Χρόνος ανάγνωσης περίπου:21 λεπτά

Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου (μέρος Β)


Συνέχεια από το πρώτο μέρος


Οκτώ του Αυγούστου αχάραγα γέννησε δίχως νά ’χει καέναν κοντά, εξόν από κείνη τη μαυροπεθερά που της κράταε το χέρι, της έβρεχε ψίχα μ’ ένα μαντίλι τα χείλη, «άε και άε κοπελίτσα μου λευτερώσου, άε γραμμένη, άε Ζαχαρούλα, Ζαχαρούλα», της έδινε κουράγιο. Είχε δέσει την τριχιά στην γρεντέ, καθισμένη απάνω σε μια παλιά σκάφη, με τον πλάτη στον τοίχο, κάθε που έρχονταν πόνος πιάνονταν από την τριχιά, την κράταε σφιχτά, δάγκωνε μια πετσέτα στα χείλη, την έζωνε ο σφάχτης στη μέση, έσφιγγε την κοιλιά όσο μπόραγε προς τα κάτω, πέντε ώρες κράτησε απ’ τα μεσάνυχτα ίσαμε που λάλησε ο τελευταίος πετεινός, τότες ακούστηκε το κλάμα, ώρα που φώταε, έκοψε το λούρο με το μαχαίρι.

Ασκώθηκε μαναχή, έβρασε νερό, έπλυνε την κοπέλα, της έβαλε ψια αλάτι στο στόμα, την έτριψε με ζεστό λάδι και χαμομήλι, τη μέτρησε, χερόπουλα, ποδάρια, ζυγιασμένα, την τσίτησε με το βελόνι στη φτέρνα άφηκε να στάξει καταής κείνη η σταγόνα το καθάριο αίμα, να μάθουν οι ψυχές, την προσκύνησε, τη σπαργάνωσε, πλύθηκε κι αυτή απ’ τα αίματα, συγύρισε, συγυρίστηκε η Ζαχαρούλα, έβαλε καθαρό ρουτί, βγήκε στην αυλή έσκαψε ένα λάκκο στο χώμα, στη ρίζα της κρασομηλιάς παρέκει απ’ το σπίτι, έθαψε μαχαίρι και ύστερο μαζί, μη τό ’βρισκαν σκυλιά, ή όρνια, δεν έκανε για το τυχερό της κοπελώς. Αλλού μπορεί να σέρνονταν ο θάνατος μα στην αγκαλιά της κράταε τώρε το θάμα το μεγάλο, ας ήταντη κοπέλα, «καλοδεχούμενη και καλογραμμένη να σε θέλει η Ζωή όταν φωτάει η αγάπη» , ευχήθηκε από μέσα της το σπλάχνο. Έστρωσε στο σάισμα το μαλλινοσέντονο, κουκούβισε, στήριξε το κουρασμένο κορμί σε δυο μαξιλάρια, η πεθερά της ήφερε να πιεί λίγο χυλό, πήρε την κούτσικη, έκλαιε, την έβαλε στον κόρφο, της έδωκε το βυζί, έπιε γάλα, έφεξε η μέρα, κίνησε η καινούργια ζωή την ανηφόρα κι η δόλιω μπάμπω το νανούρισμα…

«Νάνι που σ’ έσπειρε αετός
και πέρδικα σε γέννα
να μού σ’ αφήκει ο Χριστός
μωρή κρασομηλιά μου,
μηλίτσα μου γραμμένη και κοντοκλαδεμένη,
στον κόσμο ξακουσμένη».

Πέρναε ο καιρός, οι μέρες πήγαιναν κι έρχονταν το ίδιο πάντα, σαν τα σκονισμένα κάρα που τρίζουν, είχε διαβεί και το 22, η κοπέλα είχε στηλώσει τα ποδάρια γερά, περπάταε. Την κράταε η πεθερά, όσο η Ζαχαρούλα αρέντευε μετά τη λάτρα του σπιτιού να προλάβει τις δουλειές όξω, πότε για λάχανα κι άλλοτε να κουβαλήσει ζαλωμένη νερό, κλαρί για τα ζωντανά, ξύλα για τη στιά, το σακί με τ’ αλεύρι απ’ το μύλο. Πάγαινε στο ρουμάνι δυο ώρες δρόμο, φορτώνονταν, με βροχή, με κρύγιο, με χιόνια, με ζέστες, δε βαρυγκώμησε, «αγάντα Ζαχαρούλα, έχει βάσανα η ζωή, αγάντα» , έκανε κουράγιο. Άντα κάθονταν ψια, τα χέρια λυτά δεν τ’ άφηνε, ξεκούραση δεν ήξερε, έπλεκε τσουράπια, τερλίκια, καμιά φανέλα, μπάλωνε τα σκουτιά να ’χουν να ποδαίνονται.

