Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Το κείμενο της ομιλία του καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά (1906-2014) από το 5ο σεμινάριο με θέμα: Γλώσσα και Εκπαίδευση. Εκδόθηκε το 1985 από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά και εγκάρδια το συμβούλιο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και ιδιαίτερα τον πρόεδρο της κ. Μπαλάσκα, καθώς και το Γενικό Γραμματέα της κ. Παγανό, παλαιό καλό μαθητή μου, για την τιμή που μου γίνεται απόψε. Την τιμή αυτή την εκτιμώ ιδιαίτερα γιατί προέρχεται από πνευματικούς λειτουργούς που με τη ζωή και τη δράση τους αποβλέπουν στη διακονία της νέας γενεάς, από την οποία όλοι μας περιμένομε ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο μας.

Στα 1976, τότε που η πολιτεία αναγνώριζε τη δημοτική ως γλώσσα της παιδείας στον τόπο μας, όποιος αντίκριζε επιπόλαια το θέμα του γραπτού μας λόγου έμενε με την εντύπωση ότι με την αναγνώριση αυτή δεν υπήρχε πια θέμα γραπτής γλώσσας για το Νεοέλληνα.

Θελήσατε να τιμήσετε το έργο μου, αγαπητοί φίλοι, εκείνο που μπόρεσα να πραγματοποιήσω μέσα σε μια πεντηκονταετία και πάνω και σε δύσκολες περιόδους για την πατρίδα μας και τον καθένα μας. Δεν ξέρω αν το έργο αυτό αξίζει όλους τους επαίνους που με τόση καλοσύνη και επιείκεια εδώ διατυπώθηκαν. Πάντως βέβαιο είναι τούτο: ότι από τα νεανικά μου χρόνια αγάπησα τη γλώσσα μας και την ιστορία των γραμμάτων μας και ζήτησα να τα υπηρετήσω σ’ ολόκληρη τη ζωή μου. Η τάση μου αυτή προς τη μελέτη της γλώσσας μας μου έδωσε το βασικό σκοπό της ζωής μου και με οδήγησε ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια προς την ιδεολογία του δημοτικισμού, που ζήτησα στη ζωή μου να την υπηρετήσω —και την υπηρετώ πάντοτε, καθώς παράλληλα με θερμαίνει στο βίο μου η πίστη προς το ιδανικό της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Επιθυμώ τώρα να χαιρετήσω εγκάρδια όλα τα μέλη του συμβουλίου και γενικότερα όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της Ένωσης σας και να ευχηθώ κάθε επιτυχία στην επιδίωξη των σκοπών σας, που η πραγματοποίηση τους θα αποτελέσει μια αδιαφιλονίκητη κατάκτηση των αγαθών ενός ανθρωπιστικού ιδεώδους, που το έχει τόσο ανάγκη ο σύγχρονος ταλαιπωρημένος άνθρωπος, ο ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος Έλληνας της εποχής μας.

Και τώρα επιτρέψετε μου, σύμφωνα με την επιθυμία που το συμβούλιο σας διατύπωσε, να σας αναπτύξω ένα θέμα που συνδέεται άμεσα με ορισμένα από τα προσωπικότερα ενδιαφέροντα μου. Θα σας μιλήσω για τη μορφή με την οποία εμφανίζεται σήμερα το θέμα της γλώσσας μας.

