Θυμούμαι… | του Αντώνη Κουκλινού Όντε (ν)επήρα τη πρώτη άδεια ντυμένος στο χακί και πήγα στο χωργιό… Άνοιξα τη (ν)αυλόπορτα και πορίζει η μάνα μου στη (ν)αυλή. Άνοιξε τη (ν)αγκαλιά τζη και όσο με φίλιε μ’ έσφιγγε πχιο δυνατά. Δικαιολογημένα γιατί ήμουνε στα καράβγια κι αφού έκανα ποντοπόρα ταξίδια δεν ήρθα στη (ν)ώρα μου να παρουσιαστώ και είχε να μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μωρέ ζωή τι να σου πω…, εγώ ζω από περιέργεια για να δω το τέλος μου… | της Μαρίας Σταυρίδου Έμεινα ακίνητη, χωρίς να μπορώ να αρθρώσω ούτε μια λέξη… πως μπόρεσες να πεις κάτι τέτοιο, άραγε τι εννοούσες;… Μάλλον δεν είχα καταλάβει καλά. Δεν ξέρω πως έκλεισα το τηλέφωνο, δεν ξέρω πως βρέθηκα σε μια γωνιά δίπλα από τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Είναι κάποιοι φίλοι μου… | του Νίκου Λουκαδάκη Είναι κάποιοι φίλοι μου που σκαλώνουν συχνά στην κακοτράχαλη κι ανεμόδαρτη κορφή του νου μου. Δυο-τρεις πεισματάρηδες κουζουλοί που κατέχουνε τη στράτα κι ατζοπηδούνε από χαράκι σε χαράκι κι από ανάμνηση σε ανάμνηση, σάμε να φτάξουν έκεια που άλλοι δεν έχουνε πατήσει ποτέ. Μήδε τριζάτη καλίκωση φορούνε, μήδε χιλιογάγλωτες βέργες βαστούνε. ΚιανείςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κερά Θεονύμφη… | του Αντώνη Κουκλινού Στη μεσοχωργιά τση Γληγοργιάς, ήτονε το σπίτι τζη. Δυό καμεράκια ίσα, ίσα απού τσοι χώργιενε. Κολλητά με του Κονταξή το τζαγκάρικο. Η κερά Θεονύμφη με τσοι πέντε θυγατέρες και τσοι τρεις γιους. Η μάνα τση μάνας μου τση Βασιλικής, η μνια απού τσοι δυο γιαγιάδες μου, [η (ν)άλλη, τη Μανιούδαινα, δε (ν)τη (ν)ήφταξα]ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Κρυμμένη μια πατρίδα στην καρδιά | της Μαρίας Σταυρίδου Δεν είχα κουράγιο ν’ ανοίξω την πόρτα και να βγω από το αυτοκίνητο. Η μηχανή σβηστή και η σκέψη μόνιμα καρφωμένη στις τέσσερις ασήκωτες σακούλες με τα ψώνια. Δεν ξέρω ίσως να μην ήταν και τόσο βαριές, τα ψώνια ήταν μετρημένα όπως πάντα, εγώ όμως αισθανόμουν πως δεν είχα το κουράγιοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τρία πράματα θυμούμαι από τα παραμύθια που άκουγα στα μικράτα μου | του Μιχάλη Στρατάκη Το πρώτο είναι η θειά μου η Καλλιόπη Μαράκη που μας τα ’λεγε. Η θειά μου η Καλιόπη ήτανε γυναίκα του μπάρμπα μου του Σταύρου, και σε αυτούς ανήκε η κάμαρη που είχαμε νοικιάσει και παλεύαμε να στριμωχτούμε στους τέσσερις τοίχους της, οι γονέοι μου,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Παιδικές αναμνήσεις | του Μενέλαου Γουβέτα Στις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12.10.1944) ήμουνα δέκα χρόνων. Σαράντα πέντε μέρες νωρίτερα, είχε αρχίσει να απελευθερώνεται πρώτος απ’ όλους τους νομούς της Ελλάδας ο Έβρος (28.8.1944) και πρώτη πόλη οι Φέρρες. Δε θα ξεχάσω τη σκληρή μάχη που έδωσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Σουφλίου (28-29 Αυγούστου του ’44). ΤοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο φορατζής και τα παθήματά του | του Μενέλαου Γουβέτα Πρωί πρωί έπαιρνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την πόλη ο φορατζής και γύρναγε τα χωριά της περιοχής του για να εισπράξει τον κοινοτικό φόρο απ’ τους χωρικούς, περίπου σαν την παλιά δεκάτη ήταν κι αυτός ο θεσμοθετημένος φόρος με όλες τις βαριές συνέπειες για τον οικογενειακό κορβανά. Βέβαια, οΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και πχοιός δε ντο παθαίνει… | του Αντώνη Κουκλινού Αγουροξυπνημένος και μπροσάφορμος εσηκώθηκε τη ταχινή. Αψύς και κακόκεφος, ετσά απού το (ν)είδενε να ξεφυσά, δεν αντάλλαξε μούδε καλημέρα η κερά ντου. Μαθημένη στα χούγια ντου, δε ντου δίδει σημασία γιατί κατέχει πως θα μπλέξει. Κιανείς δε (ν)τον-ε πείραξε, μα τάξε πως θα τη πλερώσει όπχοιος του παντήξει. Πχοιός κατέχει… ΝαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…