Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Μαργώ η Απέθαντη | της Ζωής Δικταίου

«Δε μού βολεί να ποθάνω»


Κοιτάς μακριά, το περιβάλλον διεγείρει την όραση, μιαν άλλη όραση όμως, πιο εσωτερική. Η οπτική εικόνα του κόσμου σου αλλάζει στο φεγγαρόφωτο. Αυτό που σε περιβάλλει μέσα στο Οροπέδιο, αποτελείται από κομμάτια πολλά και διαφορετικά και δεν είναι παράξενο που όλες οι εποχές και τα γυρίσματα του χρόνου είναι εδώ. Τα ερεθίσματα που φτάνουν σ’ εσένα ήχοι, χρώματα, σχήματα, φωνές, θα σε ταξιδέψουν πολύ πίσω στον χρόνο άλλη μια φορά.

Προσπερνάς την πρώτη φορά που έφτασαν οι Τούρκοι στο Οροπέδιο, το Δεκέμβρη του χίλια εξακόσια σαράντα πέντε, τότε που ο Βενετός Λέφκαρος εγκατέλειψε το Λασίθι αφού πρώτα έβαλε φωτιά στις σιταποθήκες και στο κυβερνείο του Μόρο. Μια άλλη φωνή σε καλεί…

«Δε μού βολεί να ποθάνω», από το βαθύ του χρόνου έρχεται η φωνή, γνώριμη, στ’ Αγιοφύρια, πιο πέρα από τον Σγουρό Πρίνο, εκεί που στο βάθος φαίνεται καθαρά η θάλασσα. Δεν είναι πλάνη, όχι. Η αίσθηση της αφής γίνεται ανάγκη επιτακτική. Θέλεις να την αγγίξεις τη γυναικεία μορφή που ξετυλίγει τα πέπλα της ομίχλης και σε πλησιάζει, θέλεις να την αγκαλιάσεις, να την προσκυνήσεις, να την διαβεβαιώσεις πως εσύ ξέρεις, εσύ έχεις ακουστά την ιστορία της.

Σου έχουν μιλήσει για τη Μαργώ, τη θυγατέρα του παπά Δημήτρη Βερίκου, την Απέθαντη. Θυμάσαι τη γιαγιά, να εξιστορεί με θαυμασμό τα όσα είχαν γίνει, – ενώ μάζευε αμύγδαλα από χάμω, όλο το βουνό το είχε φυτέψει ο παππούς, ο Σιγανομανώλης κι ήθελε στην εποχή του, δυο βδομάδες και οκτώ νοματαίους -, έτσι σού ’λεγε, για να ραβδίσουν τα δέντρα και να μαζέψουν τον καρπό και μετά έπιανε την ιστορία από την αρχή.

Ξαναζείς τις στιγμές με το ίδιο δέος… Ανέμη του παλιού καιρού η μνήμη και γυρίζει. Έλα, κοίταξε το φεγγάρι και πες του την ιστορία. Δεν την ξέρει. Είχε κρυφτεί τότε, από φόβο.

Κι εσύ, κοιτάζεις το φεγγάρι που όλο κοντοστέκεται και μερώνει τα όρη και ύστερα χαμηλώνει πιο κοντά και ρίχνει τους ασημένιους απλοκαμούς και ψαρεύει αθιβολές και παράπονα.

Αποφασίζεις να του μιλήσεις εσύ, γι’ αυτά που εκείνο τότε δεν είδε, γι’ αυτά που αγωνιούν στα κελιά του δικού σου μυαλού. Άντε, τι περιμένεις, σε ακούει, χαμήλωσε κι άλλο, άντε σε ακούμε κι εμείς. Από την αθάλη της λήθης, ξεθάβεις την παλιά αθιβολή και γυρίζει η ανέμη με την κόκκινη κλωστή:

«Εκείνα τα χρόνια, – θα τα πούμε παρακάτω τα χρόνια τα δίσεκτα – , στο ρίζωμα, στο Σγουρό Πρίνο, ήταν που ένιωσε, η Μαργώ, πως τής παρουσιάστηκε μέσα στην αφούρα, ανάμεσα στις αλαδανιές και τις ψηλές αμυγδαλιές που είχαν πάρει να ρίχνουν τα φύλλα. Κι ήταν ολόλευκη η μορφή τού χαΐνη Νικηφόρου Γεράκη, κι έμεναν τα μάτια λιόμαυρα μέσα στις βαθιές κόγχες, αβασίλευτα ακόμη, να την κοιτάζουν θαρρείς και σαΐτευαν κατευθείαν στην καρδιά.