ΜΕ ΠΟΙΑ ΜΟΡΦΗ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ

Στα 1976, τότε που η πολιτεία αναγνώριζε τη δημοτική ως γλώσσα της παιδείας στον τόπο μας, όποιος αντίκριζε επιπόλαια το θέμα του γραπτού μας λόγου έμενε με την εντύπωση ότι με την αναγνώριση αυτή δεν υπήρχε πια θέμα γραπτής γλώσσας για το Νεοέλληνα. Και όμως (το είχα υποστηρίξει τότε με σύντομο άρθρο μου) δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Δυστυχώς και σήμερα ακόμη δε φτάσαμε στην οριστική ρύθμιση του θέματος, αφού εξακολουθούμε κατά κόρον να συζητούμε το ζήτημα σε συνέδρια, σε συμπόσια, σε διάφορες και ποικίλες συγκεντρώσεις. Πολλά επιμέρους θέματα σχετικά με το γραπτό μας λόγο παραμένουν ακόμη αξεκαθάριστα. Ορισμένα απ’ αυτά από παλιότερα, και πριν από την αναγνώριση, υπήρχαν, άλλα παρουσιάστηκαν αργότερα μια και έπρεπε να εφαρμοστούν με επιτυχία βασικές μερικότερες και ενδεδειγμένες αποφάσεις και παράλληλα να αντικριστεί το θέμα της συμπληρωματικής επέκτασης της δημοτικής και σε κοινωνικούς χώρους πιο πέρα από εκείνους της εκπαίδευσης και της διοίκησης. Παράλληλα έμενε ως ένα βαθμό εκκρεμές και το εσωτερικότερο ζήτημα του σημερινού γραπτού μας λόγου· εκείνο που αφορούσε την οριστικότερη και συνεπέστερη προς τα σωστότερα διδάγματα διαμόρφωση του. Από τότε σημειώθηκαν βέβαια ορισμένες πρόοδοι στο θέμα, κατακτήθηκαν λίγο-πολύ συνειδήσεις ενός πλατύτερου κοινού, που φυσιολογικά ζήτησε βέβαια να χρησιμοποιήσει τη δημοτική γλώσσα. Όμως παρουσιάστηκαν και ορισμένες αντιξοότητες. Από το ένα μέρος βρέθηκαν βέβαια οι λίγο-πολύ συνειδητοί δημοτικιστές, που και από παλιότερα χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα· αυτοί εξακολούθησαν να τη μεταχειρίζονται με ορισμένες πάντα, όχι σημαντικές ίσως, αποκλίσεις. Από το άλλο μέρος όμως ήταν οι πολλοί που δεν είχαν έγκαιρα διαφωτιστεί πάνω στο θέμα, ούτε και είχαν ποτέ αντικρίσει το πρόβλημα στην πρακτική του εφαρμογή. Αυτοί άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα είδος γραπτού δημοτικού λόγου που κατά τις περιπτώσεις αρκετά απείχε από όσα ένας ώριμος και νηφάλιος δημοτικισμός θα μπορούσε να υπαγορεύσει. Το πράγμα δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, γιατί οι νεοφώτιστοι αυτοί ποτέ δεν είχαν διδαχτεί τη δημοτική γλώσσα στα χρόνια της εκπαίδευσης τους, ούτε τους είχε δοθεί αργότερα η ευκαιρία να κατατοπιστούν στο θέμα του δημοτικισμού και να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά του προβλήματα.

Παράλληλα μετά τα γεγονότα αυτά είχαν αρχίσει δειλά στην αρχή, με πιο έντονο τρόπο αργότερα, να προβάλλουν αντιρρήσεις, καμιά φορά και πολεμική, από ορισμένους λογίους που δεν έβρισκαν ικανοποιητική τη λύση που είχε δώσει η πολιτεία με την απόφαση της να ζητήσει να εφαρμοστεί στην πράξη το δίδαγμα του παλιότερου εκπαιδευτικού δημοτικισμού, με κάποια βέβαια προσαρμογή του στις σύγχρονες πνευματικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Δημιουργήθηκαν έτσι συζητήσεις, καμιά φορά και οξύτητες, που υπήρξε και υπάρχει πάντα κίνδυνος να εμποδίσουν την απρόσκοπτη εφαρμογή της γλωσσικής μεταρρύθμισης.

