Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Παλιμπαιδισμός | του Μιχάλη Στρατάκη


Σήμερο, είμαι πολύ μπερδεμένος και δεν κατέχω πότε πρέπει να πάω να θέσω.

Και μιας και δεν έχω πράμα άλλο να κάμω, είπα να κάτσω να γράψω μια…αυτοψυχανάλυση μου, αφενός για να περάσει η ώρα μου και αφετέρου για να δώ πόσοι θα τηνε διαβάσουνε, κι ετσά να μάθω πόσοι είναι σαν και μένα και δεν έχουνε ίντα να κάμουνε.

Λοιπόν, εγώ γράφω κι εσείς, που δεν κατέχετε ίντα να γενείτε τέθια ώρα, διαβάζετε, κι άμα θέτε γελάτε κι όλας.

Νύχτα είναι, θα περάσει.

Δεν διεκδικώ την αποκλειστικότητα στο μικρομεγαλισμό. Οπωσδήποτε, πολλά άλλα παιδιά έρεπαν προς αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς.

Όμως, σίγουρα εγώ το παράκανα. Μονίμως, μισούσα το ότι ήμουν μικρός. Δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί δηλαδή δεν είχα γεννηθεί, μια και καλή μεγάλος.

Το ότι ήμουν παιδάκι μια σταλιά, συνεπαγόταν πολλά μαρτύρια.

Πρώτον, δεν με έπαιρνε κανένας στα σοβαρά.

Ακόμα και όταν αράδιαζα όλα τα μπινελίκια του κόσμου, άκουγα τους μεγάλους να λένε «ρε, κοίτα πώς τα λέει το άτιμο»!

Αυτό μου την έδινε.

Εγώ μπινελίκιαζα για να τους εκνευρίσω και αυτοί με κανάκευαν, λες και είχα κάνει το μεγαλύτερο κατόρθωμα!

Δεύτερον, έτρωγα πολλή σφαλιάρα από τα μεγαλύτερα παιδιά.

Κάθε φορά που ήθελα να πω την άποψή μου, επί παντός του επιστητού και άλλων τινών, όλο και κάποιος θα μου έριχνε σβουριχτή σφαλιάρα, η οποία συνοδευόταν από το στερεότυπο «αϊ χάσου ρε σπόρε».

Τόσες πολλές φορές που με είχαν αποκαλέσει «σπόρο», κόντευα να πιστέψω ότι αυτό ήταν το πραγματικό όνομά μου.

Τρίτον, απαγορευόταν να τρώγω και να πίνω, όπως έτρωγαν και έπιναν οι μεγάλοι.

Άλλα ήταν τα φαγητά και τα ποτά γι αυτούς και άλλα για μένα.

Αυτοί καταβρόχθιζαν κοψίδια και εμένα μου δίνανε ένα κομματάκι «τσιτσί» και αυτό μασημένο. Σκέτη αηδία.

Και όταν αρνιόμουνα να το φάω, με απειλούσαν κι από πάνω «αν δεν το φας, δεν θα μεγαλώσει το ψωλιό σου»!

Κάπου με μπέρδευαν, διότι εγώ πίστευα ότι πολύ μεγαλύτερο θα γινόταν αν έτρωγα κοψίδια, παρά «τσιτσί» και μάλιστα μασημένο από άλλα δόντια, πριν μπει στο δικό μου στόμα.

Όσο για τα ποτά, τι να πω.

Αυτοί πίνανε ρακές, κρασί και μπύρες κι εγώ νεράκι του θεού.

Λες και η ρακή, το κρασί και η μπύρα, δεν ήταν του Θεού, αλλά του διαόλου.

Τέταρτον, σώνει και καλά, έπρεπε να πέφτω για ύπνο, όποτε γούσταραν οι μεγάλοι και όχι όποτε νύσταζα εγώ.

«Ο ύπνος θρέφει τα μωρά» μου κοπανούσανε.

Πάλι με μπέρδευαν.

Αφού τα μωρά γινόντουσαν θρεφτάρια με τον ύπνο, τότε εγώ γιατί ήμουνα μισή μπουκιά, παρότι συνέχεια με βάζανε για ύπνο;

Και γιατί οι μεγάλοι, που δεν κοιμόντουσαν όσο εγώ, ήτανε σαν βουβάλια;

Άντε τώρα να τους βάλεις τέτοια ερωτήματα, χωρίς να φοβάσαι μη σε πλακώσουν στις φάπες.