Ακούγονταν πολλά. Άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ τον τόπο τους, έφταναν μ’ ένα μπόγο στον ώμο αυτά ήταντα όλα τους τα υπάρχοντα, γύρευαν να ξαναρίξουν ρίζα από την αρχή στην Ελλάδα, άλλους τους καλοδέχτηκαν κι άλλους δεν τους θέλησαν, τους κυνήγησαν, μετά σού λέει σμίγουν τα αίματα τ’ αδερφικά, μεγάλη μπουκιά να φας, μεγάλο λόγο να μην πεις. Και για τους στρατιώτες, τι αιχμαλωσίες, τι μαρτούρια, τι σκοτωμοί, δε μάθαινες μια καλή είδηση. Νέα απ’ τον Τσιάβο δεν είχε, τον λογάριαζε όμως ζωντανό. Κάθε φορά που πάγαινε στο ποτάμι τον ήγλεπε, ίσκιο μέσα στο νερό μα τον ήγλεπε, τό ’νιωθε πως είχε μέρες μπροστά του. Δε στέκονταν να της πιάκει κουβέντα, να του πει κι αυτή τα νέα, δεν προλάβαινε, τον καλούσε η μάχη, «άε στο καλό μωρέ λεβέντη μ’ και με το καλό να ματάρθεις, εδώγια όλα σιασμένα, μη σκας για τ’ εμάς», τον χαιρέταε.

Από τις κουβέντες πό ’καναν οι γέροντες στη δημοσιά κάτι έφτανε στ’ αυτιά της. Μελετούσαν ονόματα, «κείνος έφταιξε ο Βενιζέλος» ήλεγαν κάποιοι, «οι αντιβενιζελικοί κι ο βασιλιάς περσότερο» , μολόγαγαν άλλοι, «οι ξένες δυνάμεις, ωρέ, αυτές και τούτη τη φορά, για τα γρόσια ωρέ, για το δικό τους καζάντιο σφάζεται ο κόσμος…» συμφωνούσαν όλοι μαζί, αυτή είχε μαύρα μεσάνυχτα από δαύτα. Συλλογιούνταν όμως, πως όποιος κι αν έφταιξε, ήταν γραμμένο μια ολόκληρη γενιά να μη γυρίσει πίσω, παλικάρια, νιάτα γραμμένα και ζωγραφιστά ήταντα π’ άφηκαν τα κοκκαλίτσια τους στην Τουρκία, χάλευε πόσα και πόσα πέρασαν.

Όλα πάγαιναν στραβά κι ανάποδα, δεν ήταντη η πρώτη φορά, «μακάρι η τελευταία», εύχονταν μα δεν το πίστευαν. Κείνη τη χρονιά, άλλοι είχε γιορτάσουν δυο πασχαλιές αντάμα, Ευαγγελισμού κι Ανάσταση μαζί τον Μάρτη, – ούι, μη και δεν έπρεπε, αμαρτία ήλεγαν-, κι άλλοι καρτέρεσαν την πασχαλιά τον Απρίλη, δεκατρείς μέρες μετά. Τι πασχαλιά και τι ανάσταση θά ’καναν, τόσο κρίμα πό ’χε πάλε στο λαιμό της η Ελλάδα, τι Μάρτη και τι Απρίλη, ας είχε γιομίσει λουλούδια και μελίσσια ολούθε, ανάσταση δεν το ’λεγες. Ο κοσμάκης όσο κι αν έσπαινε το μυαλό για το ημερολόγιο π’ άλλαξε ύστερα από τόσα χρόνια, δεν καταλάβαινε ούτε το όφελος, ούτε και τη σημασία, σκέπτονταν όμως κείνες τις μέρες που ’χε χαθούν με μια μόνο υπογραφή, είχαν σβηστεί άραγες κι από τα τεφτέρια του θεουλάκη;

Ο Τσιάβος πάντως, είχ’ έρθει με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Είχε πάρει να κοκκινίζουν τα πετροκέρασα της Σωτήραινας στην Πλάκα, τα πλατάνια φουντωμένα στις νερομάνες, ρόμπολα και βουνοκυπάρισσα θεριεμένα, καταπράσινα, απ’ την τσούκα της Μουργκάνας σιακάτου, παλιούρια, κουμαριές, ρείκια, γράβοι, ο λόγγος όλος μια φουσκοδεντριά. Τον Μάη τον πενταδείλινο του 1923, βγήκε στον Τσαμαντά με τα ποδάρια, αντάμα με τον Σωτήρη Μπάντιο παιδί του Νάσιου. Ήγλεπες ανθρώπους κι άνθρωποι δεν ήταντοι. Το δέρμα να φεύγει φλέντζες, το ’χε ρημάξει η απλυσιά, αξούριγοι, ψειριασμένοι, σκελετωμένοι, τα μάτια γκαντηλιασμένα τά ’λεγες δίχως αύριο, κι εκείνες οι φλέβες οι μπλαβισμένες στα χέρια, και τα νεύρα στο λαιμό τσιτωμένα λουριά να σπάσουν, ανεγνώριγοι, ούι τα πόδια μπούντενα, πρησμένα απ’ το αίμα δίχως παπούτσια πώς περπάταγαν… Οι ώμοι φαγωμένοι ως μέσα, φαίνονταν το κόκκαλο, απ’ το ντουφέκι και τις αγγαρείες είχε πάθουν και το κεφάλι σάματις αδειανό, το μυαλό τό ’χε αφήκουν ακόμη στο Σαγγάριο.

