Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Μνια εμπειρία ζωής…| του Αντώνη Κουκλινού


Το κοπέλι βαστά στα χέργια ντου το κινητό και παίζει…

Κάθεται και παρατηρεί τσοι γκριμάτσες του σαστισμένος.

Τα δαχτύλια ντου ανεβοκατεβαίνουνε στην οθόνη και πότε πότε χτυπά τ’ ατζί ντου νευριασμένο.

Σκέφτεται με ήντα τρόπο θα του αποσπάσει τη προσοχή.

-Αντράκι μου παρέτησε ετούτονά απού βαστάς κι έλα παέ να σου πω.

-Δε μπορώ εδά παππού…

-Γιωργιό μου έλα να σου πω μνια ιστορία απού θα σου αρέσει…, έλα αντράκι μου…

Ήγγιξέ ντου εκειά απού δε μπορεί να του πει όχι.

Επαρέτησε το μαραφέτι στο γύρω και σέρνει τη καρέκλα να σιμώσει κοντά.

Βάνει τα ποδαράκια ντου στο πλαϊνό τση καρέκλας και τον-ε ξανοίγει μέσα στα μάθια.

-Λέγε δα παππού…

-Γροίκα μου να μαθαίνεις…

Μνια φορά ήμουνε και του λόγου μου ωσά κι εσένα.

Επήγαινα στο σκολειό και ήμουνε καλός και έξυπνος μαθητής.

Η δασκάλα και ο δάσκαλος μ’ αγαπούσανε, για δεν ήμουνε ζωηρός να μαλώνω με τα άλλα κοπέλια και στη τάξη όντε ν’ εκάναμε μάθημα, ήμουνε σαφή διαβασμένος και μου βάνανε καλό βαθμό.

-Eμείς εκείνη να την εποχή δεν είχαμενε τηλέφωνα μούδε φώτα να φέγγομε, μούδε ψυγείο και τηλεόραση στο σπίτι. Μπορείς να καταλάβεις πως εζούσαμε;

-Όι παππού δε μπορώ…!

-Θες να κάμωμε μνια δοκιμή οι δυο μας, να καταλάβεις πως ήτονε;

Το κοπέλι πανέξυπνο δεν είπενε όχι, η εμπιστοσύνη στο παππού ντου δε ντου ‘φήκενε κιανένα περιθώριο να του αρνηθεί.

-Ναι παππού θέλω. Θέλωωω!

Θα κάμωμε μνια κουβέντα πρώτα με τσοι γονέους σου να το κατέχουνε αντράκι μου και το Σαββατοκύργιακο θα τα πούμενε.

Η σκέψη ντου εκαρποφόρησε με τη θέληση του κοπελιού και την αποδοχή τω γονέω ντου.

Ετοίμασε το λύχνο ήβαλέ ντου φτύλι, έσαξε και ένα ξεπασουλιστήρι να το λαδώνει να μη ντου σβήνει.

Ετοίμασε και τη λάμπα του πετρελαίου, να χει καβάτζα πλια πολύ φως όντε θα χρειαστεί.

Επρομηθεύτηκενε ξύλα για να ανάψουνε το τζάκι και νά ’χει το βρισκούμενο να μαγερέψουνε.

Ούλα ετούτανα ήτονε εύκολο να γενούνε, μνιας και το σπιτάκι στο περβόλι το ‘χει νοικοκερεμένο και διαθέτει απ’ ούλα.

Κρεβάτι, τζάκι, μνια ξυλόσωμπα και ούλα τα τσικαλομπάργαλα που χρειάζουνται, μα ενεμάζωξε και μνια σκάφη για θα τη χρειαστεί.

Το μόνο απού δεν έχει είναι η πολυτέλεια με το ρεύμα και ότι συνεπάγεται.

Εκουβέδιασε και με τη γρα ντου να τη κατατοπίσει ήντα θα κάμουνε το Σαββάτο απού ‘ρχεται.

Ούλα μελετημένα λοιπόν και με το κοπέλι να μη θωρεί την ώρα να μολάρουνε πέρα.

-Γυναίκα σάλευγε να ετοιμάσεις το Γιωργιό, να σου δώσει η μάνα ντου μνιαν αλλαξά ρούχα και τσοι πιτζάμες του… Ααααα, να μη ξεχάσω να βαστά και ένα μολύβι με το τετράδιο ντου.

Σάββατο λοιπόν τη ταχινή, εμολάρανε για το περβόλι.

Το Γιωργιό μέσα στη φύση στα δεντρά και τα ζαρζαβατικά, αν και κρυγιώτη, αγλακά πάνω, κάτω καταχαρούμενο και τζέλεται σα ντο ριφάκι.

Κλουθά στο (μ)πόδα του παππού, να βγάλουνε με το μαγγάνι ένα γουβά νερό για να μαγερέψουνε.