Σήμερα βέβαια και οι νόμοι εδώ και τρία χρόνια άρχισαν να συντάσσονται στη δημοτική —όμως η γλώσσα τους δεν είναι ακόμη εκείνη που θα έπρεπε. Ούτε στο χώρο των θεωρητικών, ούτε και των θετικών επιστημών έχομε πραγματοποιήσει αξιόλογα βήματα προς τη δημοτικιστική πρακτική. Ακόμη χρειάζεται να γίνει ξεχωριστή προσπάθεια για να απλωθεί η χρήση της δημοτικής και στο χώρο της δικαιοσύνης. Ειδικότερα στον τομέα αυτόν τη στιγμή τούτη τα πράγματα έχουν αρκετά προχωρήσει, αφού και κώδικες δικαστικοί έχουν μεταφερθεί στη νέα μας γλώσσα και άλλα κείμενα δικαστικής πράξης έχουν συγκροτηθεί κατά τις δημοτικιστικές απαιτήσεις. Όμως πολλά έχουν ακόμη να γίνουν.

Εκείνο λοιπόν που θα μπορούσαμε να πούμε είναι τούτο: δεν υπάρχει σήμερα γλωσσικό ζήτημα στη μορφή που το γνώρισε ο Ελληνισμός —για να μην πάμε μακρύτερα— από τα τέλη του δέκατου όγδοου, σε όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου και στις δεκαετηρίδες του δικού μας αιώνα έως την πολιτική μεταπολίτευση του 1974. Σήμερα όμως είναι βέβαιο ότι αντιμετωπίζουμε αρκετά μερικότερα ζητήματα που καθήκον έχομε να τα αντιμετωπίσομε με σοβαρότητα και να τα προωθήσομε για να βρουν τη λύση τους. Ποια συγκεκριμένως είναι αυτά τα ζητήματα;

Πρωταρχικό και επίκαιρο είναι σήμερα το ζήτημα να τονωθεί η χρήση της δημοτικής στη δικαιοσύνη και τελικά να επικρατήσει ολοκληρωτικά και μονίμως. Ο νόμος που καθιέρωνα τη δημοτική στη δικαιοσύνη υποχρεώνει όλους τους λειτουργούς της να τη χρησιμοποιούν σε όλες τις διαδικασίες της δικανικής ζωής από τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Με την πρωτοβουλία του υπουργείου δικαιοσύνης εδώ και τρία χρόνια ειδική εικοσαμελής επιτροπή και ομάδες εργασίας εργάζονται με σκοπό να αποδοθούν σε δημοτική γλώσσα οι νομικοί κώδικες και να μεταφερθούν σε ικανοποιητικό δημοτικό λόγο τα ποικίλα έντυπα που χρησιμοποιούνται στη δικαστική και την άλλη σχετική πράξη. Ήδη μεταγλωττίστηκε ολοκληρωτικά ο αστικός κώδικας και το νέο του κείμενο έχει κυκλοφορήσει αφού απέκτησε το νόμιμο κύρος του. Είναι ανάγκη να γίνει —και γίνεται σήμερα— προσπάθεια να κατατοπιστούν με επάρκεια οι νέοι, αλλά και οι παλιότεροι ακόμη δικαστές στο θέμα της κανονικής μορφής του νεότερου γραπτού μας λόγου.

Αλλ’ ας δούμε και τα εσωτερικότερα προβλήματα. Σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής μετά την αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας έγινε μια προσπάθεια να διατυπωθούν τύποι εγγράφων και άλλα σχετικά κείμενα σε δημοτική γλώσσα. Όμως η γλωσσική μορφή των κειμένων δεν είναι πάντοτε ικανοποιητική. Είναι λοιπόν ανάγκη η πολιτεία, που αισθάνθηκε το χρέος να ρυθμίσει το σοβαρότατο ζήτημα του γραπτού λόγου του λαού μας, να αναγνωρίσει και το περαιτέρω καθήκον της ουσιαστικότερα να ενδιαφερθεί ώστε να διαφωτιστεί ο κάθε πολίτης όσο γίνεται αποτελεσματικότερα ως προς τη μορφή με την οποία μας παρουσιάζεται σήμερα το γλωσσικό θέμα και ως προς τις επιταγές που η κατάσταση αυτή μας υπαγορεύει. Γιατί ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσει η πολιτεία όχι μόνο στα γενικότερα εκπαιδευτικά προβλήματα, που δικαιολογημένα σήμερα απασχολούν κάθε κατηγορίας πολίτη, αλλά και στο ειδικότερο θέμα του νεότερου γραπτού μας λόγου· αυτός πρέπει να διαμορφωθεί κατά τον πιο ζωντανό και τον πιο καλλιεπή τρόπο. Τα αποτελέσματα από μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει να νομίσομε ότι θα προβάλουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν είναι πολύ εύκολο να βελτιώσομε αισθητά μια θλιβερή κατάσταση, που έχει τις καταβολές της στα παλιότερα χρόνια· τα χρόνια που βασίλευε η καθαρεύουσα στο δημόσιο βίο μας. Το δυσάρεστο είναι —και τα επακόλουθα του τα βλέπομε σήμερα— είναι τούτο: ότι η εκπαίδευση μας —και πρωταρχική εδώ είναι η ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας— η εκπαίδευση μας δεν μπόρεσε με επιτυχία να δώσει στο λαό μας ό,τι χρειαζόταν για να μπορεί να χρησιμοποιεί άνετα και με επάρκεια τη γλώσσα του και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.