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια η Ζαχαρούλα σα στάθηκε μπροστά της. Τούτο το πρόσωπο έδειχνε σακατεμένο, άγριο, ο πόλεμος είχε κάμει κατοχή στην ψυχή του, τον εξουσίαζε, τού ’χε ξεσκίσει τα σωθικά. Δυσκολεύτηκε να τον καταλάβει. Γιόμισαν αλμύρα τα τσίνορα, έκανε να ριχτεί με τη λαχτάρα της γυναικός στην αγκαλιά του, μα κάτι την κράταε, δεν ήξερε αν θα ’μεισκε όρθιος για θα σωριάζονταν καταής. «Ω Ζαχαρούλα, πώς μπορώ εγώ να πεθάνω, αφού έχω εσένα δεν πεθαινίσκω», είπε κι άνοιξε τα χέρια του φτερούγες.

Κρατούσαν κι οι δυο την ανάσα, περίμεναν αντικρυστά. Τον τήραξε καταμεσής στα μισοσβησμένα μάτια με πόνο, στάθηκε στους σαρανταπληγιασμένους ώμους, μάχονταν να ξαγκιστρώσει τις λέξεις απ’ τα χείλη, «κιντυνεμένο και ζεμένο σε μάγκανο, να μη σού γράφει άλλο χουνέρι ωρέ Τσιάβο», κατάπιε το λυγμό. Άνοιξε αυτός τα ρουθούνια μύρισε τον κόρφο της, ανάλαφρη γλυκιά μυρωδιά, σα νά ’χε πετάξει ανθούς μια κρασομηλιά ανάμεσα στις περδικούλες της, αυτός έζεχνε, τό ’ξερε, γιόμισε πεταλούδες η καρδιά του, «είμαι ζωντανός Ζαχαρούλα», είπε κι έλαμψε μαυλιστικά το γλέμμα του για μια στιγμή. Ο ουρανός από πάνω τους είχε γένει χρυσός, έλαμπε η τσούκα της Μουργκάνας στον ήλιο, στα πόδια τους στρώμα οι μαργαρίτες, «τήρα ομορφιά, έτσι θά ’πρεπε ναι ο κόσμος γιομάτος ειρήνη, έτσι θά ’πρεπε να περπατιέται κι η ζωή ωρέ άντρα, στα λέλουδα» , έκοψε ένα ματσάκι, τον καλωσόρισε. Τού ’δειξε παρέκει την κοπέλα, αγκαλιάστηκαν σφιχτά οι τρεις, τον πήραν κι αυτόν τα δάκρυα, δε ντράπηκε.

Άναψε τη στια όξω στην αυλή, κουβάλησε τρεις μπικιόνες νερό, γιόμισε το κακάβι το ζέστανε, μπήκε ο Τσιάβος στην κομμένη βαρέλα πλύθηκε, έλουσε μαλλιά και γένια με πράσινο σαπούνι, γιόμισε ψείρες ο αφρός, αλείφτηκε ξύδι και λάδι, τρίφτηκε πάλε με το σαπούνι, τού ’φερε κι άλλο νερό είχε βράσει φασκόμηλο σε ταύτο, ξεπλύθηκε, μύρισε μπούτσιρος, ντύθηκε καθαρή μαύρη μπουραζάνα κι άσπρο ποκάμισο, ποδέθηκε, κείνα που φόραγε τά ’καψαν, μάσησε δυο φυλλαράκια δυόσμο, γέλασε, είχε πάρει να ξαναφτιάχνει ο κόσμος του.

«Η νυχτερίδα, ο λαγός, ο διάγουλος, κι η αγάπη, τα τέσσερα δαιμόνια τη νύχτα δεν κοιμούνται», τού ’λεγε με νόημα η Ζαχαρούλα όσο έστρωνε το σοφρά για το βραδινό. Μια νυχτερίδα μ’ απλωμένα φτερά ήταν τα φρύδια της, κάπως σμιχτά και μαύρα, ζωγραφιστά, το λαγό, να ’ταν κι άλλος, τον είχε κάμει στιφάδο, μύριζε η γάστρα δαφνόφυλλο και κρομμύδια, έπιαν κρασί με τις κούπες, μολόησαν και μολόησαν, ζαλίστηκαν, αγκαλιάστηκαν, χαμήλωσαν το φυτίλι της λάμπας, έσμιξαν τα χείλη, ο διάγουλος είχε ανέβει στο μπουχαρί σκασμένος, δεν τά ’χε καταφέρει, έστρωσε την καραμελωτή κουβέρτα, η αγάπη τους ξαγρύπνησε, ένιωσε το κορμί της ζεστό κολλημένο πάνω του, γαλήνεψε, ένιωθε τη διαφορά από τ’ άλλο πό ’χε ζήσει τότες που κάποιο άλλο κορμί στο Σαγγάριο κολλημένο με λύσσα πάνω του πάσκιζε να τον μακελέψει, θυμήθηκε τον τρόμο του, τη φριχτή λύσσα να θέλεις να προλάβεις να σκοτώσεις για να μη σκοτωθείς, «ούι, με φύλαξε ο θεουλάκης» , συλλογίζονταν. «Η αγάπη είναι θεός» , του ψιθύρισε στ’ αυτί η Ζαχαρούλα σαν ρόδιζε η ανατολή.