Κουβαλεί ξύλα τση γιαγιάς του να ‘ψουνε τη φωθιά και κάθεται στο πεζουλάκι σάμε να στέσει το τσικάλι.

-Γιωργιό μου…, αρέσει σου επαδά που σε φέραμε σήμερο;

Με τα μάθια τση ψυχής του την-ε ξανοίγει και κουνεί τη κεφαλή ντου.

-Ναι γιαγιά αρέσει μου!

Έβαλε στο τσικάλι να μαγερέψει πατάτες με τα κολοκύθια γιαχνί και ήδοκε τη κουτάλα του κοπελιού να τη βαστά όντε χρειάζεται ν’ ανεκατώνει το φαΐ.

Φαίνεται πως θα βγάλει κι άλλη κρυγιώτη για δε ν’ εβγήκενε ο ήλιος σήμερο και ετοιμάζει ο Γεροντής τη ξυλόσομπα.

-Μπρε γυναίκα δε ντο σκεφτήκαμε καλά, τη σόμπα έπρεπε να ‘χομε αναμμένη να μαγερέψεις εκειά να μη σκύφτεις ετά στη παρασθιά.

-Εεεεε, δε πειράζει, μα εδά επομαγέρεψα μπλιό…

-Γιωργιό… άμε κοπέλι μου να φέρεις δυο μικιά κουτσουράκια από ’ξω, εδά απού θα κεντήσει να τα βάλομενε στη σόμπα να ζεσταθούμενε.

Αγλακά το κοπέλι χωρίς δεύτερη κουβέντα και του κάνει το θέλημα ντου.

Σαν εκέντησε η σόμπα και εζέστανε το σπιτάκι, εκάτσανε στο σοφρά απού κενώνει η γρα να φάνε.

Σάμε εδά ούλα είναι σχεδόν γνωστά, του κοπελιού και δεν έχει να πει πράμα, σαν εφάγανε όμως εκάτσανε κοντά στη σόμπα και πχιάσανε τη κουβέντα.

-Γιωργιό μου (του κάνει ο παππούς) πως τα βλέπεις τα πράματα επαέ σήμερο ήντα σου λείπει;

Ξανοίγει το κοπέλι τη γιαγιά ντου και του κάνει.

-Επαέ παππού δεν έχει ψυγείο, να πάρω πράμα από μέσα να φάω.

-Γιάντα παιδί μου πεινάς; Δεν εχόρτασες με το φαί…, εγώ είδα και το ‘φαες ούλο.

-Δε πεινώ μα αν είχα δα μνια σοκολάτα γι ένα γαλαχτομπούρεκο ‘θελα το φάω.

-Ναι, μα στην εποχή μου δεν είχαμε ετσά γλυσολοίδια και είπαμε πως για να καταλάβεις πως επερνούσαμε κοπέλι σαν εσένα, θα κάμωμε δυο μέρες εκείνηνά τη ζωή.

Εσηκώθηκενε η γρά και φέρνει από τη τζάντα τζη μνια κούτα με λουκούμνια και του δίδει ένα.

-Να το γλυκό απού είχαμενε εμείς στα κοπελάτα μας.

Έφαέ ντο με όρεξη το κοπέλι και είπχιε νερό ένα ποτήρι να πάει κάτω.

-Πάρε δα (του κάνει ο παππούς) το τετράδιό σου, να γράψεις πως πέρασες ίσαμε δα τη μέρα σου, απού θα σου φανεί χρήσιμο στο σκολειό, όντε θα τα δηγάσαι και του Δασκάλου.

Σαν ήγραψε στο τετράδιο τη πρώτη εμπειρία, το ξαναρωτά…

-Μα πέμου δα Γιωργιό μου, σήμερο κανονικά στο σπίτι σας ήντα ‘θελα κάμεις.

Ξανοίγει πάλι τη γιαγιά ντου και του λέει χαμογελαστά…

-Ήντα ‘θελα κάμω Παππού, το μπάνιο μου, να ξαπλώσω να ιδώ παιδικά στη τηλεόραση και ‘θελα παίξω και κιανένα παιχνίδι στο κινητό τση μάνας μου.

-Ωραίαααα, να ετοιμάσει η γιαγιά να κάμεις μπάνιο;

Ξανοίγει το κοπέλι σαστισμένο πάλι τη γιαγιά ντου και τση κάνει…

-Γιαγιά…, ήντα λέει ο Παππούς… μπάνιο; Αφού δεν έχει ετσά πράματα επαέ παίζει με;

Πορίζει όξω ο γέρος, φέρνει νερό με το γουβά γεμίζει το τσικάλι και το στένει να ζεσταθεί απάνω στη σόμπα.

Έβαλε και δυο κουτσούργια να λαβουρδανιάσει η φλόγα να ζεστάνει πλια ογλήγορα το νερό.