Πρόβλημα ακόμη υπάρχει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ειδικότερα στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Η γλώσσα των μέσων ενημέρωσης δεν είναι πάντοτε ικανοποιητική. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παρθούν ορισμένες αποφάσεις και να εφαρμοστούν προκαταρκτικώς ορισμένα μέτρα για να βελτιωθεί ποιοτικά και από πολλές απόψεις η γλώσσα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου· τότε η βελτιωμένη αυτή γλώσσα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ικανοποιητικό πρότυπο για το θεατή και τον ακροατή, που με τη σειρά του και εκείνος θα βελτιώνει πολλές φορές αυθόρμητα το εκφραστικό του όργανο. Για να επιτύχομε όμως αυτά τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα είναι ανάγκη και η πολιτεία και οι αρμόδιοι, κρατικοί και ιδιωτικοί, φορείς να ενδιαφερθούν και να δράσουν υπεύθυνα.

Άφησα κατά μέρος ως την ώρα τούτη το ζήτημα που σχετίζεται με όσους αμφισβητούν ότι δόθηκε κατά βάση ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα του γραπτού μας λόγου με την υιοθέτηση προσαρμοσμένης της Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Το θέμα θα σήκωνε βέβαια ειδικότερη και αναλυτικότερη ανάπτυξη. Με έχει προσωπικά επανειλημμένως απασχολήσει σε άρθρα και μικρά μελετήματα μου. Αντίκριζα εκεί τις αντιρρήσεις που διατυπώνονταν και έδινα τις απαντήσεις που κατά την κρίση μου χρειάζονταν. Τώρα περιορίζομαι να υπογραμμίσω ότι καθήκον έχουν όσοι με σοβαρότητα αντιμετωπίζουν το ζήτημα να αναπτύξουν τις απόψεις τους συζητώντας με εκείνους που δεν τις αποδέχονται. Ελπίζω ότι μια καλόπιστη συζήτηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπεράσματα που θα δικαίωναν σε μεγάλο βαθμό όσους υποστηρίζουν ότι πρέπει κατά βάση να μείνομε πιστοί στο δίδαγμα Τριανταφυλλίδη —έστω και αν χρειάστηκε τα τελευταία χρόνια— εννοώ την τελευταία πεντηκονταετία— να τροποποιήσομε εν μέρει και να προσαρμόσομε στις σημερινές μας απαιτήσεις ορισμένες λεπτομέρειες των γραμματικών διδαγμάτων του. Η προσαρμογή αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί και ανάγεται σε ορισμένα γλωσσικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν, έστω σε ελάχιστο βαθμό, τη γλώσσα του από τη σημερινή δική μας γλώσσα. Δεν ξέρω αν η προσαρμογή αυτή έγινε με όφελος του δημοτικού γραπτού μας λόγου, όμως τις αλλαγές αυτές τις επέβαλε η διαιώνιση της μονοκρατορίας της καθαρεύουσας στο γραπτό λόγο του Έθνους. Όπως είπα, δε θα πραγματευτώ το ζήτημα· απλώς θα δώσω μερικές ενδείξεις για τη διαφορετική στάση που τηρούσε ο Τριανταφυλλίδης απέναντι σε ορισμένα λεπτομερειακά θέματα σε σχέση με τη δική μας σημερινή στάση απέναντι στα ίδια ζητήματα.

