Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Ο Κατσιλούπαρδος | της Άννας Τακάκη


Το ’χε, καθώς φαίνεται, το ελάττωμα από τα γεννοφάσκια του. Ετσά ’τανε κι ο παππούς του. Κατσιλούπη* τον παρανομοιάζανε τον παππού, Κατσιλούπαρδο* τον έγγονα. Μόνο πως ο παππούς ελούπαζε* για άλλους λόγους. Για να μπει στα κατσιρμά* να κλέψει ξένο βιος, ν’ ανεβεί λουπά λουπά στη μάντρα και να κλέψει κιανένα πρόβατο γή κιανένα ρίφι. Να τρυπώσει σε κιαμιά ξένη αποθήκη να κλέψει λάδι γή τυρί. Γρουσoύζης ήτανε ο κακομοίρης και δεν επήγαινε να κάμει ένα μεροκάματο σκιας, μόνο να πα να κλέφτει, το βιος των αθρώπω. Η γρουσουζά κι η πονηράδα μεταδώθηκε και στα παιδόγγονά του. Το μυαλό, μαθές, ήθελα να τσ’ εμποδίσει;

Τούτος ο εγγονάς του, ο Κωσταντιός ο Κατσιλούπαρδος, είχε την κουτοπονηράδα, μα κι άλλα κακά χούγια. Για άλλους λόγους κατσιλούφαζε κι αλλής λοής πράματα ήθελε να «κλέψει» αυτός απού θωρείς, κι απού δεν τονε ήπιανε το μάτι σου. Γιατί τα μάτια ξεγελιούνται πολλές φορές. Ήπαιρνε, μαθές, αξοπίσω τα ζευγαράκια στα ραντεβουδάκια κι ήστενε αφτί ν’ ακούσει ήντα λέγανε κι εξάμωνε τα μάτια του ωσά τσοι σαΐτες, να δει πράμα πονηρό να κάνουνε. Ήπαιρνε αξοπίσω και τσοι γυναίκες που πηγαίνανε στσοι κήπους τως κι ανεσύρνανε τσοι κουβαδιές το νερό από το πηγάιδι. Να σκύφτουνε οι έρμες στα χείλια του πηγαδιού ν’ άνεσύρνουνε κι κείνος να περιεργάζεται τσοι πισινούς τως και τα σκέλια ντως, ετσά που τως ανέβαινε πλια πάνω το φουστάνι. Εμούλωνε κι εκείνος πλια καλά για ν’ αποειδεί και να θαμάσει τη μυστήρια θέα.

-Ήντα κάνεις επαδέ Κωσταντάκι, διάλε τ’ απολειμάρους σου; Ήθελα να του πει η γυναίκα, σαν εγύριζε και τονε θώργειε φάτε μπαστόνι μπροστάς τση, να τη στραβοξανοίγει.

-Ήρθα να ξετροχαλιάσω* κείνιε κειε την τροχάλα, να βρω δυο χοχλιούς, μα θαρρώ πως σύρνονται πλια πολλοί επαδά στον αηγό* με την ογρασά. Ανέσυρνε τουλόγου σου και ξα μου* εμένα.

Μα, πούρι, φαίνεται να μην το’ φτανε μια τέτοια γυναικεία θέα, το αθεόφοβο, το Κωσταντιό. Ήπιανε αργά και πάραργα τα σπίτια των αθρώπω και παρακάτσευγε,* οντέν ήθελα να σβήσουνε το λύχνο ή τη λάμπα ντως και να πα να θέσουνε. Προ πάντων παρακάτσευγε τα συρονοαντρόυνα. Ανέ πετύχαινε και την πρώτη βραδιά του γάμου ντως, ακόμη πλια καλά. Ήστενε αφτί απ’ όξω ν’ ακούσει πράμα να κάνουνει τ’ αντρόυνο, ετσά απού ’τανε στα μέλια. Ανέβαινε ακόμη και στα δώματα κι ήστενε αφτί από τσ’ ανηφοράδες*. Αν-ε τύχαινε να ’χει και και κιαμιά μεγάλη κλειδαρότρυπα, ή κιανένα ανοιχτό παραθύρι, ήτονε παράδεισος για τα μάτια του, φτάνει να ’τανε αναμμένο το καντηλάκι ή χαμηλωμένη η λάμπα και δεν ήτονε στο μαύρο σκοτίδι.

