κάθε “ίσως” μικρό ή μεγάλο δεν υπάρχει και καμία αμφιβολία δεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…