Στον τομέα λ.χ. της φωνητικής ο Τριανταφυλλίδης έγραφε: πραχτικός, αστήριχτος, έμπραχτος, ανεχτός, ν’ αντιταχτεί, ενώ εμείς σήμερα γράφομε: πρακτικός, αστήρικτος, έμπρακτος, ανεκτός, ν’ αντιταχθεί. Ως προς τον τονισμό (δίνω τα παραδείγματα, όπως είπα, χωρίς σχολιασμό) εκείνος έγραφε: τους νεότερους, τους λόγιους- εμείς γράφομε (ή πρέπει να γράφομε): τους νεότερους, τους λογίους, τους αντιπάλους (όταν φυσικά οι λέξεις αυτές είναι ουσιαστικά, όπως κάνομε και για όλα τα ανάλογα ουσιαστικά). Ο Τριανταφυλλίδης έγραφε: του Πλούταρχου, του Χρυσόστομου, κλπ. εμείς, τουλάχιστον για τα τρισύλλαβα, γράφομε: του Πλουτάρχου, του Ομήρου (κατεβάζομε δηλ. τον τόνο). Στις ρηματικές λ.χ. καταλήξεις ο Τριανταφυλλίδης έχει κάποια προτίμηση προς την κατάληξη -έψει αντί -εύσει· εμείς προτιμούμε τη δεύτερη, ιδίως στα αρχαϊστικότερα ρήματα. Εκείνος έπλαττε λέξεις (ή δεχόταν πλασμένες ήδη λέξεις) όπως τριανταετία, συμπέφτει, διαδίνω· εμείς γράφομε· τριακονταετία, συμπίπτει, διαδίδω. Αποφεύγει εκείνος να γράψει μεμονωμένα άτομα και ομιλούμενη γλώσσα και γράφει μονωμένα άτομα και μιλημένη γλώσσα· εμείς αποκρούομε τα τελευταία αυτά. Προτιμά εκείνος το επρόκειταν· εμείς γράφομε το αρχαϊστικότερο επρόκειτο. Γράφει ακόμη διόρθωμα, άπλωμα της γλώσσας, ενώ εμείς προτιμούμε τους τύπους σε -ση: διόρθωση, επέκταση. Χρησιμοποιεί εκείνος σε μεγαλύτερη κλίμακα την πρόθεση για γράφοντας έχω κάτι για σημαντικότατο έργο μου· εμείς χρησιμοποιούμε το ως: ως σημαντικότατο έργο μου. Προτιμά αρκετές φορές την παθητική σύνταξη δημιουργώντας καμιά φορά παθητικούς αορίστους, όπως καλέστηκε, κλπ. Σήμερα εμείς τέτοιους αορίστους τους αποφεύγομε (ή, να το πω καλύτερα, πρέπει να τους αποφεύγομε). Θα μπορούσα να προχωρήσω ακόμη περισσότερο στη σύγκριση, όμως το αναβάλλω για άλλη ευκαιρία. Ανάφερα όλα τα παραπάνω γιατί διατυπώνεται καμιά φορά η κατηγορία ότι εμείς σήμερα ακολουθούμε τον Τριανταφυλλίδη ως ευαγγέλιο, πράγμα που δε συμβαίνει, μολονότι εκτιμούμε στο έπακρο τη συμβολή του στη ρύθμιση του γλωσσικού μας ζητήματος.