Ιδέα δεν είχανε ο Πετρής με την Μαριγώ, πως όξω από την κάμαρά ντως ήτανε στεμένο ξένο αφτί και άφτιαζε το τι λέγανε και δεν ελέγανε, το τι κάνανε και δεν εκάνανε. Συνοροαντρόυνο ήτανε, και μεστωμένοι πούρι, μα είπανε να δέσουνε τσοι ζωές τως. Χήρος αυτός, γεροντοκόρη αυτή, να μη γεράσουνε αμοναχοί ντως, να ’χουνε, μαθές, μια παρέα και μια παρηγοριά ο γεις τ’ αλλού. Δυο μέρες μόνο ήτονε παντρεμένοι. Ο παπάς ήρθε και τσοι στεφάνωσε οπροχθές στο σπίτι. Εκάμανε κι ένα τραπέζι με τς ’εδικούς τως και τως ευχηθήκανε να είναι καλορίζικοι και καλοστεργιωμένοι.

Ήτρωέ τονε πάλι τον Κωσταντιό η περιέργεια να πάει να στέσει αφτί όξω από την κρεβατοκάμερά τως. Κατσαπροβαίρνει αργά στο σπίτι ντως και θωρεί ακόμη να ’χουνε αναμμένο το φως. Λέει, πού θα πάει; θα σβήσουνε τη λάμπα και θ’ αρχίσει το μεγάλο πανεγύρι. Μα η λάμπα ήναυγε ακόμη. Αθιβολή δεν εγροικούντανε κι ο Κωσταντιός ήτονε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Μετά από λίγο γροικά την κερά.

-Σβήσε τη λάμπα, Πετρή μου!

-Δεν την-ε σβήνω, Μαριγώ μου!

-Χαμήλωσέ την-ε, μπάρε!

-Μούδε την-ε χαμηλώνω, λέει εκείνος. Δε θέλω γω μισοσκότιδα, να μη θωρώ τα ματάκια σου τα όμορφα, Μαριγούλα μου να παπαδουλίζουνε* και να μη βρίσκω τα χειλάκια σου τα φτενά να τα πιπιλήσω.

-Μωρέ σβήσε ολότενα τη λάμπα Πετρή, γιατί δε μου ’ρχεται η όρεξη, αν-ε θες και πράμα… καλιά χω γω στα τυφλά…

Ήντα να κάμει ο Πετρής; Σβήνει εν τέλει τη λάμπα κι ο Κατσιλούπαρδος είναι όλο αφτιά γενομένος. Καλοκαιράκι ήτανε, τα τζαμιλίκια ανοιμένα κι οι τσιρφελίδες* πάνω στα δεντρά συνεχίζανε τον νυχτερινό ντως αμανέ. Εκειδά απάνω στη γαληνεμιά τση νύχτας, γροικάται από μέσα η γαϊδουροφωνή του Πετρή.

-Απού να ς’ έβρει για ζούμπερο, άτα στ’ αφτί μου απάνω ήρθες να παίζεις το θιαμπόλι* σου; Ελόγου σου δα γροικώ για την κερά μου να αγκανάρεται;

Ο νιόγαμπρος, φαίνεται πως ήτονε κι ολίγον εκνευριστικός με τα ζωύφια, και σηκώνεται να κλείσει το τζαμιλίκι του παραθύρου, να μη γροικά την τσιρφελίδα, που ήτανε ακριβώς δίπλα σε μιας μηλιάς κλωνί. Ο Κατσιλούπαρδος, κάνει παραπέρα μη μπας και βγάλει όξω την κεφαλή του ο Πετρής. Άξος ήτονε να πηδήξει και όξω στην αυλή και να ζυγώνει την τσιρφελίδα.

Πάει και θέτει πάλι ο νιόγαμπρος και παίρνει αγκαλιά τη φρεσκοστεφανωμένη του, μα εκείνη είχε γενεί ένα ζουμί στον ύδρω. Θες από την κάψα του καλοκαιριού γή από αλλής λοής κάψα… πρώτη φορά που είχε άντρα στα σεντόνια τζη; ;Hτονε και θροφανή*, κλειστές πόρτες και παραθύρια, ε, πώς να μην δρώσει η έρμη; Κι απάνω που την ήπαιρνε αγκαλιά τη ζουμερή ντου, γίνεται ένα αραμούρο* όξω, στην κρεβατίνα με τσoι κάτες να ζυγώνουνε τσoι ποντικούς απού ήκανε τον έρμο τον Κατσιλούπαρδο εκειά που ’τονε λουπασμένος, να μεταπατήσει από το φόβο του και να σκοντάψει απάνω ς’ ένα δεμάτι από κλήματα και να σολασκαρώσει χάμαι…

-Στου διαόλου το φυσέκι! Ήντα γίνεται όξω, Μαριγούλα; ας σηκωθώ να πα δω.