Πέμπτον, οι μεγάλοι είχαν λεφτά και εγώ δεν είχα.

Είχαν λεφτά και αγόραζαν ό,τι γούσταρε η ψυχή τους.

Εγώ, ούτε παγωτό δεν μπορούσα να φάω, επειδή δεν είχα λεφτά.

Μου λέγανε «άμα θα μεγαλώσεις, θα έχεις κι εσύ λεφτά».

Που σήμαινε ότι, παγωτό θα έτρωγα μόνο όταν θα μεγάλωνα και θα είχα δικά μου λεφτά, υπό την προϋπόθεση ότι θα κοιμόμουνα μέρα νύχτα για να με θρέψει ο ύπνος και θα έτρωγα όλο το φαγητό μου, για να μεγαλώσει το ψωλιό μου.

Υπήρχαν και χίλιοι άλλοι λόγοι, για τους οποίους αισθανόμουν δυστυχής, ως μικρός.

Πίστευα ότι ο Θεός είχε φτιάξει έτσι τη ζωή, ώστε να μπορούν μόνο οι μεγάλοι να την απολαμβάνουν.

Άρα, αν ήθελα και εγώ να μπω στη διαδικασία της απόλαυσης, έπρεπε να μεγαλώσω πρώτα.

Δεν μπορούσα να περιμένω να γίνει από μόνο του το μεγάλωμά μου. Βιαζόμουν.

Γι αυτό και άρχισα να εκβιάζω τα πράγματα.

Άρχισα να επιδίδομαι στον μικρομεγαλισμό, τουτέστιν να παριστάνω τον μεγάλο, με την κρυφή ελπίδα ότι θα ξεγελούσα τους μεγάλους και θα με δεχόντουσαν ως ισότιμο μέλος στη συντροφιά τους.

Στη συντροφιά που απολάμβανε τη ζωή και που είχε κάθε δικαίωμα να ρίχνει σφαλιάρες στους μικρότερους.

Τι έκανα; Ό,τι κάνουν όλα τα παιδιά, …επί χίλια.

Κόντευα να ξεχάσω ότι μικρό παιδί ήμουνα.

Διαρκώς, αντέγραφα τους μεγάλους.

Πιθήκιζα κανονικότατα, σε όλα.

Μέχρι και τα στιβάνια του πατέρα μου προσπάθησα να φορέσω.

Το ότι δεν τα κατάφερα, οφείλεται στο γεγονός ότι λίγο ακόμη και θα χωρούσα ολόκληρος στο ένα στιβάνι.

Πάντως, τα παπούτσια των μεγάλων μια χαρά τα φόραγα.

Και καθόλου δεν με πείραζε το ότι, τρία βήματα έκανα εγώ και ένα βήμα έκανε το παπούτσι.

Ξυριζόμουνα κιόλας.

Έβαζα σαπουνάδα στα μούτρα μου και μετά έπαιρνα ένα μαχαίρι και ξυριζόμουνα.

Ο Θεός με φύλαξε και δεν σφάχτηκα καμιά φορά.

Πάντως, δεν το πολυγούσταρα το ξύρισμα, γιατί οι σαπουνάδες έμπαιναν και στα μάτια μου και τσούζανε, του χίλιου διαόλου.

Ο μικρομεγαλισμός μου κάλυψε και τον τομέα της διατροφής μου.

Όχι μπροστά στους γονείς μου, αλλά όταν ήμουν μόνος μου.

Το τι κρασί έχω πιει, παιδιόθεν, δεν λέγεται.

Όχι ότι μου άρεσε.

Απλώς, το έπινα, επειδή το έπιναν.

Πολλές φορές συνελάμβανα τον εαυτό μου να κάνει ο,τι έκαναν και οι μεγάλοι.

Τη ρακή την απέφευγα, γιατί μια φορά που δοκίμασα να πιω, στρουφίξανε τα μάτια μου και κόντεψα να κρουφτώ.

Είπαμε να γίνω μεγάλος, αλλά όχι δα και πολύ μεγάλος.

Μετά, άρχισα να γίνομαι κλέφτης.