Αλλ’ ας προχωρήσω. Πρόβλημα για τη γλώσσα μας παρουσιάζουν οι σημερινοί εκείνοι λόγιοι που έρχονται ή φαίνονται σαν να έρχονται βαρυμένοι με την καθαρευουσιάνικη παράδοση. Ποιο είναι το βασικό τους πιστεύω; Είναι τούτο: διεκδικούν επίμονα το δικαίωμα αδιακρίτως να επιλέγουν και να δανείζονται κατά κόρον στοιχεία από το αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο, πράγμα που, αν εφαρμοζόταν, θα αλλοίωνε αισθητά τη ζωντάνια, ακόμη ως ένα βαθμό και το χαρακτήρα, της γλώσσας μας. Όμως συχνά οι κήρυκες αυτών των απόψεων δεν περιορίζονται μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά δέχονται στα γραπτά τους ολόκληρη τη φραστική καθαρευουσιάνικη κατασκευή σε βαθμό που η γλώσσα τους σχεδόν να μην ξεχωρίζει από την καθαρεύουσα παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις ονοματικών ή ρηματικών καταλήξεων. Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, δημιουργούν ύφος εντελώς ξένο προς τη ζωντάνια της δημοτικής γλώσσας. Με όσα λέω και υποστηρίζω δεν παραβλέπω καθόλου το ότι χρειάζεται να μας βοήθησα η αρχαία γλώσσα ώστε η φράση και το ύφος μας να φανούνε περισσότερο καλλιεργημένα. Δε μας χρειάζεται όμως λ.χ. η αρχαία σύνταξη του στερούμαι με γενική. Εμείς λέμε σήμερα: στερούμαι κάτι, το στερούμαι – και δεν είναι ανάγκη τίποτε να αλλάξομε. Παραδείγματα θα μπορούσε κανείς και άλλα πάμπολλα να αναφέρει.

Ας έρθω τώρα σε κάτι άλλο. Ποιες είναι οι αποκλίσεις εκείνων που, ζηλωτές δημοτικιστές της τελευταίας ώρας, απομακρύνονται αυθόρμητα ή εσκεμμένα από τον κανονικό σύγχρονο γραπτό μας λόγο; Μνημονεύω αμέσως μερικές από αυτές τις αποκλίσεις. Πρώτα πρώτα ρέπουν σε μια ακατάσχετη δημιουργία νεολογισμών πολύ συχνά με απομάκρυνση από το πνεύμα της γνήσιας δημοτικής κατά εντελώς αυτοσχεδιαστικό τρόπο. Διατυπώνοντας την άποψη μου αυτή καθόλου δεν αγνοώ ότι οι γλωσσοκοινωνικές ανάγκες οδηγούν πολύ συχνά σε νεολογισμούς που, όταν δημιουργούνται σύμφωνα με το πνεύμα της νέας μας γλώσσας, δεν πρέπει να καταδικάζονται. Ακόμη και νέα φραστικά μέσα θα μπορούσαν να πλουτίσουν τη γλώσσα μας, όμως δεν είναι πάντοτε τέτοιοι οι νεολογισμοί που μας παρουσιάζονται κάθε μέρα. Ένα άλλο σημείο απόκλισης είναι ο επίμονος εκδημοτικισμός λέξεων, που όχι μόνο δεν είναι πάντοτε αναγκαίος, αλλά καμία φορά δεν ανταποκρίνεται στο ύφος του γραπτού μας που κατά τις περιπτώσεις ζητεί θεωρητικότερη, αρχαϊστικότερη διατύπωση. Λυπούμαι που ο χρόνος δε μου επιτρέπει να δώσω παραδείγματα, νομίζω όμως ότι ο ενήμερος ακροατής μου αναπλάθει εύκολα και μόνος του τέτοιες ανεπιθύμητες περιπτώσεις.

Ένα άλλο σημερινό πρόβλημα της γλωσσικής μας συγκυρίας είναι εκείνο που σχετίζεται με την εισροή στη γλώσσα μας ξένων λέξεων. Είναι πρόβλημα που κι αυτό πρέπει να το μελετήσομε με τρόπο σοβαρό και νηφάλιο. Είναι έργο αρμόδιων επιτροπών και των ειδικότερων λογίων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που παρουσιάζεται σε πάμπολλους τομείς. Από την αίσια λύση του εξαρτάται κατά ένα ποσοστό η όλη φυσιογνωμία του προφορικού και του γραπτού μας λόγου.