Κι ως έκανε να γυρίσει αλλού το βλέμμα μη αντέχοντας την οδύνη που της προκαλούσε ο παραδομένος πια στον άλλο κόσμο αγαπητικός, πάλι εκεί, πότε πιο μακριά και πότε πιο κοντά τον έβλεπε, να παραστέκει ασάλευτος, να παρουσιάζεται πότε πίσω από τη μιαν αμυγδαλιά και πότε πίσω από την άλλη ωχρός, αδύναμος, με τη βαθιά πληγή ορθάνοιχτη στο λαιμό να κουτσουναρίζει το αίμα, μα όρθιος.

Δεν είχε προλάβει να τής γυρέψει γάμο, μα αυτό δεν την είχε πειράξει διόλου. Είχε κρατήσει στη μνήμη της τόσα, ώστε το στεφάνι, αυτό που άλλες κορασοπούλες λογάριαζαν για το πολύ της ζωής, έμοιαζε ασήμαντη λεπτομέρεια, πιο λίγο κι απ’ το λίγο.

Θυμήθηκε τότε, που χάιδευε με τα χέρια της τα πυκνά του μαλλιά κι ένιωθε πως άγγιζε τη χαίτη τού ήλιου. Μέρες μετά καταλάβαινε πως την έκαιγαν ακόμη οι παλάμες της κι όταν τις κοίταζε μετρούσε στα δάχτυλα πόσες φορές της είχε ορκιστεί παντοτινή αγάπη. Λίγες ήταν οι φορές γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε ποτέ περισσότερα από τα δέκα της δάχτυλα για να τις μετρήσει μα τέτοιες στιγμές είναι κεριά στην αιωνιότητα. Και τις νύχτες σκούπιζε τη λαχτάρα που έτρεχε στα μάτια και πάλι τ’ άπλωνε εκείνα τα ίδια χέρια με τα κρινοδάχτυλα, τ’ άπλωνε στο φεγγάρι κρατώντας μια γεμάτη κούπα κρασί. Το φεγγάρι κερνούσε.

Της άρεσε ν’ ανεβαίνει στον οντά, ντυμένη το φαντό άσπρο φουστάνι με τη στενή μέση και τις τρεις μπλάβες ρίγες στον ποδόγυρο, να ξαπλώνει στο δώμα πάνω στο πασπαρόχωμα κι από εκεί να το παρακολουθεί πότε ολόγιομο και πότε σαν μια φέτα χρυσοκίτρινο κυδώνι κατάντικρυ και να συλλαβίζει τα δικά της, «σ’ αγαπώ».

Αμέτρητα ήταν τα δικά της, αυτά που δεν προλάβαινε να πει γιατί της έκοβε την ανάσα με τα χείλη του κάθε φορά που την αντάμωνε, πάντα βιαστικά, πότε χαμηλά προς την Κερασά και πότε ψηλά στην άλλη άκρη, στο Βαθύ Λάκκο στον Κουρπαρόλιθο κοντά στού Τσαμάντουρα το μιτάτο, ή στ’ αμπέλια πριν τον Κάστελλο σ’ εκείνη τη σκοτεινή σπηλιά που έκρυβε στα σπλάχνα της όλο τον παλιό κόσμο που είχε περάσει από τούτη τη φλούδα της ορεινής Λασιθιώτικης γης.

Εκεί ήταν που κάποια φορά σκαλίζοντας το χώμα είχε βρει ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι και της το είχε περάσει στο αριστερό χέρι. Από τότε τούτο το τριπλά κουλουριασμένο χρυσό φίδι με τα κόκκινα μάτια, δεν το απαρνήθηκε ούτε για μια στιγμή.

