Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Ήταν πρωινό του καλοκαιριού, και ο πατέρας μου ήθελε να με σέρνει μαζί του στα ξύλα, και λέω με σέρνει, γιατί δεν ήθελα να πάω. Αυτός επέμενε να πάμε πρωί-πρωί, να φορτώσουμε δυο δεμάθια ως συνήθως στη γαϊδάρα μας, και να γυρίσουμε αμέσως, να μη μας ε φάει η κάψα. Ήθελε τα ξύλα για να ζυμώσει.

Ξεκινήσαμε αποδιαφώτιστα, εγώ πάντως με βαριά καρδιά…Πήραμε βούργια, τέλια, νερό, σάρακα, μαναράκι, σκαλιδομπάργαλα, και επίσης τη κόκκινη γριά κατσίκα μας, που τη δέσαμε στα σκαρβέλια με το σκοινί κι από τη μουράγια, να τη σέρνει η γαϊδάρα.

Βάλαμε μπρος, καβάλα εγώ στο σωμάρι, και τραβήξαμε βόρεια της Γαλιάς! Περάσαμε τη Καπελωνιανή κρήνη που είχε άφθονο νερό τότε και τροφοδοτούσε τις πέντε βρύσες στις πέντε γειτονιές του χωριού. Πήγαμε παράλληλα του δρόμου με το ρυάκι βάθους τριών μέτρων, γκρεμός δηλαδή, περάσαμε το Γαλιανό Λάκκο, περάσαμε το νεκροταφείο των μεγάλων ζώων, που ήταν ένας βαθύς απότομος γκρεμός, όπου εκεί τσουρούσαν τα ψόφια ή άρρωστα, ή γερασμένα ζώα.

Άλλα τριακόσα μέτρα από κεί, και φτάσαμε. Δεν ήταν πάνω από δυο χιλιόμετρα όλη κι όλη η απόσταση μέχρι την Κορφή, που ήταν το χωράφι μας. Αφήσαμε τη γαϊδάρα με την αίγα να τη σέρνει και να χαζολογάνε πέρα-δώθε να βρούνε να φάνε, και εμείς πέσαμε με τα μούτρα στα ξύλα. Ήξερε ο κάθε ένας τη δουλειά του, τι ξύλα να βρίσκει και εγώ καθώς ήμουν ξεφτέρι στο δεμάθιασμα, ήξερα ποια να του δίνω πρώτα και ποια μετά. Τέντωσε καλά το τέλι και στη δεύτερη δεμαθιά, το ‘στριψε από κάτω και τέλος! Αυτό ήταν, επιτέλους θα φεύγαμε!

Ανεμάζωξα τα ζωντανά από τη πέρα χαρουπιά, και ανεβάστου να φορτώσουμε. Πήγε δέκα η ώρα, καλά ήταν να φύγουμε μπλιό, γιατί δεν ήταν η μέρα μου, ούτε όρεξη είχα ούτε κέφια.

-Θα σε έβαζα να κάτσεις στη καπούλα, μου λέει ο κύρης, αλλά είναι κακοπάντιδος ο δρόμος…

-Δε θέλω καβάλα! του λέω

Προχωρήσαμε, περάσαμε το νεκροταφείο των ζώων, περάσαμε του Ρετζέπη το Λάκκο, και σωπατήσαμε στον ίσιο δρόμο που ήταν ο γκρεμός από κάτω.

-Έλα να σε βάλω να καβαλικέψεις στη καπούλα!

-Όι δε θελω, καλιά ‘χω να τρέχω με τα πόδια…

Αυτό ήταν αλήθεια, αλλά εκείνη την ημέρα, από το πρωί την ένοιωθα σκοτεινή…

Με υποχρέωσε να κάτσω στην καπούλα μιας φορτωμένης γριάς γαϊδάρας, που έσερνε και μια γριά αίγα!

Σαν προχωρήσαμε πενήντα μέτρα, ακούμε ένα μπέεε από την αίγα, που γλίστρησε και βρέθηκε κρεμάμενη από το σχοινί στον γκρεμό!