Πότε με το μελάνι, πότε με το αίμα, γράφει και γράφεται τούτη η ζωή, αλλού μουτζουρωμένη, αλλού ξεθωριασμένη, κι αλλού παραμονεύει να σαϊτέψει το φεγγάρι, να το κατεβάσει στη γη, να το κρεμάσει λύχνο στην πόρτα, να φέγγει στην αγάπη ώρα που στο μεσονύχτι ακούγονται μόνο οι λαχανιασμένες αναπνοές, ώρα που ο άντρας απλώνει το χέρι πιάνει τη γυναίκα από τη μέση και μέσα σ’ εκείνο το μεθύσι που τρυγά το μέλι απάνω στο κορμί, νιώθει αληθινά θεός…

Την παραμονή πριν έρθει ο Τσιάβος, η μπάμπω τον συλλογίζονταν κάπως περίσσια από άλλες φορές. Κράταε μια φωτογραφία, τον είχε ο άντρας της ο Κίτσος στα χέρια, «ας τους ήγλεπα τότσο για, κι ας πεθαίνισκα», έτσι μολόγαγε, τα χείλη φαρμακωμένα από ξενιτιά και πόλεμο. Κούναε τη σαρμανίτσα, να κοιμίσει την κοπέλα, μα κάθε πό ’κανε να την τηράξει της φαίνονταν πως αντί γι’ αυτήν, ήγλεπε τον Τσιάβο άντα ήταντος κούτσικο στη φασκιά, μια της ταχτάριζε τα χερόπλα, μια της γέλαε στόμα δωράκινο, μια ζάρωνε τα φρύδια κι έκλαιγε. «Είναι που του μοιάζει» , κι ας ήταν όμοια η μάνα της, δεν ήθελε να βάλει με το μυαλό της πως μπορεί να ’χε γένει μπιτισμένη ντιπ, πως σεμεντελιάστηκε. Έτριψε τα μάτια, τήραξε όξω, στο παραθύρι είχε έρθει ένας κότσυφας, χτύπαε τη μύτη στη σιδεριά, την τήραε, κάπως καθάρισε η σκέψη. Πώς της έρθε; Θυμήθηκε μαζί τα νιάτα και τ’ όνομά της, κείνο που την είχαν βαφτισμένη, Χάιδω. Αφόντας είχε παντρευτεί δεν τό ’χε ξανακούσει, είχε πάρει όπως όλες οι παντρεμένες γυναίκες, τ’ όνομα απ’ τον άντρα, τούτη την ήλεγαν Κίτσαινα, Χάιδω καένας πια. Πού την ήβρε τη φωνή, ήλεγες ψυχή δεν είχε, ζαρωμένη η δόλια, δε ζύγιζε σαράντα οκάδες, τελειωμένη, ήταντη έτοιμη να παραδώσει το πνέμα, κι όμως η φωνή καμπάνα, σάματις αυτή μάναχα είχε απομείνει, σάματις αυτή νά ’ταν η τελευταία διαμαρτύρηση ενάντια στη ζωή και στη Μοίρα…

Εξέφεξε η ανατολή,
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Και πάει η Πούλια γιόμα,
σήκω κόρη από το στρώμα.

Πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή,
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Κι οι όμορφες στο πλύμα,
κούνα το γιατί ’ναι κρίμα.

Πάω κι εγώ με την αυγή,
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Το γρίβα να ποτίσω,
κούνα το και δε θ’ αργήσω.

Βρίσκω μια κόρη λυγερή,
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Σε μαρμαρένια βρύση,
κούνα το να μη ξυπνήσει.

Σκύβω της παίρνω το φιλί,
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Της δίνω το μαντίλι,
κόκκινα γλυκά μου χείλη.

Είχε προλάβει, τον είδε, της ρίχτηκε στην αγκαλιά, έκλαψαν, «παιδάκι γραμμένο, καμάρι, χλωροσιά τση μάνας», όλο του κανάκευε το κεφάλι, κι όλο κατάπινε το σάλιο μαζί με την αγωνία, να μην τον πικράνει. «Μάνα και μανούλα», αυτός. Είχε φέρουν και την κουβέντα του Κίτσου. Νά ’ζηγε, νά ’γρώνιζε τι είχε γένει; Ποιος ήξερε, ξενιτεμένος από το 1903, δεν είχε στείλει ποτέ τίποτις για να μάθουν, είκοσι χρόνια, ο Μιχομπάντιος είχε γυρίσει, δεν τον είχε απαντήσει πουθενά, «χάλευε κι αυτός τι τυράγνια μωρέ παιδάκι», είχε πει στον πάτο, κι από μέσα της, «θέλω να πάω στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες και η ξενιτιά με γέλασε κάνω τριάντα χρόνους, ε ωρέ Κίτσο, τι έκαμες κι εσύ ίτσιου τίποτις, έφτακες στη βρύση, αν έφτακες ποτές και δεν έπιες, μια τρύπα στο νερό, ωρέ Κίτσο, κι η κακή ζωή του Χάρου μοιάζει…», με παράπονο.

Οκτώ μέρες αφόντας φανερώθηκε ο Τσιάβος στο μαχαλά, της έρθε ζαλάδα, άφηκε το σκόπι, παραπάτησε, έπεσε σιάδη, είχε χτυπήσει το μελίγγι στην πέτρα στο κατώφλι, αφορμή κι αιτίγια. Απ’ το πουρνό, στο γιόμα μήτε ήγλεπε, μήτε γρώνιζε καένα, μάναχα άντα της έκρενε αυτός «ω μάνα, τώρε πό ’ρθα εγώ, κίνησες να φύγεις εσύ, ωχ μωρ’ δόλια μάνα» , τότες σήκωνε λίγο το χέρι, ίσα που τον άγγιζε στο κεφάλι, ξανάπεφτε μαραγκιασμένο, τα χείλη έτρεμαν, τα μάτια έτρεχαν, τον καταλάβαινε, λυπιούνταν. Τέσσερα μερόνυχτα είχε κρατήσει κι απέκει πάει καλιά της.

