Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Ετοιμαστήκαμε στην μεγάλη κοιλάδα να πάμε όπου το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι θα αντικρίζαμε. Έξω, ένα μεγάλο ίσως περιφερόταν σαν σύννεφο πάνω από την πόλη σαν βροχή που έχει ξεχάσει να πέσει. Πήραμε τα λιγοστά υπάρχοντα μας για να πάμε στην μεγάλη πόλη της Γνώσης όπου εκεί κάθε “ίσως” μικρό ή μεγάλο δεν υπάρχει και καμία αμφιβολία δε λούζει την ατμόσφαιρα με αποφάσεις, δισταγμούς και διχόνοιες. Η πόλη της Γνώσης βρίσκεται μακριά πίσω από τους λόφους, μερικοί την θεωρούν ερειπωμένη, μα κάποιοι άλλοι βρίσκουν μέσα σε αυτά τα ερείπια θησαυρούς και στολίδια, μιας που κάθε γωνιά της έχει και μία ιστορία να μας πει… Εγώ θα μπορούσα να είμαι ένας αφηγητής της ιστορίας ή ένας δάσκαλος, όμως μιας που στην ιστορία την δική μου δάσκαλοι δεν υπάρχουν, θα αρκεστώ να αφηγηθώ τα γεγονότα έτσι ακριβώς όπως τα έζησα.

Ο δάσκαλος εκείνη την ημέρα κάλεσε όλους τους μαθητές σε συμβούλιο, μιας που το μεγάλο Ίσως είχε αρρωστήσει όλη την πόλη, όλοι οι κάτοικοι αναρωτιόντουσαν διαρκώς και δεν ξέρανε τι να κάνουνε. Να εμπιστευτώ τον γείτονα μου; Αναρωτιόταν ο ψαράς, καθώς του έδινε τα ψάρια στο χέρι από την αποψινή ψαριά του. Να πω καλημέρα στον περιπτερά; Αναρωτιόταν η γυναίκα του Παππά, που ήταν κάπως πληθωρική στις καλημέρες της και μέχρι εκείνη τη στιγμή της ξέφευγαν πέντε έξι, μέχρι να φτάσει στο σπίτι από την πρωινή διαδρομή για τα ψώνια της εβδομάδος. Να μιλήσω στα παιδιά μου ή ας το καλύτερα, φώναξε η γυναίκα του μανάβη, μπορεί να τους μεταδώσω τις αμφιβολίες μου…κι η αστυνομικός δεν μιλούσε στον άντρα της, γιατί μπορεί να ήταν αυτός υπαίτιος για αυτό το κακό κι η νοσοκόμα της πόλης φορούσε κάτι πλαστικές στολές, με ένα μεγάλο κάλυμμά στο κεφάλι λες και είναι ένας μεγάλος κουβάς με τζαμάκι, για να βλέπει και περιφερόταν στην πόλη λες και είναι εξωγήινος, από φόβο μη τυχόν και κολλήσει κι αυτή και με το δίκιο της βέβαια γιατί ποιος μπορεί να γιατρέψει και να φροντίσει όταν έχει αμφιβολίες; Όλο το χωριό είχε γεμίσει με ένα Ίσως, αμφίβολο και γκρίζο και κανένας δε μίλαγε σε κανέναν, κανένας δεν κοίταζε κανέναν, μα το πιο πρωτοφανές απ’ όλα κανένας δεν άγγιζε κανέναν, από φόβο μην κολλήσουν την αμφιβολία. Τέτοια πανδημία δεν είχε ξανά υπάρξει στην μικρή αυτή πόλη κι όλοι ήταν φοβισμένοι κι όλοι ήταν γεμάτοι αμφιβολίες και ερωτηματικά πάνω στο κεφάλι τους. Ναι καλά ακούσατε, πάνω στο κεφάλι τους σχηματίστηκαν ερωτηματικά σαν να φοράνε καπέλα…ή κάτι σαν καπέλα. Ας πούμε πως μοιάζανε με καπέλα τελικά!

