Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Ο χρόνος του Νεύτωνα είναι Θεός | του Βασίλη Ραφαηλίδη



ΜΕΧΡΙ τον Νεύτωνα, και με εξαίρεση τους ειδωλολάτρες που είναι οι πιο λογικοί απ’ όλους τους θρησκευόμενους, οι άνθρωποι αναζητούν τον Θεό πέρα από τη φύση, σε μια περιοχή καθαρά πνευματική, που δεν έχει μέσα της ίχνος ύλης. Ο Νεύτων, αν και Εβραίος, δεν έχει καμιά σχέση με τον ιουδαϊκό ευσεβισμό και δεν μελετάει τη Βίβλο. Μελετάει, όμως, τη φύση και λέει πως αυτή είναι η δική του Βίβλος. Όταν, μάλιστα, διατυπώσει τους νόμους της βαρύτητας θα τολμήσει να πει πως βρήκε ένα μαθηματικό τρόπο για την επιστημονική διατύπωση της πνευματικής και ως εκ τούτου αόρατης οντότητας, που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό.

Ο ΑΪΝΣΤΑΙΝ με τη θεωρία της σχετικότητας θα φτάσει πάρα πολύ κοντά στο ιδανικό του Νεύτωνα, που ήταν η αντικατάσταση της θεολογίας με την επιστήμη. Αλλά οι μαθηματικοί του τύποι έχουν δύο αναγκαίους για τη θεωρία του όρους, το χώρο και το χρόνο, ενώ μια εξίσωση που θα εξέφραζε με μαθηματικό τρόπο την έννοια της θεότητας θα έπρεπε να έχει στο δεύτερο σκέλος της έναν μόνο, πάρα πολύ απλό και στοιχειώδη όρο.

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ, τρελοί και γνωστικοί, δεν θα παραιτηθούν ποτέ από την προσπάθεια να καταλήξουν κάποτε σε έναν και μοναδικό μαθηματικό τύπο, που να εμπεριέχει το τεράστιο πλήθος όλων των μαθηματικών εξισώσεων, διά των οποίων διατυπώνονται με τους τρόπους και τις μεθόδους των μαθηματικών, της βασίλισσας των επιστημών, όλοι οι φυσικοί νόμοι. Σε μια τέτοια περίπτωση, η μία και μοναδική εξίσωση, που θα εξέφραζε τον ένα και μοναδικό, βασικό, ουσιώδη και πρωταρχικό φυσικό νόμο, σίγουρα θα παρέπεμπε σ’ αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό.

Ο ΑΪΝΣΤΑΙΝ διατύπωσε και με δημοσιογραφικό τρόπο, ας το πούμε έτσι, το παλιό, το νευτώνειο, αλλά και το νεότερο, το δικό του ιδανικό. Όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στον Θεό απάντησε ναι, αλλά με την προϋπόθεση πως θα ορίσουμε τον Θεό σαν το άθροισμα των νόμων της φύσης. Με τον τρόπο του Αϊνστάιν στον Θεό πιστεύουν και οι… άθεοι.

Ο ΝΕΥΤΩΝ, που κατέβασε τον Θεό από το χώρο του πνευματικού στο χώρο του υλικού, σκόνταψε σε δύο έννοιες, που είναι μεν ιδιότητες της ύλης, αλλά δεν είναι υλικές καθεαυτές. Ούτε χώρος καθεαυτός υπάρχει ούτε χρόνος καθεαυτός υπάρχει. Το μέτρο δεν μετράει χώρο, αλλά έκταση, δηλαδή το συγκεκριμένο χώρο που καταλαμβάνει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Και το ρολόι δεν μετράει χρόνο, αλλά διάρκεια, δηλαδή το χρόνο που παρεμβάλλεται, που εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μια αρχή και ένα τέλος. Ο χρόνος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Το ίδιο και ο χώρος, που κάλλιστα θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε εντελώς άδειο, κάπου πέρα από το πέρας του Σύμπαντος.