“Αυτό θα με φυλάξει”, έλεγε μέσα της και το πίστευε. “Να το βγάλεις και να το πετάξεις οπίσω σου στο μεγάλο εγκρεμό και να μη γυρίσεις να ξανοίξεις. Αυτό είναι κακό πράμα, είναι μολεμένο καλοθυγατέρα, και εσύ είσαι και κόρη παππά”, την ορμήνευε η θεια της, η Αρσινόη η Κοντογιάννενα, η μοναδική συγγένισσα που είχε απομείνει από τη γενιά της μάννας της.

Μα εκείνη την αφορεσμένη ώρα, τα χέρια της, έλεγες πως ήταν σε αποστασία από το σώμα καθώς ζητούσαν μόνο την ελάχιστη επιείκεια από τη Μοίρα, να προλάβει. Είχε ξεπλυθεί από το πρώτο αίμα παίρνοντας νερό από τη γούρνα που μάζευαν οι βοσκοί το βρόχινο νερό και διπλωμένη από τον πόνο είχε φτάσει στα ριζά του βουνού κοντά στη Σελένα, εκεί που σφραγίστηκε η τελευταία μάχη τού Νοέμβρη τού χίλια οκτακόσια είκοσι δύο, όταν ο Χασάν Πασάς είχε φτάσει με το λεφούσι του, αποφασισμένος να πατήσει και να χαλάσει το Λασίθι.

Και ήταν τότε που ο συγγενής μας, – έτσι το λές κι εσύ, όπως η γιαγιά σου, η Γαρυφαλλιά Σιγανού, το γένος Χιονά, από το Μαρμακέτω, που η μάννα της κρατούσε από το σόι των Ροβίθηδων, το σόι του -. Ο καπετάν Μανώλης Καζάνης λοιπόν που είχε γεννηθεί το χίλια επτακόσια ενενήντα τρία, και πέθανε εξόριστος στη Μήλο το χίλια οκτακόσια σαράντα τρία, ήταν αυτός που είχε ξεσηκώσει πολλούς άντρες από τις γύρω περιοχές, να τον συντρέξουν στην κρίσιμη ώρα.

Μαζί τους είχε ριχτεί στον αγώνα κατά των Τούρκων και ο Σφακιανός Ρούσσος Χούρδος, αδελφός του στρατηγού Θεόδωρου με το λαχουρένιο σαρίκι και τ’ ασημένιο μαχαίρι. Άνιση ήταν, πολύ άνιση εκείνη η μάχη. Οι επαναστάτες δεν άντεξαν. Ο Χασάν πασάς με τ’ ασκέρι του, όχι μόνο πάτησε το Λασίθι, μα έκαψε και γκρέμισε τα πάντα στο πέρασμά του. Ούτε κι εκείνες οι μηλιές του κάμπου δεν γλίτωσαν τη θηριωδία. Κοντά έξι χιλιάδες δέντρα, φορτωμένα καρπό ήταν αυτά που κείτονταν στο αιματοβαμμένο χώμα. Έκλαιγαν οι ρίζες… Μοιρολόι στον ουρανό.

Η Μαργώ, γύρισε και κοίταξε τα δυο κυπαρίσσια στο πλάι της. Της φάνηκε πως ίσκιωναν περισσότερο βαριά εκείνο το σημείο τού λάκκου που την έπιασαν οι πρώτοι πόνοι της γέννας. Θυμήθηκε τότε, πως σ’ αυτό το ίδιο σημείο είχαν σταθεί ο ένας αντίκρυ στον άλλο όταν πρωτανταμώσανε και μιλούσαν ψιθυριστά, χείλη με χείλη και πάλευε απεγνωσμένα να σβήσει τα πυρωμένα σημάδια που έκαιγαν στα μάγουλά της, για να μην προδοθεί η αγάπη κι ο κρυμμένος πόθος.

Από το νου της πέρασε ξυστά η βροχή της πρώτης συνάντησης. Ένιωσε πως κάτι χοντρές σταγόνες την χτυπούσαν ακόμη στο πρόσωπο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ένα βλεφάρισμα στο φως μιας αστραπής, ίσα για να τον ξαναδεί σαν σε όνειρο, ένας πόνος στη μέση κι ύστερα πιο δυνατός χαμηλά στην κοιλιά. Πρόλαβε πήρε μιαν ανάσα. Στα κατάξερα χείλη της άνθιζε μια πληγή από δίψα και κάψιμο.