Όσοι από τους κατοίκους δεν είχαν μολυνθεί κάνανε συμβούλιο, από αυτά τα συμβούλια που διαρκούν ώρες πολλές κι αποφάσισαν πως κάτι έπρεπε να κάνουν για να ξαναέρθει η ηρεμία και η φιλία στην πόλη τους και να φύγει αυτό το γκρίζο σύννεφο της αμφιβολίας πάνω από τα κεφάλια τους. Κάποιος πρότεινε να πάνε στον Παππά να τους κοινωνήσει, κάποιος άλλος να πίνουνε πολλά υγρά που θα κάνει το σύννεφο να ρίξει βροχή ώστε να διαλυθεί και να φύγει πάνω από τα κεφάλια τους και κάποιοι άλλοι πρότειναν να φοράνε μάσκες στο πρόσωπο ώστε να κρύβεται η αμφιβολία κι ο δισταγμός από το πρόσωπο τους… έτσι, για πολλές μέρες, οι κάτοικοι της πόλης πίνανε πολλά υγρά και φορούσανε μάσκες όλη μέρα, όμως το μόνο που καταφέρανε είναι να γίνουνε στρογγυλοί σαν μπαλόνια από τα πολλά υγρά και να μην καταλαβαίνουν τι τους λένε οι άλλοι ,αφού δεν ακουγόντουσαν με τις μάσκες που φορούσαν όταν μιλούσαν και τα χείλη τους δεν φαινόντουσαν καθόλου κι η εκκλησία είχε γεμίσει με τόσο πολύ κόσμο που ο Παππάς δεν άντεχε ούτε για μια στιγμή ακόμα, με τόση δουλειά που είχε, από την ορθοστασία και την κούραση. Έτσι, ο δάσκαλος κάλεσε και δεύτερη φορά συμβούλιο στην μικρή μας πόλη, αυτή τη φορά όμως οι περισσότεροι μεγάλοι είχαν κολλήσει από τις αμφιβολίες και αυτοί που δεν κόλλησαν φοβόντουσαν να βγουν από τα σπίτια τους για να μην κολλήσουν κι έτσι δεν πάτησε κανένας το πόδι του στο συμβούλιο του δασκάλου. Ήταν περίπου 2.000 τα κρούσματα… 2.000 ερωτηματικά να περπατάνε σε μία μικρή πόλη και μόνο τα μικρά παιδιά έμειναν ανέπαφα από την πανδημία, μιας που δεν ήταν τόσο ευάλωτα στις αμφιβολίες. Έτσι ο δάσκαλος, που ήταν και λιγάκι σοφός, σκέφτηκε πως οι αμφιβολίες εμφανίζονται μόνο όταν δεν υπάρχει η Γνώση κι η αλήθεια είναι πως κανένας δεν ήξερε πως εμφανίστηκε το σύννεφο της αμφιβολίας αλλά και πως θα γλυτώσουν από αυτή την πανδημία. “Μονάχα η Γνώση θα μας σώσει” είπε στους μαθητές του “Αυτό είναι το φάρμακο για την αρρώστια που βρήκε τον τόπο μας”. Έτσι αποφάσισε να πάρει τα πιο δυνατά παιδιά μαζί του και να ξεκινήσουν να πάνε στην μακρινή πόλη της Γνώσης…

Προχωρούσαν ώρες πολλές, ο Δάσκαλος που ήταν και λιγάκι σοφός και εφτά παιδιά μαζί του που ήταν όλα δυνατά και χωρίς καμία αμφιβολία μέσα τους, καμία διχόνοια και κανένα ίσως πάνω από το κεφάλι τους σαν να φοράνε καπέλο. Προχωρούσαν και ανέβαιναν τους λόφους και κατέβαιναν άλλους λόφους. Ανέβαιναν στην κορφή και κατέβαιναν πάλι. Ξανά ανέβαιναν σε άλλη κορφή κι ύστερα πάλι κατέβαιναν μια άλλη. Η πόλη της Γνώσης ήταν πολύ μακριά, πέρα από την κοιλάδα, πίσω από τα βουνά, πιο πίσω από τους λόφους εκεί που σχεδόν δεν φαίνεται τίποτα άλλο παρά μονάχα ο Ήλιος, ολόλαμπρος και ένα ουράνιο τόξο γεμάτο με χρώματα…