– Θέσε, Πετρή μου, κι οι ποντικοί ’ναι στην κρεβατίνα πάλι και τσ’ ανεμυριστήκανε οι κάτες.

Οι ποντικοί φαίνεται πως εκάνανε παρέλαση εκείνη τη βραδιά κι ο Κατσιλούπαρδος φοβούντανε τσοι ποντικούς όπως ο διάολος το λιβάνι. Σηκώνεται απάνω ο Πετρής να δει ήντα γίνεται όξω και να ξορίσει τσοι δαιμόνους που πειράζανε με μια διχαλόβεργα που πάντα είχε έντρομα*. Κείνη την ώρα θωρεί την απογκαφή* ενός άντρα να ποκωλώνει από το τσαρσί και να χάνεται μέσα στην ξαστεριά κι ο Πετρής δεν εκάτεχε ήντα συνέβαινε αυτή τη βραδιά. Φαίνεται πως δεν εκάνανε μόνο οι ποντικοί παρέλαση. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, που λένε. Παίρνει δρόμο να δει αν είναι κιανείς κλέφτης γή φάντασμα…, μα όποιος και να ’τανε εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτίδι. Κι ο Πετρής με τη διχαλόβεργα στη χέρα, εγανάχτησε να βρει πάλι την πόρτα να μπει μέσα. Ήτανε πίσσα σκοτίδι, με μόνο φως την αστροφεγγιά.

-Γιαε, ωρέ! ήντα διαόλου νύχτα είναι τουτηνιά, Μαριγούλα; Οι ποντικοί να μας-ε κάνουνε χαλάστρες από τη μια κι οι αφανταξές* να μας-ε φαντάσουνε από την άλλη! Σιγομουρμούριζε ο Πετρής κι ήμπαινε μέσα στο σπίτι.

Κι η Μαριγώ η νιόνυφη, να τον ανημένει στο κρεβάτι ξεκαπυρωμένη* κι ολόδρωτη.

-Μα γιάηντα γούζεσαι*, Πετρή μου; Έλα επαδέ κοντά ν’ αγκαλιαστούμε. Άιντε στον κόρφο μου κι άσε τσοι κάτες με τσοι ποντικούς να κάνουνε το δικό ντως πανεγύρι.

-Θέσε δα κανακαρά* μου, τση λέει, κι ελάφαζε* ακόμη. Θέσε δα απόψε κι αυραγά*, έχει ο θεός!

Κι η κερά του, να μουρμουρίζει και να λέει, «του ποντικού το γλάκι* ώσαμε τ’ άχερα»…

Άννα Τακάκη

Από τη συλλογή «κρητικά νάκλια»


Γλωσσάρι:
κατσιλούπαρδος: αυτός που λουφάζει και παρακολουθεί κάτι σιγά σιγά και ύπουλα.
λούπαζε: κρυβόταν και παραμόνευε.
κατσιρμά: κρυφά και ύπουλα
ξετροχαλιάζω: χαλώ την τροχάλα
ξα μου: στην εξουσία μου
αηγός: αυλάκι νερού, αγωγός
παρακάτσευγε: παραμόνευε
ανηφοράδες: καμινάδες
συνοροαντρόυνο: ανδρόγυνο λίγο καιρό στεφανωμένο
παπαδουλίζουνε: τρεμοπαίζουνε και θαμπώνουν
τσιρφελίδες: τριζόνια
θιαμπόλι: φλογέρα:
αγκανάρεται: αγκομαχεί
φτενά: λεπτά
θροφανή: παχιά
αραμούρο: θόρυβος
έντρομα: πρόχειρα, φανερά
απογκαφή: η εικόνα που έχουμε όταν κοιτάξουμε την τελευταία στιγμή, όταν κάποιος στρίβει και δεν προλαβαίνουμε να τον γνωρίσουμε.
αφανταξές: φαντάσματα
ξεκαπυρωμένη: με κοκκινισμένο το πρόσωπο από τη ζέστη
γούζεσαι: γκρινιάζεις
κανακαρά: χαϊδεμένη
αυραγά: αύριο βράδυ
ελάφαζε: ανάσαινε βαριά
γλάκι: τρέξιμο


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:355