ΑΝ ο χρόνος και ο χώρος δεν έχουν αρχή και τέλος, τότε έχουν τις δύο κύριες ιδιότητες που οι άνθρωποι αποδίδουν στον άναρχο και άπειρο Θεό. Συνεπώς, λέει ο Νεύτων, ο Θεός είναι μείγμα χρόνου και χώρου. Ο δρόμοςγια τον Αϊνστάιν έχει ήδη ανοίξει από τότε. Η θεωρία της σχετικότητας θα εξαρτήσει απολύτως το χώρο από το χρόνο (και αντιστρόφως), θα κάνει δηλαδή σχετικές τις δύο έννοιες. Τώρα, πλέον, μιλούμε για χρονοχώρο και όχι για χρόνο και χώρο χωριστά. Το ρολόι μετράει και χώρο, το μέτρο μετράει και χρόνο. Στην οριακή ταχύτητα του φωτός ο χρόνος σταματάει. Συνεπώς, αν φανταστούμε τον πέρα από το Σύμπαν χώρο γεμάτο φως και τίποτα άλλο, τότε καταλήγουμε στη χριστιανικά ορθόδοξη άποψη πως ο Θεός είναι φως και τίποτα άλλο.

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ είναι μια αποπνευματοποιημένη και ηθικοποιημένη παραλλαγή της αρχαίας ηλιολατρείας και του μιθραϊσμού. Πράγμα που συμβολοποιείται και με το φωτοστέφανο των αγίων. Εδώ, το φως βγαίνει μέσα από τον άγιο, δεν έρχεται από κάποια φωτιστική πηγή έξω απ’ αυτόν. Αυτό σημαίνει πως ο άγιος έχει μέσα του το φωτοδότη Θεό, και συνεπώς δεν έχει ανάγκη είτε από τον έξω απ’ τον κοινό πιστό ευρισκόμενο Θεό, είτε από τη ΔΕΗ για να τον φωτίσει. Η αυτοτροφοδοσία του αγίου με φως είναι ο λόγος που στις βυζαντινές αγιογραφίες δεν υπάρχουν σκιές. Για να υπάρξει σκιά, το φως πρέπει να έρχεται από μια φωτιστική πηγή έξω από το φωτιζόμενο αντικείμενο. Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας, όπως και ο αγιογραφημένος άγιος, δεν έχει σκιές όταν είναι αναμμένος.

ΚΑΤΑ τον Νεύτωνα, ναι μεν ο Θεός δεν δημιούργησε το χρόνο και το χώρο, αφού ο ίδιος είναι χρόνος και χώρος, δημιούργησε όμως την ύλη. Η θεωρία του μπιγκ-μπανγκ για τη δημιουργία του κόσμου, η επιστημονική άποψη δηλαδή σύμφωνα με την οποία το Σύμπαν προέκυψε από μια πρωταρχική ενεργειακή έκρηξη, έρχεται να δώσει επιστημονική υπόσταση σε πανάρχαιους μύθους, που θέλουν την ενέργεια, που θα μπορούσες να την ονομάσεις και Θεό, να προηγείται της ύλης και να τη δημιουργεί.

ΚΑΛΗ χρονιά, καλόν αιώνα για όσους γεννήθηκαν σήμερα και φτάσουν μέχρι το τέλος του, και καλή χιλιετία για την ανθρωπότητα, που μετράει την ηλικία της με αιώνες. Κυρίως όμως… καλά κρασιά σε καλό τραπέζι.

Βασίλης Ραφαηλίδης

[Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Παρασκευή, 31 Δεκεμβρίου 1999]


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «Ο χρόνος» της εικαστικής καλλιτέχνιδας Τάνια Μίλλερ (Tanya Miller, 1979 -) από το Χαμπάροφσκ (Хабаровск) της Σοβιετικής Ένωσης η οποία ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά]