Καθώς περπατούσαν τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν κι ο δάσκαλος έψαχνε τον συντομότερο δρόμο για την Γνώση, όμως δεν υπάρχει συντομότερος δρόμος για την γνώση όπως γνωρίζουμε όλοι κι έτσι στην μέση του δρόμου ένα παιδί, από αυτά τα δυνατά και στιβαρά, σταματάει να προχωράει και μένει ακίνητο σαν μια παγερή τσιμεντένια κολώνα κι έπειτα σωριάζεται πάνω στο χώμα. Τα παιδιά κι ο δάσκαλος κοκάλωσαν μόλις είδαν το παιδί κάτω κι ένα γκρίζο σύννεφο εμφανίστηκε πάνω από το κεφάλι του, σαν πέπλο που κάλυψε το μισό του σώμα. Τα υπόλοιπα παιδιά κάνανε ένα βήμα πίσω κι έπειτα και δεύτερο και τρίτο ώσπου απομακρύνθηκαν τελείως από κοντά του, ο δάσκαλος έμεινε μονάχα να κοιτάει και τότε το παιδί σηκώθηκε κι άρχισε να κουνιέται διαρκώς, με κινήσεις λες και χορεύει κάποιο άγνωστο χορό από το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης, καθώς κάθε μία αμφιβολία διαπερνούσε το κορμί του κι έμπαινε μες στην καρδιά του, κι έπειτα άρχισε να χοροπηδάει πάνω κάτω με τα χέρια ψιλά στον ουρανό, ώσπου στο τρίτο χοροπηδητό σωριάστηκε πάλι στο χώμα. “Αρρώστησε…!” είπε ένα από τα παιδιά, “τι θα κάνουμε τώρα;” αναρωτήθηκε ένα άλλο, “πρέπει να το αφήσουμε εδώ”, είπε ένα τρίτο, “ δεν μπορεί να έρθει μαζί μας, θα μας κολλήσει όλους” είπε το τέταρτο και έπειτα έπεσε σιωπή, κανείς δεν μίλησε άλλο, ούτε κι ο δάσκαλος, γιατί σκεφτόταν…, σκεφτόταν…, και ξανά σκεφτόταν… και έπειτα σκεφτόταν πάλι και ξανασκεφτόταν, όταν θυμήθηκε το παλιό έθιμο που λέει πως αν κάποιος αρρωστήσει στον δρόμο προς την γνώση τότε πρέπει να τον ρίξουν στο γκρεμό. Όμως ο δάσκαλος δεν τόλμησε να το ξεστομίσει τούτο στους μαθητές του, διότι ήταν ένα βάρβαρο έθιμο γι’ αυτόν, κι έτσι τους είπε πως πρέπει να τον αφήσουν εκεί και να προχωρήσουν, δεν μένει πολύς χρόνος η αρρώστια θα έχει εξαπλωθεί σε όλο το χωριό. Τα παιδιά υπάκουσαν στην αρχή τον δάσκαλο και ξεκίνησαν να προχωρήσουν για την μακρινή πόλη της Γνώσης αφήνοντας τον φίλο τους πίσω μοναχό του. Κι έτσι με σκυμμένο το κεφάλι που η αρρώστια τους βρήκε και πιθανόν να χαλούσε το σχέδιο τους να αποκτήσουν την γνώση, κάνανε το πρώτο βήμα, κι έπειτα το δεύτερο, στο τρίτο βήμα όμως ένα παιδί γύρισε και φώναξε σε όλους “εγώ δεν θέλω να προχωρήσω…”, φώναξε κι ένα δεύτερο, “δεν είναι σωστό να τον αφήσουμε εδώ…”, “ναι! Είναι φίλος μας…” φώναξε το τρίτο και σταμάτησαν όλοι το περπάτημα τους.