Πάνω που πήγε να χαρεί η Ζαχαρούλα, μαυροφορέθηκε, «ας είναι το, τέτοια γυρίσματα έχει η ζωή, άντα πάει η χαρά στο πηγάδι να τραβήσει νερό, στο σκοινί γνέθει η λύπη μω φούλες, γύρισε ο άντρας μου, αυτό μετρά για τ’ εμένα πιότερο», κουβέντιαζε με τη Σωτήραινα, τη Λένη και την Κάλλιω. Την μοιρολόησε την πεθερά, της έβρασε το στάρι, έκαμε τα μνημόσυνα, της άναψε το καντήλι σαράντα μέρες στο σπίτι. Κάποια φορά πήρε την κοπέλα της και κίνησε να πάει στο μνημούρι πό ’χαν βάλει τη μπάμπω. Την άφηκε την κοπέλα στην αυλή στην εκκλησιά κι αυτή ζύγωσε κλαίγοντας στο κιβούρι. Τι θά ’βρισκε από την πεθερά; Ίτσιου τίποτις, μα έτσι έκανε για νά ’χει τη συνείδηση αναπαμένη.

Ήκουσε χαρχάλεμα, γύρισε τα μάτια κατά το κυπαρίσσι.

«Ούι, ούι μανούλα μ’» , είδε ένα φίδι κουλουριασμένο στη ρίζα, κι έβγαζε αυτό τη δίχαλη γλώσσα σιούριζε σάματις την φοβέριζε, δεν την άφηνε ν’ αγγίξει ίτσιου πουθενά. Πήρε ένα παλούκι έκαμε να το διώξει, εκείγια αυτό, τινάχτηκε προς τα χέρια της, δεν την δάγκωσε, τραβήχτηκε πίσω αυτή. «Φεύγα, ωρέ διάτανε, φεύγα, δεν τό ’χω σε καλό να σε σκοτώσω», είπε μ’ αφοβιά, άσκωσε μια πέτρα του την πέταξε, δεν τό ’βρηκε, δεν έφυγε. Τούτο γένηκε κάμποσες φορές, ξαστόχησε την κοπέλα. Πότε αυτή με το παλούκι και τις πέτρες, πότε αυτό αγριεμένο με τη δίχαλη γλώσσα όξω, να μην την αφήνει από τα μάτια του, ώσπου ξεκουλουριάστηκε, σύρθηκε στα πόδια της, στάθηκε ορθό πιο απειλητικά, σκιάχτηκε αυτή, έκαμε πίσω, της βγήκε πάλε μπροστά, τώρε μήτε πέτρα έσκυβε να πιάκει, μήτε να κάμει άλλο κάτι, την έβαλε στο κατόπιν. ’Κει πό ’τρεχε άκουσε κλάμα δυνατό, «σκύλα τι έπαθε η κοπέλα», μάλωσε τον εαυτό της, και με την ψυχή στο στόμα έφτακε εκείγια που την είχε αφήκει, πουθενά αυτή, άφαντη. Την ξανάκουσε πό ’κλαιγε πιο σπαραχτικά, κατάλαβε πως ήταντη πίσω απ’ τον τσέρο μακρύτερα από την εκκλησιά.

«Έκα μη σκιάζεσαι κι έφτακα μω γραμμένη, έφτακα φούλα», της έδωκε θάρρος. Αυτή μπροστά, το φίδι πίσω σιουρίζοντας να την έχει στο κυνήγι, με τα ποδάρια κομμένα από φόβο, είδε το λύκο π’ αγλείφονταν. Πρώτα έχασε τη γη απ’ τα πόδια της, ύστερα ζυγιάστηκε καλά, γιόμισαν τα μάτια της θειάφι, του ρίχτηκε με το παλούκι, «φεύγα ωρέ, θα σε πελεκήσω», μια καλή τον πέτυχε στο κεφάλι, βόγκηξε, έφυγε κατά το δάσος. Έπεσε αποκαμωμένη καταής, σκέπτονταν πως όσο κακό μπορεί να φέρει μια στιγμή, μια ολόκληρη ζωή δεν τα καταφέρνει. «Ω μάνα, να το πάρομε τούτο στο σπίτι», η κούτσικη, γιομάτη μύξες και δάκρυα της έδειξε το φίδι πό ’χε μπει μέσα στο παπούτσι της. «Να το πάρομε καμάρι τση μάνας, σπιτόφιδο είναι το, ταύτο έχει περσότερη νόηση από τ’ εμένα τη σφάλιαρη, του χρωστώ…»

Ως τον Αύγουστο, ψια ο καθαρός αέρας, ψια το γάλα, το τυρί κι ο τραχανάς, πιο πολύ που ξαναγύρισε στη φαμίλια του, κάπως είχε πάρει τα πάνω του ο Τσιάβος, μάναχα όταν τον έπιανε βήχας, έσκαγε από ταύτον τον πλάνταμο, έσκαγε, τού ’σπαινε κι η μύτη έτρεχε το αίμα, έτσι ήταντος κι ο Σωτήρης, ήλεγαν τους είχε μείκει κουσούρι από τις κακουχίες.