Ένιωσε ζεστό το αίμα που έτρεξε ανάμεσα στα πόδια. «Μαργώ, Μαργώ…», σαν κάποιος τη φώναξε. Αέρας ήτανε. Δάγκωσε τα χείλη, έριξε ένα βλέμμα στο υγρό χώμα κι ύστερα άλλο ένα στον ουρανό, εκεί που ο χινοπωριάτικος ήλιος πάσκιζε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από τα πηχτά σκοτίδια στ’ ανέφαλα. Ό πόνος ξανάρθε και την έζωσε χειρότερα από πριν πιο χαμηλά. Οι παλάμες των χεριών ίδρωσαν.

Συλλογίστηκε να πει δυο λόγια προσευχής, να φωνάξει βοήθεια, μα ένιωσε πως τέτοιες ώρες που λείπει ο θεός, δεν βρίσκεται μήτε ο άνθρωπος. Δεν προλάβαινε. Έκανε να σηκωθεί να γυρίσει πίσω κατά το μετόχι στη Γαϊτανού, να φτάσει στο έρημο πατρικό της προγιαγιάς της, μα τα πόδια της, από τα γόνατα και κάτω δεν την κρατούσαν. Ο κόσμος μαύριζε ολοένα και πιο πολύ.

Από μακριά, αλλά όχι και τόσο πολύ μακριά της, έφτανε ο αχός της μάχης. Ο τόπος μύριζε φωτιά και μπαρούτι. Μια την κύκλωνε ο φόβος και μια ο πόνος. Ήξερε καλά πως πολλές φορές οι αβαρεμένες γυναίκες, γεννούσαν όχι στο σπίτι, αλλά εκεί που βρίσκονταν, στα χωράφια, στα όρη, στη μάντρα, ή και στη στράτα. Έτσι είχαν γεννήσει, η μα, η σάντολα και η λαλά της. Έτσι ας γεννούσε κι αυτή, μα χωρίς τούτο το θανατικό που σέρνονταν ύπουλα και την πλησίαζε.

Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Δεν ήξερε τι ζητούσε. Δυο τρεις σταλαγματιές που έπεσαν στο πρόσωπο, της έφεραν μιαν ανακούφιση. Έκοψε δυο φυλλαράκια φασκομηλιά, άνοιξε τα ρουθούνια και τα μύρισε. Να μην χάσω το θάρρος μου, ψέλλισε αντλώντας πίστη από τη γνώριμη μυρωδιά. Τα μέσα φύλλα της ψυχής πνίγηκαν στο παράπονο. Παραλογισμένη ξέσπασε σε γέλια, μα ο πόνος την ξανάφερε στην πραγματικότητα. Τα περιθώρια στένευαν. Με τα δόντια της έσκισε πρώτα τη μακριά φούστα και μετά το άσπρο μεσοφόρι. Έσμιξε σε κόμπο σφικτό τις δυο ίσιες μακριές λουρίδες από το σκισμένο ύφασμα και τις πέρασε χαμηλά γύρω από τον κορμό της αμυγδαλιάς.

“Και η Παναγία εγέννησε με δίχως καερέτι! Εσύ ήντα δα ποκάμεις;” ακούστηκε σαστισμένη η αμυγδαλιά, μα πονετική σαν μάννα, σαν αδερφή, σαν καλή γειτόνισσα.

“Εδά πολεμώ, πολεμώ και του λόγου μου!” έσυρε φωνή η Μαργώ και τεντώνοντας τις ξεφτισμένες άκριες της αυτοσχέδιας ζώνης με τα χέρια, κόντρα από το ριζιμιό χαράκι που είχε ακουμπήσει την πλάτη της, καθιστή, με τα πόδια ανοιχτά, πήρε αναπνοή κι έσπρωξε με όση αντοχή της είχε απομείνει προς τα κάτω με την κοιλιά της.