Υπαινιγμό μόνο κάνω για το θέμα του μονοτονικού συστήματος που βρήκε πριν από δυόμισυ χρόνια τη λύση του· μια λύση που ευτυχώς κάθε μέρα κατακτά και νέους οπαδούς και νέους εφαρμοστές.

Συμπερασματικά τώρα θα έλεγα τούτο: οφείλομε να εξακολουθήσομε να αγωνιζόμαστε για τη ζωντάνια, την καθαρότητα, την κανονικότητα και την αρμονία της γλώσσας μας ακολουθώντας κατά βάση την καθιερωμένη γραμματική· γραμματική που θα μπορούσε ίσως να αναθεωρηθεί και να βελτιωθεί από τεχνική κυρίως άποψη. Παράλληλα έχομε, νομίζω, χρέος να προσπαθήσαμε να πείσομε και να φέρομε προς το μέρος μας και εκείνους που καθυστερούν να προσαρμοστούν στο νέο γλωσσικό μας σύστημα, καθώς και εκείνους που από υπερβολικό ζήλο οδηγούν σε ακρότητες που εμποδίζουν ένα οριστικότερο, ένα μονιμότερο καταστάλαγμα του δημοτικού γραπτού μας λόγου.

Σύντομα βιογραφικά στοιχεία

Ο Εμμ. Κριαράς γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 στον Πειραιά και μεγάλωσε στη Μήλο και στα Χανιά, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Από το 1924 έως το 1929 φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, ως το 1950. Εντωμεταξύ, το 1938, πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή του Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου.

Το 1950 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Μεσαιωνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από όπου η χούντα τον απέλυσε το 1968 για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Την επόμενη χρονιά εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του μνημειώδους έργου του Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669), από το οποίο έχουν εκδοθεί έως τώρα 20 τόμοι.

Συνέγραψε δεκάδες βιβλία (ανάμεσά τους μονογραφίες για τον Ψυχάρη, τον Σολωμό, τον Παλαμά, εκδόσεις παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας κτλ.) και εκατοντάδες άρθρα. Μαχητικός δημοτικιστής, υπήρξε ο κυριότερος συνεχιστής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη στον τομέα αυτό. Διετέλεσε μέλος επιτροπών που συστήθηκαν από το ελληνικό κράτος για να εισηγηθούν σχετικά με την εφαρμογή των αποφάσεων για την αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους (1976, κυβέρνηση Κ. Καραμανλή), για την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος και για τη μεταγλώττιση του Συντάγματος και των δικαστικών Κωδίκων (1982, κυβέρνηση Α. Παπανδρέου). Το 1995 εξέδωσε το Λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών). Για το έργο του και για τη γενικότερη προσφορά του έλαβε δεκάδες τιμητικές διακρίσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (μεταξύ άλλων, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμο), παράσημα και άλλα βραβεία.

Εκτενή βιογραφία του Εμμ. Κριαρά έχει συγγράψει ο Π. Ζιώγας (Εμμανουήλ Κριαράς: Βιογραφικά-Εργογραφικά, Θεσσαλονίκη, 2001, Εμμανουήλ Κριαράς, Θεσσαλονίκη, 2008, με συμπλήρωμα: Εμμανουήλ Κριαράς: 2008 συμπλήρωμα, Θεσσαλονίκη, 2016), ενώ αυτονόητο ενδιαφέρον έχει και η αυτοβιογραφία του (Μακράς ζωής αγωνίσματα, Αθήνα, 2009). Για την εργογραφία του βλ. επίσης Α. Λαμπράκη-Παγανού, Εργογραφία Εμμανουήλ Κριαρά, Ηράκλειο, 2001, Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Το συγγραφικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά: Εβδομήντα χρόνια, Αθήνα, 2000. Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει αναπτύξει τον ιστότοπο «Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά»”, όπου αναπαράγονται ψηφιακά τα περισσότερα έργα του.

Πηγή: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών: Αρχείο Εμμανουήλ Κριαρά

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:64