Έταξαν να βαφτίσουν την κοπέλα στην αγιά Παρασκευή, στο πανηγύρι στην Πόβλα, την άλλη χρονιά όμως, τους έρχονταν κάπως ντροπή αφού είχαν πένθος, θα καρτέραγαν να περάσει ο χρόνος δεν πείραζε. Ήταντη γκαστρωμένη η Ζαχαρούλα. Διάβαινε ο καιρός με δυσκολία. Το χειμώνα ακόμη χειρότερα. Το χιόνι πολύ, ντούνες – ντούνες απάνω στο γρέκι, είχε πλακώσει τα πρόβατα, λάγια και κάλεσια χαντακώθηκαν κάμποσα. Αρέντευε η Ζαχαρούλα, κουβάλαε σανό και κλαρί, άε και άε να προλάβει κι ό,τι γλίτωνε. Ως το Μάρτη ο Τσιάβος όξω δεν είχε βγει, δεν τον άφηνε, «κάτσε αυτού να γερέψεις, τόσα πέρασες», τού ’λεγε. Τον Απριλομάη πό ’χε ζεστάνει ο καιρός, πήρε τη γκλίτσα βγήκε κι αυτός όξω, σαλάγαε τα πρόβατα, μα την πατατούκα δεν την έβγαζε κι ας πύρωνε ο ήλιος, κρύγιωνε, και σβαρίζονταν, αντοχή στην ανηφόρα καμιά, στην κατηφόρα τό ’τρεμαν τα ποδάρια, μια δυο φορές έπεσε σιάδη σοροβολιάστηκε.

Θερτή μήνα, εκείγια που θέριζε η Ζαχαρούλα την έπιακαν οι πόνοι. Άφηκε το δρεπάνι γέννησε το παιδί στη θημωνιά με τα στάχυα. Της είχε βρεθούν η Αλέξω κι η Σωτήραινα, αυτές ήφεραν τα συχαρίκια του Τσιάβου και το παιδί στην ποδιά. Το τήραξε, γέλασαν τα χείλη του πό ’χαν ξεφλουδίσει, «ωρέ λεβέντη μου, να σε θέλει η ζωή» , είπε και ξανάπεσε στο μαξιλάρι. Αδυνατισμένος, τα λαιμά γιομάτα γρουμπούλια, κείτονταν πάλε με θερμασιά. Στο σάισμα αγκυλώνονταν, στην καρέκλα δεν είχε ανάπαψη, ορθός δε στέκονταν. Είχε μέρες που βόγγαε, τα χέρια του πάγαιναν σαν τα φύλλα στα κλαριά, έτρεμε, όξω κρύγιωνε, μέσα καίγονταν. Έρθε ο παππάς, έκαμε αγιασμό, άναψε θυμιάματα, έκαψαν βάγια, τον διάβασε, ίτσιου τίποτις.

Ύστερα από μέρες, φανερώθηκε η Σωτήραινα όξω στην αυλή, ζαλωμένη κλαρί, βάσταε και δυο χεριές θερμασιοχόρτι. Την ήλεγες ησκιοπατημένη. «Κι ο δικός μου κι ο δικός σου, λίγα τα ψωμιά τους, είναιτοι χτικιάρηδες. Κούς μω κοπέλα; Κούγω να λες φούλα. Κρίμα κι άδικο, άδικο. Γλίτωσαν τα δολιοπαλίκαρα από ντουφέκι και μαχαίρι, βγήκαν σώοι απ’ τον πόλεμο, τους θέρισε η παλιαρρώστια που ήφεραν μαζί τους. Ούι κρίμα, ούι νά ’χε γένει ξίκι, νά ’χε γένει, ρημάξαμαν, ούι αντράλα και κακό» , καταριόταν τη Μικρασία. «Χάνονται αυτοί, παίρνουν κι εμάς στο λαιμό τους, ούι μω φούλα χαθήκαμαν οι μαύρες, χαθήκαμαν…»

«Μη λες έτσι μω Σωτήραινα, λιόκριση έχουν, σιαπέρα που πολέμαγαν όλο το φεγγάρι τήραγαν, νιόφεγγα κι απόφεγγα, ύπνος δεν τους κόλλαγε, δεν τους άφηναν οι ψείρες, ξιούνταν, κασιαρίζονταν, κατούραγαν εκείγια πό ’χε χυθεί αίμα, δεν ήξεραν να φυλαχτούν, μια απ’ τις πολλές φορές στη γιόμωση τους έπιακε, να βρούμε τη Μαρίγια του Πελεκάνου, ξέρει αυτή να τους γιατρέψει, την είχε μάθει η βαβουλέτσω της, έχει τ’ όνομα της Παναγοπούλας, είναι τη κι ανύπαντρη, γρωνίζει» , είπε η Ζαχαρούλα μα ποιος ήξερε αν και η ίδια το πίστευε κατά βάθος…

