Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Ο Μπαλάφας στον παράδεισο | διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά

.

Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό.

Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.

Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.

Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.

Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.

Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:

– Και πάλι καλά…

Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.

Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.

Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.

Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.

– Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.

– Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!

– Μα συ είσαι για αλλού.

– Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!… αλλού

να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…

– Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!

Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.

– Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…

– Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.

– Τι θα κάνω… Να!

Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.

Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.

Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.

Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.

Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.

Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.

– Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.

– Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…

– Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!

– Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;

– Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!

– Ε, και πως είμαι κλέφτης;

– Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;

– Όχι!

– Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;

– Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.

– Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!

– Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…

– Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην

εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…

– Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…

Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:

– Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!

Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:

– Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες,

δικάζεις;…

– Τι λες;

– Τι λέω, τι λέω!… Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…

[Από τη συλλογή «Μέσα στους ανθρωποφάγους», 1927]

Δημοσθένης Βουτυράς

Δημοσθένης Βουτυράς. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και πέθανε στην Αθήνα το 1958. Διηγηματογράφος από τους πρωτοπόρους του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Το 1875 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι και αργότερα στον Πειραιά. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που ψυχογραφούνται στα διηγήματά του ή τις νουβέλες του είναι εργάτες, βιοτέχνες, άνεργοι, θαμώνες λαϊκών καπηλειών, μικροαστοί. Ο Βουτυράς είναι ο πρώτος που επιχειρεί να αλλάξει τη νεοελληνική ηθογραφία, καθώς στρέφει το ενδιαφέρον του προς τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτήθηκαν στις δεκαετίες 1900 και 1910 και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ένας πρωτοπόρος της νεωτερικής λογοτεχνίας, που κατέγραψε, με συγκλονιστικά ρεαλιστικό τρόπο, τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα και την επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· επέλαση που παρήγαγε την εξαφάνιση των παλαιότερων κοινωνικών στρωμάτων και την εμφάνιση του προλεταριάτου ως βασικής κοινωνικής τάξης. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του διανοούμενο της εποχής, αλλά έναν «εργάτης του πνεύματος» που παρήγε διηγήματα, δεν σύχναζε σε λογοτεχνικά σαλόνια, αλλά αντίθετα συναναστρεφόταν καθημερινά στις ταβέρνες με ανέργους, εργάτες και ευρύτερα ανθρώπους του λαού.

Ήταν ένας κλασικός και συγχρόνως πρωτοπόρος συγγραφέας της νεωτερικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του αποτελείται από εκατοντάδες διηγήματα και δεκάδες νουβέλες που καλύπτουν ευρύ φάσμα θεματικών και τεχνοτροπίας και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Εγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα. Τα σημαντικότερα είναι: «Λαγκάς», «Παπάς ειδωλολάτρης», «Οι αλανιάρηδες», «Θρήνος των βοδιών», «Στους άγνωστους θεούς», «Κάλπικοι πολιτισμοί», «Νύχτες μαγείας», «Τρικυμίες» κ.ά.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:54