Η αίγα παρέσυρε και τη γαϊδάρα με τα ξύλα, που έπεσε και εκείνη και φυσικά με πλάκωσε…

Ο πατέρας μου βλέπει από επάνω ένα γάιδαρο να με εξαφανίζει από το οπτικό του πεδίο, και αμέσως πηδά και εκείνος κάτω, με σκοπό να ανασηκώσει τη γαϊδάρα με τα ξύλα, και να με ελευθερώσει…

Αφαίρεσε τις δεμαθιές, και προσπαθεί τώρα, να βρει τη δύναμη να κινήσει την ακίνητη γαϊδάρα. Εκείνη τη στιγμή επικαλέστηκε τη Παναγία, που ισχυρίζεται πως την είδε και σε οπτασία μπροστά του. «Βοήθα Παναγία μου να σώσω το παιδί μου»!

Βρήκε πράγματι τη δύναμη να ανασηκώσει ολόκληρο χτήμα, και να με πάρει αναίσθητο αγκαλιά! Τρέχοντας με πάει σπίτι.

Δεν με πήγε στη μάνα μου να μη λιποθυμήσει, παρά με πήγε από κάτω του θείου μου του παπά Γιώργη, που ήταν αδερφός του, και του είπε να φέρει γρήγορα ένα ταξί.

Μάλιστα όσο ο πατέρας μου με κουβαλούσε στη πλάτη του στο δρόμο από τα Καπελωνιανά, έκανε και ένα τάμα στη Παναγία τη Καλυβιανή, να γίνω καλά, και θα της πάει μια λαμπάδα σαν το μπόι μου!

Μπήκαμε όλοι στο ταξί που έφερε ο θείος μου, και πήγαμε αρχικά στου Κουκουριτάκη στις Μοίρες για τις πρώτες βοήθειες, και από εκεί αυτός μας έστειλε στα επείγοντα στο Πανάνειο στο Ηράκλειο.

Εγώ ακόμα σε αφασία. Ακτινογραφίες μου κάνανε, και ότι μπορούσαν να κάνουν εκείνο τον καιρό, μέχρι κάποια στιγμή άνοιξα τα μάθια μου! Χαρά ο πατέρας μου που δεν περιγράφεται, έδωσε ρεγάλο σε όλες τις νοσοκόμες, ένα γιο τον είχε, είχε ήδη και τα άλλα δυο «νεκροφιλήματα» από μένα, τρίτο δεν θα το άντεχε! Εκεί θυμάμαι και μια γυναίκα που είχε και αυτή άρρωστο παιδί στο διπλανό κρεβάτι, που μου έδωσε ένα τετράδιο και ένα στυλό να ζωγραφίζω… Ακόμα θυμάμαι το χαμόγελό της!

Κάναμε καμιά δεκαριά μέρες εκεί και μετά φύγαμε πάλι για το χωριό, όπου η μάνα με περίμενε με μεγάλη λαχτάρα να με πάρει στην αγκαλιά της! Είχε περιμαζέψει η μάνα μου τις επίσης κορακοζώητες αίγα με τη γαϊδάρα!

«Έφαγα» ολόκληρο γάιδαρο απάνω μου μαζί με μια αίγα, και κόκκαλο σε χέρι ή πόδι δεν έσπασα! Μονάχα λιγάκι στράβωσε ένα οριζόντιο λεπτό κόκκαλο στη κλείδα, ψηλά δεξιά στο στήθος, αλλά δεν είναι εύκολα εμφανές αν δεν το προσέξει ο άλλος.

Βέβαια όταν ήταν να πάει ο πατέρας μου στην Παναγία την Καλυβιανή να κάνει το τάμα του, δεν πήγε τελικά, γιατί σκέφτηκε:

«Άστο Παναγία΄μου, δε σε συφέρνει, άστο να μεγαλώσει κι άλλο το κοπέλι, να πάρεις μαθές μεγαλύτερη λαμπάδα, όσο πχιά μεγάλο το κοπέλι, πχιά μεγάλη λαμπάδα θα πάρεις… Ε, δε βγιαζόμαστε»!

Η Παναγία λοιπόν, λαμπάδα δεν έβλεπε, γιατί το κοπέλι όλο και μεγάλωνε, πήγε 18, πήγε 20, έγινε 1.87, κέρδος θα είχε η Παναγία και στον πόντο, άξιζε η αναβολή λοιπόν!

Έτσι από αναβολή σε αναβολή, ανέθεσε σε μένα τελικά να κάνω το τάμα του, που τελικά το έκανα παρέα με τη γυναίκα μου πριν δέκα περίπου χρόνια, αλλά δυστυχώς στα 1.77 καταλήξαμε στη λαμπάδα, τσάμπα η τόση καθυστέρηση….

Γεώργιος Χουστουλάκης

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:77