Την άλλη μέρα, την ήβραν πουρνό – πουρνό στο Μαχαλά του Πράνθη. Το μεσημέρι έρθε στου Σωτήρη πρώτα, τ’ άσκωσε τη γλώσσα, την εξέτασε, πήρε το ψαλίδι, ένα κουκούδι πό ’χε από κάτω τό ’κοψε, έβγαλε αίμα, δεν της άρεσε, τού ’δωκε να κρατήσει τσίπουρο στο στόμα για καυτηρίαση, περίμενε να το φτύσει, τού ’δωκε κατόπιν το μαστραπά με το ήγιασμα, «πιες όσο μπορείς», είπε και συμπλήρωσε τη γιατρειά με το ξόρκι, φωναχτά:

«Τραγοπόδη, λαγιογένη, κοψοπόδη, κοψοχέρη, ακουνάρητε κι αχάρητε, εφταπαντιέρη κι ερημοπσπίτη, δικέρη και τρικέρη, μοναχοφάη, λιθοσουρμένε, τεσσαροχέρη κι ασυνάστρεγε, πεντακέρη, εξακέρη, εφτακέρη, οκτακέρη, εννιακέρη, δεκακέρη, εντεκακέρη, ξεριζάρη, γκαβλαμά, τρεις χρόνους τρως σκώτια και πλεμόνια του βλάμη του Χριστού, κοψοκίτρινε σαλιάρη, ζορκοπαφίλη, να πας στα όρη, στα βουνά στα ρούματα στα λόγγια. ’Κείγια παπάς δε λειτουργεί, δερβίσης δε διαβαίνει, ύψωμα δεν ασκώνεται, παιδί ψωμί δεν τρώει, κοπέλα δεν παντρεύεται, πέρδικα δε φωλιάζει, εκείγια εσύ ν’ αποδειπνάς, να πέφτεις να κοιμάσαι, κι από τούτο τον άνθρωπο φεύγα μακριά κι αλάργα.»

Βασιλέματα ήλιου, είχε κάμει και είχε ’πει τα ίδια στον Τσιάβο. «Ξαγόρευε διάγουλο να κάμεις καλόγερο, ε ωρέ γυναίκες ευκολόπιστες» , σκέφτηκε αυτός βαλαντωμένος, μα δεν μίλησε, αναστέναξε. «Φχαριστώ Μαρίγια», έστειλε χαιρετίματα για τον πατέρα, τον τίναζε οργιό, γύρισε την τσέργα σκεπάστηκε.

Κοπέλα και παιδί τα βάφτισαν μαζί, στο σπίτι, στο ίδιο νερό, στην ίδια κολυμπήθρα, τον Τρυγητή, παραμονή της γιορτής του Τσιάβου, θα ξημέρωνε του Σταυρού. Η Λένη του Μητσημπάντιου έδωκε τ’ όνομα τση κοπέλας, Χάιδω, όπως ήλεγαν τη μπάμπω, να τ’ ακούσει στον άλλο κόσμο να χαρεί που δεν την αστόχησαν.

«Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού… », καρτέραε ο παπάς να του πει ο Μιχομπάντιος τ’ όνομα του παιδιού, αυτός τήραξε τον Τσιάβο πό ’χε γένει κέρινος. Με τα μάτια συνοννοήθηκαν, ανερώτηγα, «Σταύρος παπά μου, Σταύρος, να μη σβηστεί τ’ όνομα…»

Τον Αρχαγγελίτη, χτύπησε η καμπάνα για τον Σωτήρη. Γούριαξαν οι γυναικούλες, τράβησε τα μαλλιά της η Σωτήραινα αείπνωτη, γκαντήλιασαν τα μάτια απ’ το κλάμα, μαζώχτηκαν τα κοράκια στα κυπαρίσσια, αλύχτααν τα σκυλιά τον έκλαιαν κι αυτά. Δεν τον μάλαξαν να τον σιάσουν για τον άλλο κόσμο, σιαπέρα στην καλύβα πλάι στο γρέκι που περαιτεύονταν μαναχός του από τότες πό ’χε βαρύνει για να μην κολλήσει τη φθίση η φαμίλια του, εκείγια τον ήβρε ο Μιχαλημπάντιος πεσμένο τ’ απίκουπα κρόθα. Το φαγί και το ψωμί που τού ’χε αφήκει την προηγούμενη μέρα, -αυτός μάναχα τον πλησίαζε-, δεν το ’χε αγγίξει ντίπ. Άνοιξαν λάκκο στον ίδιο τόπο, τού πέρασαν την τριχιά από μακριά, τον τράβησαν ως μπόρεσαν, «αμαρτία, αμαρτία ωρέ, είναιτος άνθρωπος», ήλεγαν καθώς τον έσερναν, τον έριξαν μέσα δίχως να τον ακουμπήσουν, απόλυκαν και την τριχιά στο λάκκο, σκιάζονταν κι αυτοί οι μαύροι, τον παράχωσαν, κουβάλησαν πέτρες τις έριξαν απάνω στο χώμα τσουκάρα, ο παπάς έβαλε το πετραχήλι τον έψαλε απ’ τον γράβο, άναψαν φωτιά έκαψαν την καλύβα όπως ήταντη.

