Ο μετανάστης | της Πέπης Δαράκη Αγαπημένη μου πατρίδα, Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου. Ω! να ‘ξερες αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η νύχτα με τα αστροπελέκια | του Φίλιππου Μαυρογιώργη . Το να ξέρεις ή να μάθεις να περπατάς αθόρυβα τη νύχτα στην παράνομη ζωή ή στο Δημοκρατικό Στρατό είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Πρέπει να μάθεις να περπατάς, να περπατάς σαν γάτα και να βλέπεις σαν κουκουβάγια. Πήρα μέρος σ’ όλες τις νυχτερινές μετακινήσεις και διαδρομές της ομάδας μου, αλλά και μόνοςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η στεροθυγατέρα | της Άννας Τακάκη Μεγάλη αδυναμία είχε ο Κουφομανώλης στη στερνή του κόρη τη Λενιώ. Λες και δεν είχε άλλα κοπέλια ν’ αποκαμαρώνει και να μπεγεντίζει μόνο όπου καθότανε κι όπου στεκότανε ήθελε να λέει για τη Λενιώ του, για τα περίσσια κάλλη της, τα χαρίσματά της, τη σπιρτάδα και την προκοπή της. Σαν να’φεγγε μόνο από ταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Της πρώτης μου νιότης | του Μανώλη Χασάπη Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο Χασάπη. Τον φωνάζανε και Χασαπάκη. Τη μητέρα μου την έλεγαν Σταματίνα. Ο πατέρας μου ήταν από την Κάλυμνο των Δωδεκανήσων και η μητέρα μου από τη Σάμο. Ημασταν μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου, ήταν μικροπωλητής, έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, ήταν άνθρωπος του κρασιού,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ώρα κινδύνου | του Θράσου Καστανάκη Ο Μανωλάκης, χλομός, με κάτι μάτια κατάμαυρα, με φρύδια κατάμαυρα, με την κεφαλή κουρεμένη, αλλά με κατάμαυρα τα μαλλάκια π’ αρχίζανε πάλι να φυτρώνουν, χλομός έτσι και κατάμαυρος ο Μανωλάκης, κάπου δώδεκα, κάπου δεκατριώ χρονώ, έσερνε το καροτσάκι του κι ανέβαινε τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Τριγύρω του ήτανε μεγάλη γαλήνη καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Μπαλάφας στον παράδεισο | διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά . Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό. Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά Τις νύχτες… Η νύχτα είχε έρθει, και το σκοτάδι που πύκνωσε είχε σκεπάσει τα πάντα. Φως πουθενά, φωσάκι, αχτίνα να ξεπετιέται, για να φέρνει κάποια αντίσταση στο πηχτό σκοτάδι, και να δώσει μικρή παρηγοριά στο διαβάτη που ‘χε βραδύνει, ότι υπάρχει λίγη ζωή… Σα νεκρή πολιτεία. Τα χτίρια όλα κλειστά, κατάκλειστα. Κρότος, θόρυβος κανείς. Λες καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Παράξενες μέρες | διήγημα της Βαγγελιώς Καρακατσάνη Βαδίζω τη λεωφόρο μονάχος. Ασφυκτιώ! Ψάχνω αέρα, ν’ ανασάνω λεύτερα, μα διάβασα πως τον πουλάνε στις αγορές και τα παζάρια. Αναζητώ το χάϊδεμα απ’ το δροσερό βοριαδάκι μα ‘ναι λέει σήμερα ακριβό κι εγώ έχω μείνει ρέστος από καιρό. Σουρουπώνει μα απαγορεύεται αυστηρά η κίνησης. Η κίνησης και προπαντός η διαμαρτυρία! Τα κεφάλιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το δουλάκι | Ηθογραφικό διήγημα της Άννας Τακάκη Γεροντοπαλήκαρο ήτανε ο Πρίαμος. Μια ζωή αμοναχός του. Αυτός και τα οζά του, αυτός και τα βούγια του και τα μουλάρια του. Τ’ αμπέλια του, οι ελιές του και τα μετόχια του. Τέσσερεις αδερφίδες είχε να παντρέψει, ν’ αποκαταστήσει. Τέσσερεις γάμους τους ήκανε, και τις καλοπάντρεψε. Μα όλες επήρανε παραχωριού. Ετσιδά είναιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…