Κράτησε αρκετές ώρες, πολλές. Η Μοίρα έγραψε στο τεφτέρι της, τόσο, όσο κράτησε και η μάχη.

Την στιγμή που το πρώτο κλάμα του παιδιού ακούστηκε, η αμυγδαλιά, για τούτο το θαύμα, πέταξε καινούργιους αροδαμούς κι ας μην ήταν καιρός της.

Την ίδια εκείνη στιγμή, η Μαργώ, πρώτα είδε τα πέτσινα στιβάνια, μόνο τα στιβάνια του Νικηφόρου, ορθά δίπλα της και μετά εκείνον να πλησιάζει με τα χέρια απλωμένα γεμάτα αίματα, ξυπόλητος, μα πριν προλάβει να δευτερώσει η στιγμή, πρόσεξε τον Αγαρηνό με το μαχαίρι, σαν τον Χάρο από πάνω της.

Τα μάτια του έσταξαν μίσος και θειάφι πάνω στο μισόγυμνο κορμί της. Μάζεψε όλη τη στερνή της δύναμη. Ξανάκουσε το κλάμα του ασπαργάνωτου παιδιού πιο γοερό μέσα στη ρημαγή. Ο Αγαρηνός την κράταγε από τον λαιμό. Πάλεψε μαζί του λυσσασμένα. Την ώρα που έμπηγε δεύτερη φορά το μαχαίρι του, στο δεξί της βυζί, “Φύγε σκύλε, φύγε και δε μου βολεί να ποθάνω”, μούγκρισε, ξέπνοη πια, μα μόνο από πόνο, τον φόβο τον είχε ξετελεμένο, τον είχε νικήσει.

Τότε η Μοίρα, η μυριοπρόσωπη, συμπλήρωσε στο τεφτέρι της, Μαργώ, η Απέθαντη και σπαργάνωσε την καινούργια ζωή!»

– Πόσο κρατούν αυτές οι στιγμές; αναρωτιέσαι.

– Από το βαθύ του χρόνου, ίσαμε το πολύ τ’ ουρανού, όσο κρατούν οι ψυχές, λένε μάλιστα, πως ακόμη και η αιωνιότητα υποτάσσεται σ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές και τους δίνει το δικαίωμα να έχουν πάντα ζωντανό παρόν, εδώ ψηλά που βρίσκεσαι» , παίρνεις απάντηση με τη φωνή της!

Συμβαίνει καμιά φορά και ένα μόνο άγγιγμα σε μεταφέρει κάπου αλλού, κάπου που υπάρχει πάντα μέσα σου, σ’ έναν εντελώς δικό σου κόσμο ανέγγιχτο, πασπαλισμένο με πάχνη.

Εσένα ποιος ίσκιος σε αγγίζει άραγε; Ω ναι, εσύ ένιωσες και την ανάσα της Μαργής, μια μυρωδιά από φρέσκο δυόσμο και ξεκλεμισμένο βασιλικό στο πρόσωπο.

Δες, τώρα τι γίνεται όταν πέφτει τ’ απόβραδο στο Λασίθι, όταν το μωβ βάφει τον ορίζοντα πετώντας πηχτές πιτσιλιές παντού και στην ψυχή σου. Φταίει που η βροχή σε παρασύρει να ελπίζεις. Φταίει που δεν θέλεις να πιστέψεις πως η ζωή δεν είναι υποχρεωμένη να σου φέρει τα όνειρα που ζήτησες και δεν έχει πάντα ασημένιο δίσκο να σε τρατάρει βύσσινο γλυκό. Αντιθέτως, ξέρει καλά πως ακόμη και το ξάφνιασμα ανάμεσα σε δυο βλέμματα, καθορίζει συμπεριφορές. Θα σε ξαφνιάσει, να το θυμάσαι…

Κέρκυρα, Μάης 2020

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου


[Απόσπασμα από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]

Εκδόσεις : Φίλντισι,2021. ISBN : 978-618-5456-32-0


Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως, κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό. Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Ποιητική συλλογή
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία

Συμμετέχει επίσης στα συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», «Μονόλογοι», και «Λογοτεχνικά Μονοπάτια».

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:66