Χολεύτηκε ο Τσιάβος, έπεσε χειρότερα μετά το θάνατο του Σωτήρη. Έτσι αποδιωγμένο από τους ανθρώπους και προδομένο από τη ζωή, έτσι τον είχε βρει το συμπολεμιστή του ο άνεμος που ήφερενε το θάνατο κατεβαίνοντας από τα κράκουρα διαολεμένος και δεν είχε πάψει να φυσάει με λύσσα. Νύχτα μέρα εξακολουθούσε να σφυρίζει ανάμεσα στις βελανιδιές και τα έλατα, νόμιζες πως φοβέριζε από μακριά, πως απευθυνόταν στον ίδιο πια λέγοντάς του να ετοιμάζεται, πως είχε έρθει η δική του σειρά.

Τα Νικολοβάρβαρα δεν ήλεγαν άλλο τίποτις στη ρούγα, «καλά το λένε απ’ τα παλιά, άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, άι Σάββας σαβανώνει, κι άι Νικόλας παραχώνει, πάει κι ο δόλιος ο Τσιάβος, πάει ο έρημος…» κι είχε ένα ξεροβόρι, σε θέριζε.

Το σάισμα που κείτονταν, την τσέργα και τη βελέντζα που σκεπαίνονταν, τα σκουτιά που ποδαίνονταν ποκάμισα, ποτούρες, μπουραζάνες, την πατατούκα, όλα τά ’βαλαν στην αυλή και τά ’καψε, έτσι την ορμήνεψαν.

Έβαλε το κακάβι η Ζαχαρούλα να βράσει νερό. Έριξε βοτάνια, δεντρολίβανο, ρίγανη, θυμάρι, φασκόμηλο, δάφνη, ζεμάτισε τα σκουτιά στη σκάφη, τ’ άπλωσε. Ξανάβαλε άλλο νερό, με τον ίδιο τρόπο έπλυνε τεντζερέδια και μπακίρια. Το ίδιο έκανε με την πόρτα, τη σαρμανίτσα, το τραπέζι, τα κουτσούμπια, το σοφρά και ό,τι άλλο μπορούσε να πλύνει από τα υπάρχοντα του σπιτιού. Άναψε τη στιά, άντα πύρωσαν τα κάρβουνα έρινε πότε κλαριά – κλαριά τη δάφνη, και πότε χεριές – χεριές τα βοτάνια. Σαν τέλειωσε μ’ αυτά, έβαλε το χαρανί πάνω στην πυροστιά, έβραζε το δεντρολίβανο, γιόμισε ατμούς η κάμαρα, έπλυνε την κοπέλα και το παιδί από κορφής, τά ’ντυσε καθαρά ρούχα, τα τακτοποίησε, τα τάισε, αυτή μπουκιά στο στόμα της δεν έβαλε. «Αν αναπνέουν τα μυρίσματα απ’ τα βοτάνια, μπορεί και να γλιτώσουν αυτά, να μην αρρωστήσουν» , αποκαμωμένη από βάσανα και σκέψεις ακούμπησε στο παραγώνι, αποκοιμήθηκε.

Το πώς τα κουνάρησε κι ανατσουτσουρώθηκαν, δε μολογιέται το τι τράβησε, βαριά κουβέντα όμως δεν ξεστόμισε. Κάποια φορά είχε περάσει ένας γέροντας από το μαχαλά, μακριά γένια, ψαρομάλλης, ξερακιανός, κάπως αγριάνθρωπος έδειχνε στην όψη, μα είχε χρυσή καρδιά. Της ζήτησε να τον κονέψει λίγες μέρες κι απέκει θά ’φευγε. Έκανε κρύγιο, είχε χιονούρα ίσαμε απάνου ψηλά στα τσέπια. Τού ’στρωσε ένα σάισμα, σοροβολιάστηκε απ’ την κούραση, έμεικε, έφαγαν μαζί ψωμί και ψια τραχανά, σκάλιζε τη στια σκεφτικός, κι όλο ευκές έδινε.

Όταν ήταν να φύγει, στύλωσε τα μάτια πρώτα πάνω στο παιδί και μετά στην κοπέλα τη Χάιδω, συννεφιασμένος, έκαμε να μιλήσει μα τα χείλη του έτρεμαν. Είχε ζυγίσει φτώχεια και ορφάνια και τα δυο μολύβι του φαίνονταν. «Τι έπαθες μω πάππου» , απόρησε η κοπέλα που ένιωθε την ταραχή του. Άνοιξε αυτός διάπλατα τα μάτια, λαχτάρισε να τ’ αγκαλιάσει τα κούτσικα, μα κρατήθηκε, δεν έκανε ούτε βήμα. Έβαλε το χέρι μέσα απ’ το τριμμένο ποκάμισο, έβγαλε ένα πουγκί πού είχε κρεμασμένο στο λαιμό, έλυσε το κορδόνι, «πάρτο φούλα, πάρτο να το δώκεις στη μάνα σου» , έτρεμε σύγκορμος, παρά τρίχα να τον έπαιρναν τα κλάματα, ποιος νά ’ξερε τι σκέπτονταν, δρασκέλισε το κατώφλι έφυγε. Ποιος ήταντος, δεν έμαθε η Ζαχαρούλα, αλλά κάθε φορά που πλέρωνε με τα γρόσια πό ’χε το πουγκί, «άγιος άνθρωπος, έρθε και μας έσωσε, ας είναιτος καλά» , έτσι έλεγε.

Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

[Συνεχίζεται…]


Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου

Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:400