Τα παιδιά σταμάτησαν κι έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους, κάποια είπαν να γυρίσουν πίσω με τον άρρωστο φίλο τους, κάποια άλλα να τον πάρουν μαζί τους και να τον κουβαλήσουν με βάρδιες στις πλάτες τους, ούτως η άλλως ήταν πολύ δυνατά παιδιά θα μπορούσαν να αντέξουν, κάποια άλλα φοβήθηκαν μη κολλήσουν και δεν συμμετείχαν στο συμβούλιο γιατί είχαν τις αμφιβολίες τους γη αυτό και ένα άλλο παιδί έτρεξε κοντά στο φίλο του και τον σκέπασε με μια λευκή κουβέρτα κι ο δάσκαλος σκεφτόταν αυτό το βάρβαρο έθιμο που κράταγε από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει ακόμα…

Τότε ένα παιδί, πλησίασε το άρρωστο παιδί που είχε αρχίσει να εμφανίζεται το ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι του, σαν να φοράει καπέλο, με προσοχή μη μεταπηδήσει και στο δικό του κεφάλι η αμφιβολία και τον ρώτησε, “ πες μας τι θες…”, κι ένα τρίτο πλησίασε λίγο πιο κοντά με κίνδυνο να γίνει ολόκληρο ένα καπέλο γεμάτο με ίσως, “θες να γυρίσουμε πίσω μήπως;” και το τρίτο και πιο θαρραλέο από όλα του έδωσε το χέρι του και το σήκωσε από το χώμα που ήταν πεσμένο. Ο δάσκαλος απομακρύνθηκε και παρατηρούσε τα παιδιά, όχι από φόβο μην κολλήσει αμφιβολίες και ερωτηματικά, αλλά γιατί ένοιωθε πως πλησιάζουν στην πόλη της Γνώσης, χωρίς να περπατάνε, δίχως να κάνουν ούτε ένα βήμα, χωρίς να ανεβαίνουν κορφές κι ούτε να τις κατεβαίνουν πάλι, δίχως να κουραστούν καθόλου…

Το παιδί όμως δεν αποκρινόταν καθόλου, δεν μίλαγε, δεν έβγαζε ούτε έναν ήχο από το στόμα του. Σηκώθηκε πάλι όρθιο κι άρχισε να κάνει περίεργες κινήσεις σαν να πρόκειται να χορέψει κάποιον εξωτικό χορό “Θέλω να ζήσω!” φώναξε δυνατά και σωριάστηκε πάλι στο χώμα όπως πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα ή μια μπάλα του μπάσκετ στο έδαφος. “Πω πω… είναι πολύ άρρωστος…” φώναξε ένα παιδί “τι θα κάνουμε τώρα;” παραπονέθηκε ένα άλλο, “να τον αφήσουμε εδώ, δεν μπορούμε να μολυνθούμε όλοι…” είπε το τρίτο κι όλοι έστεκαν τριγύρω γεμάτοι ερωτηματικά κι ένα έθιμο απάνθρωπο και βαρύ βάραινε και το κεφάλι του δασκάλου κι όλοι αρρώστησαν όχι όμως από την ίδια αρρώστια … και απομακρύνθηκαν και χωρίστηκαν σε ομάδες, σε αυτούς που θέλουν να προχωρήσουν και σε αυτούς που δεν θέλουν και ένα παιδί μόνο σκεφτόταν “άραγε τι να θέλει να κάνει;” και πήγε και του ψιθύρισε πάλι στο αυτί “πες μας τι θέλεις…”, όμως κανείς δεν απαντούσε γιατί δεν ήξερε, και το καπέλο στεκόταν πάνω στο κεφάλι του γεμάτο με ένα μεγάλο, ακλόνητο, απίστευτο, τεράστιο, γκρίζο, σκοτεινό Ίσως. Κι ο δάσκαλος, που τους παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα και ήταν λιγάκι σοφός, αναφώνησε ξαφνικά, “θα γυρίσουμε πίσω…” , γεμάτος αισιοδοξία, γιατί κατάλαβε πως μόλις είχαν φτάσει στη πόλη της Γνώσης κι η απάντηση στο ερώτημα ήταν η “Φιλότητα” που έλειπε από την πόλη τους…

Κι όπως σε όλες τις Ιστορίες με καλό τέλος εμφανίστηκε ένας Ήλιος ολόλαμπρος κι ένα ουράνιο τόξο από άκρη σε άκρη του ουρανού και κάθε αμφιβολία εξαφανίστηκε, κάθε δισταγμός χάθηκε κι όλοι άρχισαν να χορεύουν αυτόν τον εξωτικό χορό που ήταν λες και ήρθε από κάποια μακρινή χώρα, από κάποιο μακρινό τόπο… τον τόπο της Γνώσης…

Όλγα Βακούφη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:49