Γράμματα στην αθωότητα | της Ζωής Δικταίου Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου, λες και ήταν χτες… κυδώνι γλυκό του κουταλιού σε πιατάκι γυάλινο, με άρωμα κανέλλα … Η φωνή της ψιθυριστή, μ’ ένα τρέμουλο κι ένα παράξενο θρόισμα μαζί, σαν αεράκι που κατάφερνε να περνά με τρόπο μέσα από ξεχασμένη φυσαρμόνικα. Τα χελιδόνια σε χαμηλά τόξα, όπως τότε κιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Με πολλή αγάπη | του Εντουάρντο Γκαλεάνο Οι φίλοι του Άντολφ Χίτλερ έχουν κακή μνήμη, όμως ο ναζιστικός εφιάλτης δεν θα είχε υπάρξει δίχως τη βοήθειά τους. Ο Χίτλερ, όπως και οι εταίροι του Μουσολίνι και Φράνκο, είχε από την αρχή σύμμαχό του την Καθολική Εκκλησία. Ο Χούγκο Μπος έντυσε το στρατό του. O Μπέρτελσμαν δημοσίευσε τα έργα που εκπαίδευσανΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γιατρός πατέρας | της Τούλας Μπούτου Ο γιατρός Δεναξάς κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι σφιγμένο σε ένα σπασμό, άκουγε μα δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη… Οι λέξεις έρχονταν μέσα από το ακουστικό. Μια φωνή άγνωστη, κι απρόσωπη: «Είστε ο γιατρός κ. Δεναξάς»; «Ναι – είχε προφτάσει να πει- Ορίστε, τι θέλετε;» «Είμαι συνάδελφος, γιατρός Προκοπίου. Σας τηλεφωνώ από τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα | της Άννας Τακάκη Η γιαγιά Αννίκα, το γένος Χατζησταυράκη, γεννήθηκε κατά την τουρκική επανάσταση (1897), σε ένα μικρό οικισμό στο Αχλάδι, νοτιοανατολικά του χωριού Αγ. Τριάδα, Σητείας. Ήταν το δέκατο παιδί της οικογένειας. Δεν πήγε ποτέ σχολειό, δεν ήξερε να βάλει υπογραφή, αλλά ήξερε τι θα πει ζωή και πώς να την βαστάξει σταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η αντροϊνοχωρίστρα… | του Αντώνη Κουκλινού Όμορφη η πατσάβρα απου δε πάει άλλο…! Στα εικοσιπέντε τζη, πατεί και δε ν’ αγγίζει τη Γης. Νταρντανογυναίκα στο ένα εβδομήντα και μαλλί μαύρο κατράμι, σάμε τσι κουτάλες, με μάθια απου αστραφταλίζουνε νιάτα. Γεννημένη στη πρωτεύουσα και μ’ ένα φουσάντο, απου κουζουλαίνει μικιούς και μεγάλους. Αεράτη όσο δε μ-πάει, με ούλους κουβεδιάζει όπχιος κιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ένα ταξίδι φως | της Ζωής Δικταίου «Ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου;» ρώτησε η γυναίκα και το αγόρι με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα μικρά σκιστά βλέφαρα, κοιτάζοντας την καταμεσής στα μάτια, της χαμογέλασε πλατιά μα και αινιγματικά. «Λοιπόν; ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου, Γιάννη» ξαναρώτησε η γυναίκα κρατώντας μέσα στα χέρια της τα δικά τουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

H πείνα του Eρυσίχθονα και κάτι πόμολα νέας τεχνολογίας με κάμερα και ενσωματωμένο το ερώτημα «why φάει»; | του Γιάννη Χατζηχρήστου (Μια ακόμη απόπειρα αναβίωσης του Τσιφορικού χρονογραφήματος) Ο Ερυσίχθων, ήτο λέει νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, του Κολλεγίου των άριστων ένα πράμα. Γιατί από εξ’ από ανέκαθεν από κάποιο Κολλέγιο βγαίνουν οι πλουσιοπάροχοι, οι ωραίοι και οι ισχυροί.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Oι τρεις παραμιές | της Άννας Τακάκη Μικρό κοπέλι ήτανε το Αννιό τότε, που με πολλή προσήλωση καθότανε στο καρεκλάκι του, να γροικά τις παλαιϊνές ιστορίες της γιαγιάς του Αννίκας. Εκείνη είχε το χάρισμα να διγάται, λες και γέμιζε ο τόπος όλος με πρόσωπα και πράματα μιας άλλης εποχής. Εικόνες ολοζώντανες γεμάτες μυστήριο. Για το μικρό κοράσι οι ιστορίες εκείνεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γκέσα μ’, μπλαράκι μ’ | του Βασίλη Φυτσιλή Με το Λιάκο Γριβέλα γνωριστήκαμε τυχαία, στο Νοσοκομείο της Καρδίτσας. Και, κουβέντα στην κουβέντα, βρήκαμε τη ρίζα μιας παλιάς φιλίας, που κόντευε να ξεχαστεί. Τα «πέτρινα» χρόνια που ζήσαμε, πόλεμος, Κατοχή, κι ύστερα πάλι πόλεμος, εμφύλιος αυτός ο τελευταίος, αδερφοκτόνος, χειρότερος απ’ όλους (ας όψονται οι πολεμοκάπηλοι, Άγγλοι κι Αμερικάνοι), έφαγαν κόσμοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…