Άιντε δε σ’ αρνιού-, σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου (2ο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου [Συνέχεια από το πρώτο μέρος] Στο χρόνο απάνω, παρακινημένος απ’ τον Κούβαρη, της είχε γυρέψει γάμο, θα την ήφερνε νύφη στον Τσαμαντά, είπε να μιλήσει στη μάνα και στην αδερφή της, αν τό ’θελαν έρχονταν κι εκείνες μαζί, κάπως θα ’βρισκαν τρόπο να πορεύονταν, θα μεγάλωνεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κουτσο-Γιώργαινα… | του Αντώνη Κουκλινού Ετσά κολόκαρδος άθρωπος σπανίζει… Όπχοιο και να ρωτήξεις στο χωργιό, δε θα σου πει άσκημο λόγο για το μπάρμπα Γιώργη. Εδά στα γεραθιά ντου δε βοηθούνε μπλιο τα μάθια ντου και δε (ν)αφέγγει ο κακομίτσης…, ίσα ίσα διανοιρίζει ‘οντε λιάζει στη (ν)αυλή. Η κερά ντου ευτυχώς τον-ε ποσάζει, μα βγαίνει του και το (ν)έχειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αυτό που λες «ξαλάφρωσα», εγώ το λέω «γράφω» | του Μιχάλη Στρατάκη Ετούτες τις αράδες τις έγραψα, γιατί ήθελα να ξαλαφρώσω. Θέλω να τα πω, για να μη πλαντάξω… Είναι φίλος μου. Ένας από τους πολλούς που έχω. Είμαι φίλος του. Ο μοναδικός που έχει. Ήτανε νοικοκύρης δαχτυλοδειχτούμενος στο χωριό του και σ’ ολόκληρη τη Μεσσαρά. Με πολλά καλιμέντα, γινομέναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το «Σχολειό» του Στέργιου του «Φονιά» | του Τριαντάφυλλου Γεροζήση Συχνά έκανε παρέα με το γέρο Θύμιο, ένα θεόχτιστο γέρο, που στα νιάτα του, όπως έλεγαν οι γριές, τον φοβούνταν, όχι μόνο το δικό τους χωριό μα και τα γύρω χωριά. Δεν τον έφτανε κανένας σε τίποτα, στο σκάψιμο, στο κούρεμα των αρνιών, στο τρέξιμο, στο πιοτί, σε όλα. ΚαιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Κοίταξα τον καθρέπτη… | της Μαρίας Σταυρίδου Ο γιατρός μ’ ανάγκασε να κοιτάξω τον καθρέπτη, να νιώσω το είδωλο της γερασμένης γυναίκας που έβλεπα μπροστά μου, ν’ αγγίξω κάθε ρυτίδα και κάθε σημάδι του χρόνου, που είχε περάσει από πάνω της και κάθε χαρακιά της θλίψης, που είχε πια μόνιμα εγκατασταθεί σε κάθε κύτταρο της. Η γυναίκα κοίταζε σοκαρισμένη… γιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άιντε δε σ’ αρνιού-, σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου (1ο μέρος) | της Χαρούλας Βερίγου Ο Γιώτης, από γεννησιμιού του φευγάτος, έτσι τον είχε βγάλει η φύση, ψια πειραγμένο, αλλά όχι ντιπ σιεμεντελό. Ήλεγαν έφταιγε η μάνα του η Ρίνα πό ’χε ανέβει γκαστρωμένη στον κίσσαρα και τον πελέκησε με το κασάρι παραμονή τ’ αη Συμιού. Θά ’χε ξαστοχήσει πως οιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μια πρωτοχρονιά | της Άννας Τακάκη Από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο παγωμένος αέρας έδειχνε το αψύ του πρόσωπο, όπως κατέβαινε φουριόζος κι ανελέητος από την κεφάλα του βουνού. Ανέφαλα σταχτιά και μαύρα από βορειοανατολικά, παχιά και συγόμαρα που όλο πλήθαιναν κι αστραποβροντούσαν, δείχνανε πως ο καιρός θ’ αλλάξει πρόσωπο. -Να δεις που άμα θα σιγανέψει θα ρίξει μια οργιάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο χρόνος του Νεύτωνα είναι Θεός | του Βασίλη Ραφαηλίδη ΜΕΧΡΙ τον Νεύτωνα, και με εξαίρεση τους ειδωλολάτρες που είναι οι πιο λογικοί απ’ όλους τους θρησκευόμενους, οι άνθρωποι αναζητούν τον Θεό πέρα από τη φύση, σε μια περιοχή καθαρά πνευματική, που δεν έχει μέσα της ίχνος ύλης. Ο Νεύτων, αν και Εβραίος, δεν έχει καμιά σχέση με τον ιουδαϊκόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Που πάει ο χρόνος που έφυγε; | του Απόστολου Δεδουσόπουλου Το ερώτημα του τίτλου δεν είναι δικό μου. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, κλεμμένο, δανεισμένο, αν θέλετε. Το διατύπωσε πριν από έναν χρόνο, τέτοιες μέρες, παραμονές Πρωτοχρονιάς, μια φίλη. Αν και ανταποκρίθηκα τότε στην πρόσκλησή της, αυτό το ερώτημα φαίνεται ότι εξακολουθεί να με βασανίζει ένα χρόνο μετά τόσο, ώστε ναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…