Βασίλης Ραφαηλίδης

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και κινηματογραφικός κριτικός Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1934. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Σεπτέμβρη του 2000, νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 66 χρόνων. Άφησε ένα τεράστιο σε μέγεθος συγγραφικό έργο καθώς και το προσωπικό του στίγμα στη ελληνική δημοσιογραφία με τα άρθρα και τις πολιτικές παρεμβάσεις του, γνώριμος καλεσμένος σε πολλές εκπομπές πολιτικού λόγου της τηλεόρασης.
Το 1959 εγγράφεται στην ιδιωτική Κινηματογραφική Σχολή Σταυράκου. Μετά το τέλος των σπουδών του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο, τον βρίσκει διπλά στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη για αρκετές ταινίες. Στρέφεται στη κινηματογραφική κριτική μετά την απόπειρα και τη δημιουργία δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βυζαντινό Μνημόσυνο» και «Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους», εγκαταλείποντας οριστικά τη σκηνοθεσία.
Το πέρασμα του το 1964-1965 από την Αλγερία κοντά στον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη), πολιτικά και ιδεολογικά τον στιγμάτισε σε όλη του τη πορεία.
Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν κινηματογραφικός κριτικός από το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και συνεχίζει το 1965 στην «Δημοκρατική Αλλαγή» μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εκδίδουν το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» που κλείνει με τη χούντα. Την περίοδο της χούντας συνελήφθη πολλές φόρες, βασανίστηκε και πέρασε μεγάλα διαστήματα στην απομόνωση των φυλακών της Αίγινας. Υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το οποίο διευθύνει μέχρι το 1973.
Ο συνεργάτης και φίλος του Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραψε σχετικά: «Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.
Μαγικά χρόνια, χρόνια αναμονής κι ονείρου. Δουλέψαμε μαζί μέχρι το 67.
Με τη δικτατορία, μπήκε στην εφημερίδα η στρατιωτική αστυνομία και τα διέλυσε όλα, κι ο Βασίλης είχε τις γνωστές του περιπέτειες με την Ασφάλεια.
Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε καιρό αργότερα, για να ριχτούμε στο στήσιμο ενός κινηματογραφικού περιοδικού, του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Βασίλης το έστησε. Όλη η δουλειά από το χέρι του πέρναγε, κι όλη η ευθύνη πάνω του.
Το περιοδικό αυτό έμελλε να γίνει το κεντρικό όργανο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γιατί συγκέντρωσε όλους τους νέους κινηματογραφιστές της εποχής, όλον τον κόσμο του κινηματογράφου».
Μετά τη πτώση της χούντας, εργάζεται δημοσιογραφικά στο Βήμα, το Έθνος και την Ελευθεροτυπία. Υπήρξε ακόμη συνεργάτης των περιοδικών «Ταχυδρόμος», «Διαβάζω», «Θέατρο» και «Λέξη». Έκανε διάφορα περάσματα από το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, κυρίως όμως έμειναν ιστορικά τα πολιτικά του κείμενα και άρθρα, όπως και οι πολιτικές του παρεμβάσεις.
Ένας ακατάπαυστα αιρετικός στοχαστής, τόλμησε δημόσια με τα κείμενα και τις σκέψεις του να αμφισβητήσει κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, όπως και την Εκκλησία και το εκάστοτε ιερατείο της. Απομυθοποιώντας τα επιστημονικά θέσφατα της Ιστορίας τα έβαλε με ιστορικούς, πολιτικούς και ολόκληρη την καθεστηκυία τάξη τους.
Έλεγε τα σύκα, σύκα, και τους προδότες, προδότες κι όχι εθνικούς ήρωες. Περιέγραφε τα πράγματα με τ όνομά τους, χωρίς να χαϊδεύει αυτιά. Μ’ έναν λόγο διεισδυτικό, φιλοσοφικό, γλαφυρό, χιουμοριστικό, που μερικές φορές γίνονταν οδυνηρά σαρκαστικός. Γνήσιος μαχητής με τις επιλογές του και τον αιρετικό του λόγο, προκαλούσε τη ζωή και αψηφούσε το θάνατο. Ανήσυχο μυαλό ως διανοούμενος, με το πλούσιο έργο του ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου, με την πένα του και τη συνολική στάση ζωής, έμεινε στη θέση που θεωρούσε ως χρέος ζωής, στάθηκε δίπλα στο ΚΚΕ και στις λαϊκές αγωνίες μέχρι την τελευταία πνοή του και διέγραψε μια λαμπρή αγωνιστική πορεία.
Η ακατάπαυστη πένα του Βασίλη Ραφαηλίδη δημιούργησε ένα δημοσιογραφικό έργο που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχο σε μέγεθος στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Το ίδιο μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία. Πέρα από τα «12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο», στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Λεξικό Ταινιών», «Κινηματογραφικά θέματα», «Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», «Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας στον Αγγελόπουλο», «Κείμενα για τον Μαρξ», «Πολιτικά Ταξίδια», «Ελληνες και Νεοέλληνες», «Η περιπέτεια του μαρξισμού», «Η δύσκολη ζωή ενός Ελληνα», «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Οι λαοί της Ευρώπης», «Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων», «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους», «Το βλέμμα του ποιητή», «Στοιχειώδης Αισθητική», «Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι», «Οι λαοί της Μ. Ανατολής» κ.ά.π.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:362