Η μαντινιάδα η φταίχτρα | της Άννας Τακάκη Νύχτα ως πάραργαi η αυλόπορτα άνοιγε σιγά σιγά, να μην τρίξουνε τα σίδερα κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε τα άδειασε όλα στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά και τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι μέρες των λουλουδιών | της Άννας Τακάκη Θα ’ρθει μια μέρα που θα μοιάζομε με τα λουλούδια. Θα φαινόμαστε ωραίοι, μέσα στις φανταχτερές και πολύχρωμες φορεσιές μας. θα είμαστε νέοι και ανθηροί αλλά θα ’μαστε βουβοί. Θα ’ρθει μια μέρα που δεν θα μιλάμε. Θ’ ακούμε ήχους, θ’ ακούμε κραυγές Θ’ ακούμε σιωπές, μα δε θα μιλάμε. Θα είμαστεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μοσκοκούζουλη | της Άννας Τακάκη Δυο μήνες όλους κι όλους είχε κάτσει στην Αθήνα η Αθανασία. Την είχανε προσκαλέσει οι αξαδέρφες με τη θεια τζη, να πάει να γνωρίσει την πρωτεύουσα. Σαν ήρθε η ώρα να γυρίσει οπίσω, εγυάηρε άλλος άθρωπος. Ήρθε στο χωριό με τον αέρα τση πρωτευουσιάνας. Την Κυργιακή που μπήκε στην εκκλησά, όλα τα μάτια επέσανεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το τραγούδι του ξενιτεμού | της Άννας Τακάκη   Γιε μου, και να μου φέρνανε οι ανέμοι τα μαντάτα πως ήφηκες οπίσω σου τση ξενιτιάς τη στράτα. Τα ξένα πως αρνάσαι τα και δεν ξαναμισεύγεις τση Κρήτης χώμα ανεζητάς, τον ήλιο τζη γυρεύγεις, Ας ήτονε να σούντανε πόρτες και παραθύρια να γκρέμιζε ο τρελός βορράς πέτρες και κεραμίδια. Να ξελογιάσωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τσ’ αδικιάς το κρίμα | της Άννας Τακάκη   Όχεντρη, ξεφρένιαστη, τροζή, ανεμαλλιασμένη, φουργιόζα που δραμουντανά και των γκοράκω κράζει… Κόμπρα η γλώσσα τζη τρυπά κι η μπούκα τζη μολέρνει φαρμάκι πικροθάνατο που σφάζει και σκοτώνει. Κι έχει τη μούρη δράκαινας, το γροίλισμα του τίγρη, τω δε ποδιώ τζη οι ζαλιές μοιάζουνε τω δαιμόνω. Αλί και τρισαλλίμονο σ’ όποιονε κακομοίρηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα | της Άννας Τακάκη Η γιαγιά Αννίκα, το γένος Χατζησταυράκη, γεννήθηκε κατά την τουρκική επανάσταση (1897), σε ένα μικρό οικισμό στο Αχλάδι, νοτιοανατολικά του χωριού Αγ. Τριάδα, Σητείας. Ήταν το δέκατο παιδί της οικογένειας. Δεν πήγε ποτέ σχολειό, δεν ήξερε να βάλει υπογραφή, αλλά ήξερε τι θα πει ζωή και πώς να την βαστάξει σταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Oι τρεις παραμιές | της Άννας Τακάκη Μικρό κοπέλι ήτανε το Αννιό τότε, που με πολλή προσήλωση καθότανε στο καρεκλάκι του, να γροικά τις παλαιϊνές ιστορίες της γιαγιάς του Αννίκας. Εκείνη είχε το χάρισμα να διγάται, λες και γέμιζε ο τόπος όλος με πρόσωπα και πράματα μιας άλλης εποχής. Εικόνες ολοζώντανες γεμάτες μυστήριο. Για το μικρό κοράσι οι ιστορίες εκείνεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η πόλη κάνει τσ’ άρχοντες και το χωριό χωριάτες | της Άννας Τακάκη Η Ευθυμία με τον Παναγή, ήτανε δυο νέοι φτωχοί, που αγαπηθήκανε και παντρευτήκανε. Τα πράματά τους λιγοστά, και τα έπιπλα υποτυπώδη. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, ένα ράφι στον τοίχο κι ένα κρεβάτι τρίποδο. Κι ακόμη δυο πιθάρια και λίγα κουρούπια για την αποθήκευση της λιτής τροφής. ΗΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια | της Άννας Τακάκη Τελευταία χρονιά στο Δημοτικό και προετοιμαζόμουν για το Γυμνάσιο, όπου θα δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις τότε. Κοριτσόπουλο ήμουν στα δώδεκα, γέννημα θρέμμα του χωριού. Μεγάλωνα παρέα με τα κατσικάκια της γιαγιάς, τις κότες τις μάνας, το γαϊδουράκι του παππού. Ζώντας στο βουνό και στον κάμπο, μπερδεύτηκα στ’ αμπέλια και στα στάχυα, μπήκα στονΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…