Εξεκρέμασε τη σκάφη και τη βάνει στη μέση, μέση.

-Εδά θα κάμεις μπάνιο, σα κι εμένα όντεν ήμουνε κοπελάκι Γιωργιό μου.

Ούλο ετούτονά απού συμβαίνει του κοπελιού, το ‘χει πάρει σα παιγνίδι και κάνει ότι του λένε με τη θέλησή ντου.

Σαν εμπόμπανε το νερό να μη καίει, εστάθηκενε ορθό μέσα στη σκάφη και με το κατσαρολάκι του γέρνει λίγο, λίγο στη κεφαλή και κάνει σαπουνάδα με το πράσινο σαπούνι.

Του φαίνεται ετόσονα παράξενο στη σκάφη μέσα, απού σκα στα γέλια.

-Μα πε μου δα γιαγιά, εσύ μπορείς να κάμεις ετσέ μπάνιο; Αφού δε χωρείς να μπεις στη σκάφη!

-Ντα δεν ήμουνε ετσά χοντρή μπρε παιδί μου…,κι εγώ σα και σένα κοπέλι ήμουνε όντεν ήμπαινα στη σκάφη.

Ετυλίχτηκε τη πετσέτα και σιμώνει κοντά στη σόμπα, να βάλει τα ρούχα ντου.

-Χαρώσε γω αντράκι μου, απού δε μου λες όι σε ό,τι και να σου ζητήξω (του κάνει ο παππούς).

Σαν εντύθηκε το κοπέλι, αγλακά και πχιάνει το μολύβι να γράψει στο τετράδιο τη συνέχεια τση μέρας του.

Ξαναδιαβάζει από την άκρα φωναχτά να γροικούνε και οι γερόντοι, πως του φαίνεται η ζωή απού ήκανε ο Παππούς του, στα δικά ντου παιδικά χρόνια.

-Δε θα πορίσεις όξω εδά απού είσαι λουσμένο, σάμε να στεγνώξεις Γιώργη, να μη σε πάμενε τση μάνας σου να βήχεις και μου βάλει τσοι φωνές πως δε σε πρόσεχα.

Όσο περνά η ώρα και κοντεύγει να νυχτώσει, αλλάζουνε και οι καταστάσεις στα μάθια του κοπελιού.

Ρωτά ξαναρωτά να του πούνε πως ήτονε η ζωή ντως, μα σα να το ζεις δεν είναι και το καταλαβαίνει εδά απού ετοιμάζεται ο παππούς, να ανάψει το λύχνο.

-Εμείς εμάθαμε γράμματα με το φως του λύχνου και τση λάμπας παιδί μου θωρείς;

Εκρέμασε το λύχνο στη (μ)πρόκα και έφεξε μνια ολιά το σπίτι.

Για την εμπειρία λέει του κοπελιού να πχιάσει ένα βιβλίο να διαβάσει.

Δύσκολο πράμα…

Για να διαβάσει σκύφτει απάνω στο βιβλίο και μετά δυσκολίας βγάνει τα γράμματα.

-Ετονέ το φως Παππού δεν αφέγγει καθόλου να θωρώ τα γράμματα, για να διαβάσω θα στραβωθώ!

-Σάλευγε να φέρεις τη λάμπα να την ανάψεις του κοπελιού και φτάνει δα το καψόνι απού του κάνομε (του λέει η γρα).

-Μπρε γυναίκα δεν είναι καψόνι, μάθημα ζωής είναι και εδά απού τα ξαναθυμούμαστονε κι εμείς τάξε πως μας-ε κακοφαίνεται χειρότερα κι από το κοπέλι μας.

Έφερε τη λάμπα στο τραπέζι…

Περιέργεια και του κοπελιού να ιδεί εσίμωσε κοντά.

Έβγαλε το γυαλί, βάνει πετρέλαιο με τη πύργια και ανάφτει το φτύλι.

Σαν εψήλωσε να φέξει πλια πολύ, εφώνιαξε το Γιωργιό:

-Εδά παππού μπορώ να διαβάζω και να γράφω, κάτσε να φέρω το τετράδιο.

Καθίζει δίπλα στη λάμπα και ντακέρνει να γράφει.

Αυτή η εικόνα στα μάθια τω γερόντω πάει το χρόνο οπίσω, σκιας εξήντα χρόνια.

Ξανοίγει ο γέρος τη γριά και καταλαβαίνουνε πως εμηδένισε το κοντέρ του χρόνου μέσα σε ένα λεφτό.

Ένας αναστεναγμός και τα μάθια ντως είναι έτοιμα να στάξει το δάκρυ χάμε.

Τελικά η ζωή σε εκπαιδεύγει άμα θες κι άμα χρειαστεί, από την αρχή, για να μάθεις να επιβιώνεις.