Άκουγα τους μεγάλους να μιλούν για τις παλικαριές των ζωοκλοπών και αποφάσισα κι εγώ να γίνω παλικάρι.

Φυσικά, γνώριζα ότι δεν με έπαιρνε να πάω να κλέψω κάνα αρνί ή καμιά κότα, αλλά πάντως όλο και τσούρνευα κάνα φράγκο από τις τσέπες του πατέρα μου και του παππού μου.

Μετά, άρχισα να ελαφρώνω τον κουμπαρά της θείας μου την Γεωργίας.

Έχωνα ένα μαχαίρι στη σχισμή του κουμπαρά και με λίγη καλή θέληση, όλο και έβγαζα μεροκάματο.

Ομολογώ, πάντως, ότι κάθε φορά που έβλεπα καμιά αγελάδα να βόσκει μόνη της, μια φωνή μέσα μου με καλούσε να πάω να την κλέψω, για να γίνω και πραγματικός ζωοκλέφτης.

Άπειρα σχέδια έκανα για να κλέψω αγελάδα, αλλά κανένα, ποτέ δεν υλοποίησα. Το έχω βάρος στη συνείδησή μου.

Όσο για τα παιχνίδια μου, μόνο …πρέφα που δεν έπαιζα.

Νωρίς νωρίς έμαθα να παίζω κολτσίνα και ξερή.

Έμαθα και τάβλι όταν οι συνομήλικοί μου δεν ήξεραν να παίζουν ούτε μακριά γαϊδούρα.

Βέβαια, η μακριά γαϊδούρα μου άρεσε, αλλά είπαμε, έπρεπε να μεγαλοδείχνω. Άνευ αυτού, η ζωή θα συνέχιζε να κινείται εντός των ορίων του «μαμ, κακά και νάνι», κάτι που το μισούσα, όσο μισούσα και το μουρουνέλαιο που μου δίνανε να πίνω, για να ανοίξει, λέει, η όρεξή μου.

Πάντως, εγώ την όρεξή μου, ουδέποτε την θυμάμαι κλειστή.

Έτσι πήγαινε το πράγμα.

Η ηλικία μου και η συμπεριφορά μου, ήταν ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Άλλωστε, γι’ αυτό μπήκα στη βιοπάλη από τα …εφτά μου χρόνια.

Δεν διανοούμουν να μη βγάζω μεροκάματο, όταν όλοι οι μεγάλοι έβγαζαν.

Από ένα σημείο και μετά συνειδητοποίησα τούτο:

Όσο τα χρόνια περνούσαν και όσο έπηζε το μυαλό μου, μια αλλαγή άρχιζε να συντελείται εντός μου.

Σε πρώτη φάση, άρχισε να μειώνεται ο μικρομεγαλισμός που με είχε συνεπάρει. Μετά από λίγα χρόνια, κατά την εφηβεία ή και λίγο μετά, τα πράγματα ισορρόπησαν μέσα μου.

Άρχισα να κάνω πράγματα που άρμοζαν στην ηλικία μου.

Και πολύ αργότερα, έγινε μία ανατροπή, απίστευτη.

Το ρολόι άρχισε να γυρίζει ανάποδα, κι εγώ άρχισα να κάνω πράγματα που έκαναν άλλοι, μικρότερης ηλικίας από τη δική μου!

Από τον μικρομεγαλισμό, άρχισα να κυλάω στον …παλιμπαιδισμό.

Σήμερα, επιχειρώντας έναν απολογισμό της ζωής μου, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: Όλη αυτή η ιστορία με τον μικρομεγαλισμό, είχε σαν αποτέλεσμα να χάσω πολλά από τα παιδικά χρόνια μου.

Στη διάρκεια εκείνων των χρόνων, ήμουν ένας δήθεν μεγάλος, που στην ουσία τίποτα δεν μπορούσε να επιτύχει, από αυτά που υπολόγιζε.

Εκείνο, λοιπόν, το κενό, έρχεται να καλύψει ο…παλιμπαιδισμός.

Γιατί, κακά τα ψέματα, η αθωότητα των παιδικών χρόνων, μάλλον είναι το ωραιότερο δώρο που έχει κάνει ο Θεός στον άνθρωπο.

Μόνο που σήμερα που το συνειδητοποίησα, είναι λιγάκι αργά.

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:103