Μνια εμπειρία ζωής…| του Αντώνη Κουκλινού Το κοπέλι βαστά στα χέργια ντου το κινητό και παίζει… Κάθεται και παρατηρεί τσοι γκριμάτσες του σαστισμένος. Τα δαχτύλια ντου ανεβοκατεβαίνουνε στην οθόνη και πότε πότε χτυπά τ’ ατζί ντου νευριασμένο. Σκέφτεται με ήντα τρόπο θα του αποσπάσει τη προσοχή. -Αντράκι μου παρέτησε ετούτονά απού βαστάς κι έλα παέ να σου πω. -Δε μπορώΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου (μέρος Γ) Συνέχεια από το δεύτερο μέρος Σα να μην την έφταναν τα βάσανα, της ήταν γραφτό της Ζαχαρούλας να ζήσει αργότερα τόσο τον πόλεμο του σαράντα, όσο και τον εμφύλιο. Ησυχία δεν έβρισκε τούτος ο κοσμάκης και τούτος ο τόπος. Έμπαινε η φτώχεια απ’ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Κατσιλούπαρδος | της Άννας Τακάκη Το ’χε, καθώς φαίνεται, το ελάττωμα από τα γεννοφάσκια του. Ετσά ’τανε κι ο παππούς του. Κατσιλούπη* τον παρανομοιάζανε τον παππού, Κατσιλούπαρδο* τον έγγονα. Μόνο πως ο παππούς ελούπαζε* για άλλους λόγους. Για να μπει στα κατσιρμά* να κλέψει ξένο βιος, ν’ ανεβεί λουπά λουπά στη μάντρα και να κλέψει κιανένα πρόβατο γή κιανέναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Με φως κι αγάπη | του Αντώνη Κουκλινού Ετρεμόσβηνε το φτύλι τση λάμπας να σβήσει και μόνταρε να φέρει τη (μ)πίργια, να τση βάλει μνια σταλιά πετρέλαιο. Ανεσηκώνει το πανί στο νεροχύτη από κάτω, να πχιάσει το μπουκάλι. Χωρίς τη (μ)πίργια δεν τα καταφέρνει γιατί τρέμουνε τα χέργια ντου, μα δεν αφέγγει κιόλας. Ήβαλε πετρέλαιο στη λάμπα και ίσα ίσαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου (μέρος Β) Συνέχεια από το πρώτο μέρος Οκτώ του Αυγούστου αχάραγα γέννησε δίχως νά ’χει καέναν κοντά, εξόν από κείνη τη μαυροπεθερά που της κράταε το χέρι, της έβρεχε ψίχα μ’ ένα μαντίλι τα χείλη, «άε και άε κοπελίτσα μου λευτερώσου, άε γραμμένη, άε Ζαχαρούλα,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η φυρομυαλισμένη | της Άννας Τακάκη -Ζηνοβία, ωρή Ζηνοβιό! πετάξου στην αποθήκη να μου φέρεις δυο πατάτες να τσοι βάλω στο ψητό. Σήμερο θα ρθει ο σάντολός σου από το Λιμάνι να του κάνομε το τραπέζι. Ίσα ογλήγορα μέχρι να μαλάξω ζύμη να κάμομε και δυο κατουμέργια. Σάλευγε, γιατί θέλω να πιάσεις ύστερα την παρασύρα να σκουπίσεις την αυλή κιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι παππουδο-γιαγιάδες… | του Αντώνη Κουκλινού Τροζαμένη την έχουνε τη κακονίζικη. Η νύφη εβγήκενε καλόγεννη και κάθα χρόνο σχεδόν, τσοι ξεπορδαλιάζει και ένα κουτσούβελο. Τέσσερα ζωή να χουνε, μα πολλά ζωηρά και ώρες ώρες γίνεται η μέση τζη, ένα καβδούκι να τα παλεύγει. Αγλακούνε στην αυλή και δεν αφήνουνε πράμα να μη ντο βάλουνε στη μέση. Το ασερνικό ζωή ναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου (μέρος Α) Είχε φτάκει στο ποτάμι ζαλωμένη τη βαρέλα στον πλάτη, το σαπούνι στο σακούλι, τις παλιές φωνές αξόδευτες στη μέσα τσέπη της ψυχής. Ο χτύπος της καρδιάς αράθυμος πια, είχε διαβούν τα χρόνια, κουράζονταν. Άφηκε τα σκουτιά στην πετρωμένη οχτιά κάτω απ’ το φράξο,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο παραζούβαλος | της Άννας Τακάκη Δεν ήτανε μορφονιός μήδε και πολλά σορτερός*. Αν ήστεκε επήγαινε μεσόπαντας, κι αν ήτανε καθιστός εμούλωνε* κι εξάνοιγε τα κανιά* του. Αν ήνοιγε το στόμα του επέτα μαλαστούφες* και καθαρογλωσσίδια*. Για κουζουλό πάλι δεν τον ήκανες, μα μήδε και για γνωστικό. Με λίγα λόγια ήτανε παραζούβαλος*. Μανιό τονε λέγανε. Το Μανιό τση Τουρκονταούλας*. ΠαρατσούκλιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…