Πρώτη φορά το κοπέλι ζει μνια βραδιά, όξω από τον κόσμο που γνωρίζει.

Χωρίς τηλεόραση, χωρίς κινητό, χωρίς το ψυγείο (το πρώτο πράμα που του έλειψε) μα και με το λιγοστό φως, που όμως του ‘δωκε χαρά με το που άναψε τη λάμπα, αγλάκα να πάει να φέρει το μολύβι, για να γράψει τη συνέχεια της εμπειρίας του.

-Παππού…, δε ντο σκεφτήκαμε να φέρεις να παίξομε χαρθιά, να σε κερδίσω στη κολιτσίνα.

Εγέλασε ο γέρος και σηκώνεται και βγάνει από το σύρμα τση πχιατοθήκης τη τράπουλα.

-Γιωργιό, ξάνοιξε παέ!

-Γιούπιιιιι, τέλειαααα, έλα να παίξομε…, γιαγιά έλα κι εσύ επαέ κοντά να μας-ε ξανοίγεις.

Άλλη μνια χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του κοπελιού, με το φως τση λάμπας, να παίζουνε τη κολιτσίνα.

Ούτε τηλεόραση, ούτε κινητό του λείπει.

Επαίξανε κάμποση ώρα, και ήρθενε η γ’ ώρα να δειπνήσουνε.

Έβαλε το τσικάλι να ζεστάνει το μεσημεργιανό φαϊτό και κάτσανε να φάνε.

Παρατηρεί πως το κοπέλι δε τζη παραπονέθηκε πως θα φάνε το μεσημεργιανό για βραδινό.

Έφαε ότι έβαλε στο πχιατάκι ντου και για γλυκό, έφερε τη κούτα με τα λουκούμια.

-Άντε δα να πάμενε πέρα, πέρα Γιωργιό να κάμομε την «ανάγκη» μας, γιατί είναι ώρα να θέσομε.

Το διπλό κρεβάτι με το κοπέλι στη μέση, (κάτι συνηθισμένο για άλλες εποχές), απόψε έχει και μνιαν άλλη εμπειρία να τη γράψει στο τετράδιο ντου.

Τα παραμύθια…

Πάνω από τρία τέσσερα του ‘πενε ο γεροντής σάμε και το πήρε ο ύπνος.

Η ξυλόσομπα εφρόντισε να μη σβήσει τη νύχτα και να μη τελειώσει το πετρέλαιο τση λάμπας σάμε και εξημέρωσενε ο Θεός τη μέρα.

Εκοιμήθηκενε το Γιωργιό σάμε να πάει κολατσό.

Εχόρτασε ύπνο το κοπέλι, του καλού καιρού που λένε.

Σαν εσηκώθηκε και είπχιενε το γάλα ντου, εγλάκα στο τετράδιο να γράψει.

Να γράψει τη καλύτερη έκθεση τση ζωής του, τση ζωής απού δε γνώριζε και με την ευκαιρία που του δόθηκε, βίωσε λίγες στιγμές, που θα τσοι κουβαλεί στη ψυχή ντου για πάντα.

Η μέρα πέρασε κι αυτή ευχάριστα και σαν επήγε ώρα να γιαγύρουνε στο σπίτι, αποχαιρετώντας τη παλιά ζωή, επιστρέφει στο σήμερα.

Στην αγκαλιά τση μάνας του, έκαμε ότι ζήσανε χαρτί και καλαμάρι.

Ξαφνιασμένος ο παππούς, γροικά το εγγόνι ντου χαρούμενο να λέει.

-Παππού… Κατέχεις ήντα σκέφτηκα;

-Ήντα Γιωργιό μου πε μου αντράκι μου…, ήντα;

-Να μου δώσεις τα κλειδιά στο σπιτάκι, να πάω τη μάνα μου με τον αφέντη μου, να τσοι μάθω πως ήσουνε κοπέλι!

Δεν ήθελε άλλο πράμα ν’ ακούσει ο γεροντής…

Το μπόλιασμα έπχιασε τόπο!

Παρατηρεί το εγγόνι πως συνεχίζει να διαβάζει και να γράφει, στο ίδιο τετράδιο με το ίδιο μολύβι και να τα στερεύγει κάθε φορά με μνια ευχαρίστηση, πως έζησε το ανέφικτο.

Γιατί μέσα στη σημερινή καλοπέραση και τη βολή μας, χάνεται η ουσία τω πραγμάτω.

Και δεν εννοώ να επιστρέψουμε στα χρόνια τση κατοχής, αλλά να κλέψομε ώρες απού τα ανούσια πράγματα να μοιραστούμε τη καθημερινότητα μας (όσοι μπορούμε) έστω για ένα βράδυ σαν το Γιωργιό.

Αντώνης Κουκλινός

[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Κρητικού φωτογράφου Αντώνη Γενναράκη.]


Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:186